"...ψυχή μου λυτρώσου ..." 23

5.3K 501 26
                                    



Έμεινε άλλες τέσσερις μέρες στο νοσοκομείο ο Μάρκος. Κάποιες τελευταίες εξετάσεις έγιναν, οδηγίες δόθηκαν, και ήταν έτοιμος να φύγει. Βρισκόταν στο αυτοκίνητο του Αντώνη καθοδόν για το σπίτι του "θα μου πεις γιατί είσαι μουτρωμένος;" τον ρώτησε και του έριξε μια ματιά. Ο Μάρκος γύρισε και πάλι το βλέμμα του έξω απο το παράθυρο "δεν ήρθε καθόλου, ούτε τηλεφωνο δεν πήρε τόσες μέρες...". Ο Αντώνης ξεφύξησε δυνατά "μα τον Θεό κάνεις σαν μωρό! Σου εξήγησα τόσες φορές! Αστην ήσυχη, όταν νιώσει έτοιμη εκείνη θα έρθει σε σένα δεν το καταλαβαίνεις; Αν επιμένεις θα την χάσεις! Στο κάτω κάτω έπαιρνε εμένα κάθε μέρα και ρωτούσε για την υγεία σου" του είπε αυστηρά. "μα γαμώτο ρε Μάρκο! Τι καψούρα είναι αυτή!" συνέχισε εκνευρισμένος. Εκείνος έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντας έξω τον κόσμο, την κίνηση. "Μήπως σε πήρε καθόλου ο Θεολόγου;" τον ρώτησε και πάλι ήρεμα. Ο Μάρκος γύρισε και του έριξε μια γρήγορη ματιά "οχι.. προφανώς δεν έχει νέα ή κάτι να μου πει" του είπε κοφτά. Σπίτι του έφτασαν λίγο αργότερα, ανέβηκαν στο διαμέρισμα και ο Αντώνης τακτοποίησε τα πάντα πριν φύγει "θα ξανάρθω πάλι το πρωϊ, και άσε το κορίτσι στην ησυχία του, έτσι κι αλλιώς είναι στην δουλειά της τέτοια ώρα" του είπε κοιτώντας το ρολόϊ του. "Τι είπες;" άκουσε την έκλπηκτη φωνή του Μάρκου. "Δουλεύει; που; και γω γιατί δεν το ξέρω;" συνέχισε σχεδόν θυμωμένος. Ο Αντώνης αναστέναξε "σερβίρει σε ένα εστιατόριο, καιρό τώρα, και απλά δεν έτυχε να στο πω!" του αντιγύρισε. Αφού ο Μάρκος πήρε όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν χαιρέτισε τον Αντώνη και του έκλεισε ανυπόμονα την πόρτα. Μια ιδέα του είχε καρφωθεί που τον έκανε να γελάσει πονηρά. Αφού δεν πήγαινε ο Μωάμεθ στο βουνό, θα πάει το βουνό στον Μωάμεθ.


Καθόταν στο αυτοκίνητό του στο άνετο πάρκινγκ του εστιατορίου. Δεν θυμόταν πόση ώρα βρισκόταν μέσα στο αμάξι και την παρακολουθούσε απο την τζαμαρία του μαγαζιού. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Περπάτησε μέχρι την είσοδο και ζήτησε τραπέζι για έναν. Η κοπέλα στην υποδοχή του έριξε ένα βλέμμα θαυμασμού και τον συνόδευσε μέχρι το τραπέζι του, σε μια απομονωμένη άκρη του εστιατορίου, έχοντας όμως καλή εικόνα όλου του χώρου. Την έβλεπε να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στον κόσμο, ανάμεσα στα τραπέζια. Έβλεπε τα βλέμματα θαυμασμού που της έριχναν οι πελάτες, και ξεχώριζε τα αρσενικά που την κοίταζαν επίμονα. Ζήλευε, για πρώτη φορά ένιωσε τέτοια ζήλια, που ήθελε να σηκωθεί να τα σπάσει όλα αφού την σύρει με το ζόρι στο αυτοκίνητό του. Δεν ειχε δουλειά εκεί, δεν υπήρχε κανένας να την προσέχει και δεν υπήρχε περίπτωση να ζει με αυτή την αγωνία κάθε βράδυ.Τα μάτια του την έτρωγαν, παρακολουθούσε κάθε της κίνηση μέχρι που ήρθε στο τραπέζι του "τι να σας φέρω;" τον ρώτησε γελαστή μα το χαμόγελο πάγωσε στο πρόσωπό της μόλις είδε σε ποιον απηύθυνε την ερώτηση.

Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα