Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}

By renandr

201K 16.1K 1.2K

Μια μικρή περίληψη βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο... More

Περίληψη 1
Η δουλειά 2
Στη Νύχτα 3
Η γνωριμία 4
Η μάχη 5
"...δεν μπορώ μακριά σου...ακούς;" 6
"...θέλω να ξυπνάω μαζί σου..." 7
"...μίλα μου..." 8
"...οι σκέψεις..." 9
"...μην μ' αφήσεις..." 10
"...πονάω..." 11
"...και μετά σιωπή..." 12
"Τα μελί μάτια.." 13
"...μου λείπεις...." 14
"...όπου βρίσκεσαι... εκεί υπάρχω..." Γ.Ρ. 15
"...σ' αγαπώ... μ' ακούς..." 16
"Μην κλαίς..οι δυνατοί ποτέ δεν κλαίνε.." 17
"...της καρδιάς ο σπαραγμός..." 19
"...λύγισα..εγώ..που πέτρα μ'είχε κάνει ο πόνος..." 20
"...Σε περιμένω...μη ρωτάς γιατί..." 21
"...Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ᾿ αρέσαν.." 22
"...ψυχή μου λυτρώσου ..." 23
"...η σκιά της νύχτας πέφτει πάνω μου..." 24
"...άσε με να σ' αγαπώ.." 25
"...μη μου πάρετε το φως.."26
"..όταν είσαι μισός.."27
"..έλα σαν φως.." 28
"...Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου..." 29
" Η αρχή του τέλους..." 30
"...Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα..." 31
Επίλογος 32

"... δως μου το χέρι σου ..." 18

4.6K 482 27
By renandr




"Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις... Γιατί δὲ μιλᾷς; Πές μου! "

Τ.Λ.



'...φως...λίγο φως...να ανοίξω τα μάτια μου... ακούω την φωνή της;..Άννα! Άννα! εσύ; μωρό μου... μου έλειψες...σ' αγαπώ... δεν φαντάζεσαι πόσο τρόμαξα Άννα..δεν μπορώ να σε δω..σε νιώθω δίπλα μου, το άγγιγμά σου... δάκρυα; στάζουν δάκρυα στο χέρι μου, κλαίς Άννα; γαμώτο δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου, δεν σε βλέπω...μ' ακούς; Άννα μ'ακούς; Τι στο διαβόλο..'Αννα...!'


Δύο εβδομάδες πριν...


Μόλις είχε γυρίσει κατάκοπη απο την καινούρια της δουλειά. Σερβιτόρα σε ένα πολύ καλό εστιατόριο. Δεν ήταν άσχημα, γέμιζε τις ώρες της και ο μισθός ήταν καλός. Είχε γνωρίσει και μια κοπέλα συνάδελφό της και μπορούσαν να ανταλλάξουν και λίγες κουβέντες στα διαλείμματά τους. Κουραζόταν αρκετά αλλά δεν την πείραζε καθόλου, όταν γυρνούσε σπίτι ήταν κατάκοπη, και έπεφτε σε ύπνο βαθύ, χωρίς όνειρα, χωρίς έννοιες. Ο Στράτος περνούσε κάθε μέρα απο το σπίτι της, τα τραύματά του είχαν επουλωθεί και δεν έκαναν ποτέ ξανά συζήτηση επι του θέματος. Πότε της κρατούσε λουλούδια, πότε της πήγαινε γλυκά, την κακομάθαινε αφάνταστα, αλλά η αλήθεια ήταν οτι δεν την συγκινούσε την Άννα. Πολλές φορές προσπάθησε να γίνει πιο τολμηρός με χάδια ή με φιλιά, και να την παρασύρει στο κρεββάτι αλλά η Άννα πάντα τραβιόταν, πάντα ζητούσε περισσότερο χρόνο, αλλά πραγματικά δεν ήξερε για πόσο ακόμα μπορούσε να την συγχωρεί. Κατσούφιαζε και την κοιτούσε με το λυπημένο του ύφος λέγοντας της "σε θέλω... γιατί δεν με θες και συ..; τόσο αποκρουστικός είμαι;" της είπε και πάλι την τελευταία φορά που βρέθηκαν μαζί. Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι "δεν μπορώ να στο εξηγήσω, απλά δεν μπορώ... δεν μου βγαίνει ακόμα...και δεν είσαι καθόλου αποκρουστικός, μην το ξαναπείς..". Του χαμογέλασε αχνά και του έπιασε το χέρι "είσαι ο πιο καλός άνθρωπος που έχω γνωρίσει.. μην το ξεχνάς αυτό" του είπε φιλώντας τον στο μάγουλο. Ο Στράτος την κράτησε τρυφερά στην αγκαλιά του και την φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού της "θα προτιμούσα να είμαι ο πιο ερωτεύσιμος άνθρωπος που γνώρισες... αλλά τέλος πάντων..." της είπε περιπαιχτικά με αποτέλεσμα να δεχτεί το απαλό της χτύπημα στην κοιλιά του.


Έμεινε για λίγη ώρα στην αγκαλιά του χαζεύοντας μαζί μια αδιάφορη ταινία. Λίγο η αντρική αγκαλιά, λίγο το κρασί που έπιναν, την χαλάρωσαν αρκετά. "Υπήρχε κάποιος πολύ σημαντικός άνδρας στην ζωή μου" αμέσως ένιωσε το στιγμιαίο σφίξιμο του Στράτου. Δεν την διέκοψε, την άφησε να συνεχίσει. Εβδομάδες ολόκληρες περίμενε εκείνο το βράδυ. "Τον ερωτεύτηκα, τον αγάπησα πραγματικά, παρά τις ιδιορρυθμίες του, και νόμιζα οτι ένιωθε το ίδιο..τουλάχιστον αυτό καταλάβαινα εγώ.." πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει "με πρόδωσε... με άφησε λίγες εβδομάδες πριν με βρεις, αλλά εκείνο το βράδυ έβαλε το μαχαίρι βαθιά στην καρδιά μου και την έκανε κομμάτια". Έγειρε μπροστά, ήπιε μια γερή γουλιά κρασί και έσφιξε τα μάτια της να μην αφήσει τα δάκρυα να τρέξουν. Ο Στράτος την κράτησε πιο σφιχτά και της είπε σιγανά "δεν αξίζει να στενοχωριέσαι τότε... αυτός έχασε Άννα.. όχι εσύ.. μακριά απο τέτοιους ανθρώπους μωρό μου, τώρα έχεις εμένα, δεν χρειάζεται να φοβάσαι για τίποτα.." δίνοντάς της ένα φιλί στα μαλλιά της. Δεν ένιωσε καλύτερα που το μοιράστηκε μαζί του, ίσα ίσα ένα καινούριο βάρος απλώθηκε σαν σκιά και πάλι πάνω της. Ο Στράτος όμως ένιωσε ανακούφιση, ήταν σημαντικό να ξέρει ποιος ήταν ο αντίπαλός του, τι είχε συμβεί, να ξέρει τι κινήσεις θα χρησιμοποιήσει και πως θα χειριστεί την κατάσταση. Η Άννα ήταν φανερά, ακόμα ερωτευμένη μαζί του, αυτό ήταν ένα πρόβλημα που όμως θα φρόντιζε να το ξεπεράσει σύντομα, σπέρνοντας μίσος για τον άγνωστο με την πρώτη ευκαιρία που εκείνη θα έστρεφε την συζήτηση και πάλι προς τα εκεί.


Μόλις είχε κάνει μπάνιο και ετοιμαζόταν να ξαπλώσει όταν άρχισε να χτυπάει με μανία η πόρτα της. Πετάχτηκε τρομαγμένη απο το δωμάτιο και πήγε αργά μέχρι την είσοδο. Το μεγάλο ρολόι έλεγε μια τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα. Αποκλείται να ήταν ο Στράτος, της είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα. Τα χτυπήματα συνεχίζονταν, και εκείνη άρχισε να τρέμει απο τον φόβο της. Ο Μάρκος. Θα ήταν σίγουρα ο Μάρκος, σκέφτηκε και προσπαθούσε να ηρεμήσει την καρδιά της που ήταν έτοιμη να πεταχτεί απο το στήθος της. 'Τι θα κάνω' αναρωτήθηκε σιωπηλά και εκείνη τη στιγμή ακούει μια φωνή απέξω να την καλεί με το όνομα της "Άννα! Άννα! άνοιξέ μου σε παρακαλώ, είδα το φως, ο Αντώνης είμαι, άνοιξε μου σε παρακαλώ' είπε χαμηλόφωνα προς το τέλος. Η Άννα πλησίασε την είσοδο και στάθηκε πίσω απο την πόρτα για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε το κλειδί. Αντίκρυσε τον Αντώνη σε άσχημη κατάσταση. Εκείνος μόλις την είδε, σχεδόν έβαλε τα κλάμματα, έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και την πήρε αγκαλιά. "Τρελοκόριτσο... τρελοκόριτσο" της έλεγε κρατώντας την σφιχτά. Η Άννα τον έσπρωξε απαλά και απομακρύνθηκε απο κοντά του. Τον κοίταξε και το βλέμμα της γέμισε με ανησυχία, φαινόταν καταβεβλημένος, κουρασμένος, αξύριστος για πολλές μέρες, και μια αδιόρατη θλίψη στα μάτια του. Ο Αντώνης τα σκούπισε με την αναστροφή της παλάμης του και ένα αμυδρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. "Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω" της είπε απαλά. Η Άννα πήρε μια βαθιά ανάσα "Αντώνη...είναι...αργά" ήταν το μόνο που βρήκε να του πει μέσα στην αναστάτωσή της. "Είναι; συγνώμη... σε ψάχνω τόσο καιρό, τώρα είδα φως και δεν είδα την ώρα, άφησα το αμάξι, και έτρεξα εδώ.." της είπε σχεδόν απολογητικά. 'Είπε σε ψάχνω...σε ψάχνω... μόνος αυτός με ψάχνει... τόσο κράτησε για τον Μάρκο' είπε σιωπηλά. "Άννα" άκουσε και πάλι τον Αντώνη να την καλεί. Τον κοίταξε σχεδόν θυμωμένη χαμένη στις σκέψεις της. "Νομίζω δεν..." ξεκίνησε να λέει αλλά εκείνος την διέκοψε "για τον Μάρκο πρόκειται". Σπίθες πέταξαν απο τα μάτια της και τον κοίταξαν σχεδόν επιθετικά "δεν θέλω να μου πεις τίποτα γι' αυτόν Αντώνη! Την πόρτα την άνοιξα μόνο επειδή ήσουν εσύ!". Του γύρισε την πλάτη θυμωμένη και άρχισε να βηματίζει νευρικά. "Ο Μάρκος είναι στο νοσοκομείο Άννα" της είπε κοφτά. Γύρισε και τον αντίκρυσε, τα μάτια του υγρά ακόμα, και αυτή η θλίψη πάλι εκεί. "Στο νοσοκομείο;" επανέλαβε κοιτώντας τον με μάτια ορθάνοιχτα. "Εδώ και μια εβδομάδα είναι σε κώμα..." της είπε και ανέβασε τα χέρια στα μάτια του. Κόπηκαν τα πόδια της απο τον τρόμο, προχώρησε μέχρι τον καναπέ και κάθισε. Νόμιζε για μια στιγμή οτι θα σωριαζόταν. Ο Αντώνης την μιμήθηκε και κάθισε αντικριστά της.


"Φεύγαμε ένα βράδυ απο την δουλειά... πήρα μαζί μου καταλάθος τα κέρδη του μαγαζιού και μόλις το θυμήθηκα έτρεξα να τον προλάβω πριν φύγει με το αμάξι του" έκανε μια παύση και έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του "όταν έφτασα ήταν αργά" η φωνή του άρχισε να σπάει "τον βρήκα στο έδαφος, μέσα σε λίμνη απο το αίμα του, χτυπημένο πολύ άσχημα". Τα μάτια της Άννας γέμισαν δάκρυα παρόλο που προσπαθούσε να κρατηθεί, δεν έπρεπε να νιώθει έτσι, δεν έπρεπε η καρδιά της να κομματιάζεται, δεν έπρεπε να την επηρρεάζει έτσι αυτό. "Κάλεσα ασθενοφόρο, στο νοσοκομείο μου είπαν οτι είναι πολύ βαριά Άννα, σπασμένα πλευρά, χέρι, κακώσεις στο κρανίο, ρήξη σπλήνας...." Σκούπισε τα μάτια του και την κοίταξε, εκείνη σοκαρισμένη και άσπρη σαν φάντασμα κοιτούσε το κενό. "Τον εγχείρησαν, αλλά δεν έχει συνέλθει ακόμα, είναι σε κώμα, ο οργανισμός του παλεύει αλλά όχι αρκετά..". Πετάχτηκε απότομα απο την θέση της έβαλε τα χέρια στα αυτιά της και κλαίγοντας φώναζε στον Αντώνη "σταμάτα, σταμάτα, δεν θέλω να ξέρω τίποτα... μην μου λες γιαυτόν... δεν θέλω να τον ξέρω... δεν θέλω να τον αγαπώ!" έκλαιγε με λυγμους και εκείνος την αγκάλιασε καθησυχάζοντας την. Την κράτησε για λίγο μέχρι που ηρέμησε "Άννα... θέλω να έρθεις να τον δεις". Τα μάτια της θολά ακόμα άνοιξαν απο φόβο "δεν θέλω να έρθω, δεν θέλω Αντώνη" του είπε με βαθιά ειλικρίνεια στα λόγια της. Της κράτησε το πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια του και την κοίταξε στα μάτια "Είσαι η τελευταία μου ελπίδα Άννα, ήταν τόσο δυστυχισμενος μακριά σου, που εαν σε νιώσει δίπλα του μπορεί επιτέλους να ξυπνήσει" της είπε και εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμμα της. "Το παιδί που δεν έχω είναι ο Μάρκος, σε παρακαλώ βοήθησέ με να τον έχω δίπλα μου ξανά.."


Υποσχέθηκε στον Αντώνη οτι το επόμενο πρωί θα τον περίμενε να περάσει να την πάρει για το νοσοκομείο. Πως μπορούσε να του το αρνηθεί μετά τα τελευταία του λόγια; Τον είχε σαν παιδί του, πρέπει να τον βοηθήσει όσο μπορεί. Η λογική της φώναζε 'μην το κάνεις' αλλά η καρδιά της καιγόταν να βρεθεί δίπλα του. Τον άκουγε να μιλάει για τα τραύματα του Μάρκου και νόμιζε οτι μιλούσε για κάποιον άλλον, δεν γίνεται εκείνος ο άνδρας να βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο πληγωμένος. Φαινόταν τόσο δυνατός, άτρωτος, σκληρός, σαν να μην μπορεί τίποτα να τον αγγίξει, τίποτα να τον πληγώσει, με όποιον τρόπο. Ποιος μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Δεν είχε ιδέα εαν είχε εχθρούς, ή εαν κάποιος τον μισούσε. Θα μπορούσε να συνέλθει; θα ξυπνούσε; και μετά; "Ωχ Θεέ μου..." μονολόγησε η Άννα και στριφογύρισε για άλλη μια φορά στο κρεβάτι της. Οι σκέψεις την βάρυναν όσο ποτέ, είχε σχεδόν ξημερώσει και τα μάτια της δεν έλεγαν να κλείσουν. Όλη η κούραση απο την δουλειά είχε εξαφανιστεί και είχε δώσει την θέση της η ανησυχία και ο πόνος. Θα άντεχε να τον αντικρύσει έτσι; "Κάντον καλά Θεέ μου... κι απο μένα ότι θέλεις" παρακάλεσε σιγανά και έμεινε να κοιτά το ταβάνι με μάτια θολά και κόκκινα απο το κλάμα και την κούραση.


Ο Αντώνης έφτασε νωρίτερα. Η ίδια είχε ετοιμαστεί απο πολύ νωρίς και τον περίμενε σε αναμμένα κάρβουνα. Τον είδε απο το παράθυρό της να παρκάρει και χωρίς να χάσει καιρό άρπαξε την τσάντα της και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Του έγνεψε μπαίνοντας στο αμάξι και ξεκίνησαν βιαστικά για το νοσοκομείο. Οδηγούσε σιωπηλός για λίγη ώρα, μιας και ούτε και η Άννα φαινόταν να έχει όρεξη για κουβέντα. "Σευχαριστώ.." της είπε σιγανά λίγο αργότερα και της έριξε μια γρήγορη ματιά, πριν γυρίσει και πάλι τα μάτια του στο τιμόνι. Εκείνη δεν μίλησε, συνέχισε να κοιτάει μπροστά της τον δρόμο και ο προορισμός τους της φαινόταν πιο μακριά απο ποτέ. "Ξέρω οτι για σένα δεν είναι εύκολο Άννα, αλλά τίποτα από αυτά που ειπώθηκαν εκείνο το βράδ..." η ψυχρή ματιά της Άννας του έκοψε την φόρα "μη Αντώνη, μη, το κάνεις πιο δύσκολο". Γύρισε το βλέμμα στο παράθυρο στο πλαι της και πρόσθεσε σιγανά "να ξέρεις οτι το κάνω για σένα, θέλω να γίνει καλά ο Μάρκος αλλά πηγαίνω μόνο και μόνο επειδή εσύ μου το ζήτησες". Αναστέναξε βαθιά "το εκτιμώ Άννα" της είπε πριν προσηλωθεί και πάλι στις σκέψεις του και στην οδήγηση.


Μπήκαν στο νοσοκομείο και η μυρωδιά αντισηπτικού την χτύπησε στην μύτη. Προχώρησαν βιαστικά προς τα ασανσερ και ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο. Ο Αντώνης περίμενε υπομονετικά, αμίλητος ρίχνοντας ανήσυχες ματιές στην Άννα που και που. Βγαίνοντας απο το ασανσέρ ένιωσε μεγάλη νευρικότητα, κάθε βήμα της την έφερνε πιο κοντά στον άνθρωπο που αγάπησε με όλο της το είναι και προσπάθησε να τον μισήσει στον ίδιο βαθμό χωρίς μεγάλη επιτυχία. Και ετοιμαζόταν να τον δει πληγωμένο... παρακαλούσε απο μέσα της να μην είναι τα πράγματα τόσο άσχημα όσο της είπε ο Αντώνης, ας ήταν ένα κόλπο για να την πάνε κοντά του, θα τους θύμωνε, αλλά τουλάχιστον θα ήταν καλά εκείνος... Προχώρησαν προς τις κλειστές πόρτες μα πριν απλώσει ο Αντώνης το χέρι για να τις ανοίξει το μάτι της Άννα διάβασε πάνω τους Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.). Τρέμουλο την έπιασε και πάλι στα πόδια, στάθηκε ακίνητη, ανίκανη να κάνει βήμα. Ο Αντώνης γύρισε, την κοίταξε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της "μη με αφήσεις μόνο μου τώρα Άννα... σε παρακαλώ" της είπε με την θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε με το χέρι του να την σφίγγει δίνοντάς της το κουράγιο που χρειαζόταν.

Continue Reading

You'll Also Like

14.6K 1.9K 29
Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς.
24.9K 2.8K 32
- Θα σου αλλάξω την ζωή, πίστεψέ με! είπε με απόλυτη σιγουριά. - Ναι. Κάπου εδώ πρέπει να σε ενημερώσω για το ότι δεν μου αρέσουν οι αλλαγές. Καθόλο...
6.8K 406 21
Μπορεί το παρελθόν να σου χτυπήσει ξανά την πόρτα και αν ναι είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο;
302K 15.6K 41
O Baris και η Ερατώ, δύο νεαροί εκπρόσωποι της πιο διάσημης Αρχιτεκτοκινής εταιρείας στην Ελλάδα, πρέπει να μετακομίσουν στην Τουρκία ώστε να εργαστο...