ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΣΙΡΟΚΟΣ

By love_effect

10.4K 1K 184

ΡΟΜΑΝΤΙΚO ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΠΟΧΗΣ. ...Τις λαγόνες του σάρωναν κύματα έξαψης στη σκέψη της και μόνο. Ο φαλλός του σκ... More

ΑΘΕΑΤΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ
ΚΕΦ 1
ΚΕΦ 2
ΚΕΦ 3
ΚΕΦ 4
ΚΕΦ 5
ΚΕΦ 6
ΚΕΦ 8Α
ΚΕΦ 8Β
ΚΕΦ 9
ΚΕΦ 10
ΚΕΦ 11
ΚΕΦ 12
ΚΕΦ 13
ΚΕΦ 14
ΚΕΦ 14Β
ΚΕΦ 14Γ
ΚΕΦ 15
ΚΕΦ 16
ΚΕΦ 17
ΚΕΦ 18
ΚΕΦ 19
ΚΕΦ 20
ΚΕΦ 21
ΚΕΦ 22
ΚΕΦ 23
ΚΕΦ 24
ΚΕΦ 25
ΚΕΦ 26
ΚΕΦ 27
ΚΕΦ 28
Σοφία - Βίκτορας // Αλεξάντερ - Μαντλίν

ΚΕΦ 7

312 31 9
By love_effect


Το απόγευμα ήταν ηλιόλουστο, ο Κρις βγήκε από την άμαξα των Κοχέιν και κατευθύνθηκε προς τις αποθήκες της εταιρίας μεταφορών Κέλεαρ. Ανέβηκε με ταχύτητα τη στριφογυριστή κόκκινη μεταλλική σκάλα και βρέθηκε στον πρώτο όροφο, στα γραφεία.

Πλήθος κόσμου πηγαινοερχόταν στον πολύβουο διάδρομο της εταιρίας για να παραλάβει ή να παραδώσει δέματα και να ενοικιάσει άμαξες.

Ο  λογιστής Λένι του έγνεψε από το βάθος της μακρόστενης αίθουσας και ο καπετάνιος κινήθηκε προς το μέρος του.

Είδε τη δεσποινίς Νουράνο να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Παρατήρησε πολλά ζευγάρια αντρικά μάτια να την κοιτούν λαίμαργα. Εκείνη φαινόταν ανυποψίαστη για το ενδιαφέρον που προκαλούσε καθώς προχωρούσε αργά, σχεδόν στα τυφλά, στην άκρη του διαδρόμου έχοντας αφοσιωθεί στο διάβασμα μιας επιστολής. Δεν αντιλήφθηκε ούτε τον βιαστικό αχθοφόρο με το καρότσι που πλησίαζε πίσω της. Τα κιβώτια ήταν πολλά για το μέγεθος του καροτσιού. Είχαν στοιβαχθεί πρόχειρα σε σχήμα πυραμίδας, ισορροπούσαν ανεπαίσθητα και μηδένιζαν το οπτικό πεδίο του νεαρού μεταφορέα.

Είχαν φτάσει αντικριστά, όταν το απότομο σταμάτημα του καροτσιού έκανε το μικρό αλλά βαρύ κιβώτιο της κορυφής να κυλήσει από τη θέση του. Το χέρι του Κρις τινάχτηκε σαν φίδι, τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από το μπράτσο της και την τράβηξε προς την πλευρά του, πάνω του.

Η Λίλιαν ύψωσε το κατάπληκτο και συνάμα απορημένο βλέμμα της στο δικό του. Ένα μόλις δευτερόλεπτο μετά ο θόρυβος από το κιβώτιο που έπεσε στο πάτωμα, κέρδισε την προσοχή της. Ο κόσμος συνέχισε να πηγαινοέρχεται απτόητος. Είδε τον αχθοφόρο να αφήνει το καρότσι του, απηυδισμένος, βλαστημώντας σιγανά, δίχως να έχει αντιληφθεί το ατύχημα που θα προκαλούσε. Να παίρνει το κουτί και να το τοποθετεί σε ένα κενό πιο χαμηλά στη στοίβα και μετά να συνεχίζει το δρόμο του.

Αυτή τη φορά τα μάτια της γεμάτα ευγνωμοσύνη αντάμωσαν ντροπαλά τα ανήσυχα δικά του.

- Ευχαριστώ, ψέλλισε.

Το χέρι του Κρις ελευθέρωσε το μπράτσο της.

- Δεσποινίς Νουράνο, είπε σιγανά.

Έκλινε το κεφάλι του ευγενικά, άγγιξε το τρίκοχο καπέλο του για να τη χαιρετήσει και συνέχισε να προχωρά προς τον Λένι. Τρία βήματα αργότερα το στόμα του μισάνοιξε απελευθερώνοντας την κρατημένη από ώρα ανάσα. Γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι του για να τη δει. Εκείνη έβγαινε από την κεντρική είσοδο δείχνοντας προβληματισμένη από την επιστολή που κρατούσε στα χέρια της.

Ο Λένι τον υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, ανασηκώνοντας τα στρογγυλά γυαλάκια του με τα πεταχτά ζυγωματικά του.

Η πόρτα έκλεισε βιαστικά απομονώνοντας το μικρό γραφείο από το θόρυβο και την αναστάτωση που επικρατούσε στον υπόλοιπο χώρο. Υπέγραψε τα δελτία αποστολών εμπορευμάτων στο Μέγαρο των Κοχέιν, καθώς πλήρωσε και για τις μεταφορές του εξοπλισμού που είχαν πραγματοποιηθεί στη σχολή ξιφασκίας του. Χαιρέτησε τον ηλικιωμένο άντρα και αποχώρισε. Κατέβηκε βιαστικά την σιδερένια ελικοειδή σκάλα και βημάτισε προς την άμαξα του.

Η άκρη του ματιού του συνέλαβε την εικόνα της. Το πορφυρό φόρεμα που φορούσε ανέμιζε στο δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι μαζί με τα λυτά μαλλιά της που έδειχναν πυρόξανθα κάτω από το φως του Ήλιου. Στεκόταν μπροστά από τον πινάκα ανακοινώσεων δρομολογίων των αμαξών του Κέλεαρ και διάβαζε. Την είδε να βγάζει ένα σημειωματάριο από την κρεμασμένη στον ώμο δερμάτινη τσάντα της και να σημειώνει.

Διέσχισε το δρόμο και βρέθηκε αθόρυβα πίσω της. Εκείνη δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του και συνέχισε να γράφει. Τα μάτια του κατηφόρισαν στο γραπτό κάνοντας μια στάση στο λαιμό της. Η έλλειψη του φουλαριού αποκάλυπτε ένα παλιό τραύμα. Μια μεγάλη βαθιά χαρακιά που ξεκινούσε από τον αυχένα της και έφτανε στο μπροστινό μέρος του λαιμού της. Ήλπιζε να ήταν ατύχημα γιατί η σκέψη και μόνο ότι κάποιος είχε προσπαθήσει να της κάνει κακό, τον εξόργιζε.

Τα μάτια του βυθίστηκαν πιο χαμηλά μέσα στο τετράγωνο λουλουδάτο ντεκολιτέ που πλαισίωνε τα δύο υπέροχα, λευκά ημισφαίρια του στήθους της. Άρωμα βανίλιας αναδυόταν από τον κόρφο της μαζί με ένα άρωμα λουλουδιών από τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της.
Ένα από τα χρυσαφένια τσουλούφια που ανέμιζαν, χάιδεψε το πρόσωπο του. Ένιωσε το σώμα του να σφίγγεται και το αίμα του να κυλά ορμητικό στις φλέβες του. Ο άμεσος ερεθισμός του κορμιού του προκάλεσε την αγανάκτησή του. Έχανε τον αυτοέλεγχο του; Η σκέψη τον έκανε να τραβηχτεί ελαφρά προς τα πίσω.

Τώρα τα μάτια του κοίταζαν το σημειωματάριο της. Έγραφε τα δρομολόγια των αμαξών για το Μπατσίρι, που θα πραγματοποιούνταν προς το τέλος του μήνα. Θα έφευγε; Αισθάνθηκε ένα τσίμπημα δυσαρέσκειας στα σωθικά του, μα δεν επέτρεψε στο μυαλό του να το αναλύσει.

Ψιθύρισε σιγανά στο αυτί της για να μην την τρομάξει, αλλά χωρίς να το πετύχει.

- Μπορείτε να ταξιδέψετε με τα καράβια μας για το Μπατσίρι. Είναι πιο άνετο, πιο ασφαλές το ταξίδι και διαρκεί λιγότερο.

Η Λίλιαν πετάχτηκε, βγάζοντας μια μικρή κραυγή και στράφηκε προς το μέρος της γνώριμης βαθιάς φωνής.

- Καπετάνιε... Θα το έχω υπόψιν μου.

Ο Λάντον τους πλησίασε και ακούμπησε δίπλα τους μια μεσαία σε μέγεθος παραγεμισμένη βαλίτσα.

- Δεσποινίς Λίλιαν είναι βαριά, θέλετε να σας βοηθήσω να τη μεταφέρετε στο σπίτι σας;

- Δεν θα χρειαστεί Λάντον. Θα εξυπηρετήσω εγώ τη δεσποινίς Νουράνο, παρενέβη ο Κρις καθώς σήκωνε με ευκολία τη βαριά βαλίτσα και μετακινούνταν προς την άμαξά του.

Η Λίλιαν ευχαρίστησε τον αποσβολωμένο Λάντον, συμμεριζόμενη το συναίσθημα του και ακολούθησε διστακτικά τον Κρις. Τα τρία λεπτά που κράτησε η διαδρομή με την άμαξα ήταν εκκωφαντικής ησυχίας. 

Ο Κρις κουβάλησε τη βαλίτσα μέχρι την εξώπορτα του διαμερίσματος της. Η Λίλιαν ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε. Ο Κρις βρέθηκε μπροστά σε ένα μικρό, πολυτελές διαμέρισμα. Το καθιστικό ήταν φωτεινό. Κρυστάλλινα βάζα γεμάτα λουλούδια σκόρπιζαν το άρωμα τους παντού. Αν και λιτή η διακόσμηση, τα έπιπλα που διέθετε ήταν χειροποίητα, κομψά και επώνυμα Ντουκέν σαν αυτά που είχαν στη Μεγάλη Βίλα. Στο βάθος η πόρτα του υπνοδωματίου ήταν ανοικτή. Εκεί δέσποζε ένα μεγάλο κρεβάτι καλυμμένο με βαθυκόκκινο και κρεμ μετάξι. Το μυστήριο της δεσποινίδος Νουράνο καλά κρατούσε.

Άφησε στο πάτωμα τη βαλίτσα της.

Ακούστηκε θόρυβος από το βάθος.

- Επιτέλους χρυσό μου γύρισες. Ετοίμασα τσάι να....

Η Λουσία προς στιγμήν παρίστανε το άγαλμα που κοίταζε την πόρτα.

...Κύριε Κοχέιν... Το δεξί φρύδι της σηκώθηκε ερωτηματικά μαζί με το πηγούνι της.

- Με βοήθησε με τη βαλίτσα, μουρμούρισε η Λίλιαν απολογητικά, ενώ φαντάστηκε το κεφάλι της Λουσίας να μεγεθύνεται από τα φανταστικά σενάρια του μυαλού της.

- Είναι βάσανο αυτές οι βαλίτσες... σχολίασε η Λουσία. Μήπως θα θέλατε να πιείτε ένα φλιτζάνι τσάι μαζί μας; Ρώτησε ευγενικά.

- Σας ευχαριστώ, πρέπει να φύγω, μια άλλη φορά.

Η Λουσία ακούμπησε το δίσκο με τα λευκά πορσελάνινα φλιτζάνια και την αχνιστή τσαγέρα στο στρογγυλό μαρμάρινο τραπέζι. Κάθισε στη μια καρέκλα γυρίζοντας την πλάτη της στο ζευγάρι, άνοιξε την βεντάλια της και άρχισε να αερίζεται.

Η Λίλιαν χάρισε ένα χαμόγελο στον Κρις.

- Ευχαριστώ για τη βοήθεια.

- Θα τα πούμε αύριο, τη συνηθισμένη ώρα δεσποινίς Νουράνο.

Τα μπλε μάτια του την κοίταζαν τόσο επίμονα και διεισδυτικά, που έκαναν τα δικά της να κατηφορίσουν στη βαλίτσα της.

... Δεσποινίς Λατίστα καλό απόγευμα.

Η Λουσία χαιρέτησε με το ελεύθερο χέρι της ενόσω αεριζόταν με τη βεντάλια της και χάζευε την κίνηση έξω από το παράθυρο. Με το κλικ του κλεισίματος της πόρτας, στριφογύρισε ανυπόμονα στην καρέκλα της. Το βλέμμα της έλαμπε σκανταλιάρικα. Κοίταξε με ύφος νικητή την Λίλιαν.

- Τελικά έχω δίκιο.

- Όχι δεν έχεις. Συναντηθήκαμε τυχαία στη μεταφορική του Κέλεαρ και προσφέρθηκε να με βοηθήσει.

- Δεν υπήρχε αχθοφόρος καλή μου;

- Είχε πολύ κίνηση, απάντησε δαγκώνοντας τα χείλη της.

- Ο Αλεξάντερ Κέλεαρ να έχει ξεμείνει από αχθοφόρους και αμαξάδες είναι τόσο παράδοξο όσο να στερέψει η θάλασσα από ψάρια.

Η Λίλιαν δεν απάντησε, άρχισε να σέρνει τη βαλίτσα μέχρι την κρεβατοκάμαρα της.

....Οπωσδήποτε προσφέρθηκε κάποιος βαστάζος, είπε με σιγουριά η Λουσία.

- Πάντα υπάρχει η πρώτη φορά για όλα. Ότι έγινε, έγινε.

- Όχι δα. Ένας Κοχέιν να εκτελεί χρέη αχθοφόρου; Δεν θα με πίστευαν όπου και να το πω. Σε θέλει Λίλιαν.

- Το «σε θέλω» στην εποχή μας έχει πολυδιάστατη έννοια.

- Εσείς οι νέοι τα κάνετε όλα πολύπλοκα. Φαίνεται το πώς, από τον τρόπο που σε κοιτάζει.

- Τα παραλές. Αχ είσαι πολύ ρομαντική Λουσία.

- Τα παραλέω; Ρομαντική; Καλή μου δεν είναι κάποιο γειτονόπουλο που μεγαλώσατε μαζί και σου έκανε μια εξυπηρέτηση. Είναι ένας Κοχέιν χρυσό μου,  είπε γλυκά.

- Συνεργαζόμαστε, ίσως με συμπαθεί και εγώ τον συμπαθώ...

Τα μάγουλα της ρόδισαν στη δήλωση της. Μετάνιωσε αμέσως που την ξεστόμισε. Τα χέρια της παραιτήθηκαν, εγκατέλειψαν τη βαριά βαλίτσα στο κέντρο του μικρού καθιστικού.
Μια κραυγή χαράς και θριάμβου ξέφυγε από το ορθάνοικτο στόμα της Λουσίας.

- Επιτέλους το παραδέχεσαι... ακόμα και εγώ όταν τον βλέπω κάτι σαλεύει μέσα μου.

Η Λίλιαν γέλασε.

- Λουσία ντροπή σου. Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Τι θα έλεγε ο Νικ άμα σε άκουγε;

- Ότι ξέρει ότι τον αγαπώ και χαίρεται που δεν τυφλώθηκα ακόμα.

- Λουσία θυμάσαι ότι θα φύγω; Σε λίγο καιρό επιστρέφω στην Αρζάνη.

- Είναι καπετάνιος χρυσό μου, οι αποστάσεις δεν αποτελούν πρόβλημα γι' αυτόν.

- Δεν θα το συζητήσω παραπάνω. Δεν υπάρχει κάτι να συζητήσω, είπε απηυδισμένη.

- Όπως αγαπάς, εγώ αν ήμουν στη θέση σου δεν θα άφηνα τέτοιο αρσενικό να μου ξεφύγει.

- Ας αλλάξουμε θέμα, σε παρακαλώ. 

Η Λίλιαν κάθισε δίπλα της και πήρε την τσαγιέρα για να σερβιριστεί.

- Εντάξει ας αλλάξουμε. Τελικά δεν μου είπες ποιός θα σε συνοδεύσει στην εκδήλωση;

Η Λίλιαν έκλεισε τα μάτια της και η απελπισία κυριάρχησε. Σκέφτηκε να πει ψέματα. Να πει πως δεν το έχει κανονίσει. Να πει πως δεν τη νοιάζει αλλά η Λουσία θα ανακάλυπτε σύντομα την αλήθεια από τον Νικ.

- Ο Κρις Κοχέιν, είπε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους της, μα με την καρδιά της να βροντοχτυπά στο στήθος της.

Η Λουσία κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη.

- Αχ και να ήμουν είκοσι χρόνια νεότερη, ψέλλισε.

---------------

Η Λίλιαν βρέθηκε μπροστά στην είσοδο της ναυτιλιακής εταιρείας που ήταν έρημη και αφύλακτη και κοίταξε τριγύρω. Της έκανε εντύπωση η μοναξιά του χώρου σε σχέση με άλλες στιγμές μέσα στη μέρα που έσφυζε από ζωή. Η νύχτα ήδη έριχνε τα πρώτα μαύρα πέπλα της και το πλήθος των επισκεπτών που κινούνταν στην αποβάθρα λιγόστευε.

Ο Σιρόκος ήταν ήδη δεμένος για δυο ώρες στο λιμάνι. Δυο ναύτες κουβαλούσαν βαριά, ξύλινα κιβώτια αγκομαχώντας, κατευθυνόμενοι στον παράδρομο δεξιά προς τις αποθήκες που βρίσκονταν στο πίσω μέρος.

Προχώρησε διστακτικά στο εσωτερικό του μακρόστενου κτίσματος. Τα κουβούκλια εισιτήριων ήταν έρημα, το ίδιο και η αίθουσα των αξιωματικών. Στάθηκε στον προθάλαμο των γραφείων των Κοχέιν. Η πόρτα του Νιλς ήταν ανοικτή. Εκείνος απουσίαζε.

Δύο άδεια ποτήρια βρισκόταν πάνω στο γραφείο του μαζί με μια γυάλινη καράφα που φιλοξενούσε δυο δάχτυλα ενός πορτοκαλόχρωμου ποτού. Η μυρωδιά του αρωματικού πούρου ήταν ακόμα αισθητή στο χώρο προδίδοντας την πρόσφατη παρουσία του. 

Έριξε το βλέμμα της στην πόρτα του Κρις. Ήταν η τρίτη φορά που επισκέπτονταν τον Κοχέιν νύχτα, κατ' εντολή του. Ήταν κλειστή και από μέσα ακούγονταν ομιλίες, αλλά σιγανά. Υπέθεσε πως εκείνος είχε κάποιο ραντεβού που ακόμα δεν είχε ολοκληρώσει. Κάθισε στο ξύλινο παγκάκι, έστρωσε τις φούστες της, έπιασε τα μαλλιά της σε έναν ατημέλητο κότσο και περίμενε.

Η συρόμενη πόρτα δεν ήταν ερμητικά κλειστή. Μια χαραμάδα ενός εκατοστού επέτρεπε στο εσωτερικό φως να δραπετεύει στον μισοσκότεινο προθάλαμο. Κοίταξε δεξιά της τον άδειο μακρόστενο διάδρομο. Η ησυχία που κυριαρχούσε στο χώρο την έκανε να ανατριχιάσει.
Ήταν λάθος της να έρχεται τέτοια ώρα, ακόμα και αν εκείνος το ζητούσε. Μόνο δυο υπογραφές είναι, είχε πει για να πείσει τον εαυτό της. Τι ψυχή έχουν δυο υπογραφές;

Ένα πονηρό γυναικείο γελάκι έκανε το κεφάλι της να στραφεί απότομα προς την πόρτα. Το γελάκι μετατράπηκε σε γάργαρο γέλιο που δυνάμωσε, ενώ ψιθυριστά γλυκόλογα έφτασαν μέχρι τα αυτιά της. Ξαφνιασμένη, σηκώθηκε από το παγκάκι, ξεκρέμασε τη δερμάτινη τσάντα από τον ώμο της και την άφησε στο πάτωμα. Έριξε μια τελευταία ματιά προς την έξοδο και πλησίασε τη δίφυλλη πόρτα. Κοίταξε από τη χαραμάδα.

Είδε μια νεαρή γυναίκα με πλούσια, μαύρα, μακριά μαλλιά, με πλατύ στόμα και λευκή επιδερμίδα να έχει πέσει μπρούμυτα πάνω στην άδεια επιφάνεια του γραφείου.

Τα γυμνά τροφαντά στήθη της πιέζονταν πάνω στο λείο ξύλο. Οι φαρδιές φούστες της ήταν σηκωμένες ψηλά και κάλυπταν την πλάτη της, αντίθετα τα στρογγυλά σφικτά οπίσθια της ήταν γυμνά, εκτεθειμένα και λικνίζονταν αισθησιακά. Το χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπό της, τα κλειστά μάτια και τα δυο χέρια της που έσφιγγαν με δύναμη τις άκρες του γραφείου, έδειχναν ότι ανέμενε κάτι δυνατό και απολαυστικό.

Δευτερόλεπτα αργότερα είδε τον Κρις να την πλησιάζει. Εκείνος φορούσε ακόμα τα ρούχα του. Το μαύρο παντελόνι του, τις ψηλές δερμάτινες μπότες του, το λευκό πουκάμισο του που ήταν μισάνοιχτο και είχε ανασηκώσει τα μανίκια του. 

Στάθηκε σε μικρή απόσταση από τη γυναίκα προφανώς για να περιεργαστεί τη γυμνωμένη σάρκα. Η φράντζα κάλυπτε μέρος του προσώπου του και η Λίλιαν δεν μπορούσε να διακρίνει τα μάτια του. Είδε τα χείλη του να εξαφανίζονται στιγμιαία από τη δυνατή πίεση μεταξύ τους. Τα ρουθούνια του να φουσκώνουν. Τους μύες του σαγονιού του να τεντώνονται.

Τα μεγάλα χέρια του άγγιξαν τα οπίσθια της και τα μάλαξαν κάμποσες φορές. Μετά τα μακριά δάχτυλα του αναζήτησαν τις ροδαλές ευαίσθητες πτυχές της ήβης της. Το επίμονο, ρυθμικό χάδι πάνω τους έκανε το χρώμα στα μάγουλα και στα σαρκώδη χείλη της γυναίκας να βαθύνει, την ανάσα της πιο γρήγορη πολλαπλασιάζοντας τις μικρές άναρθρες κραυγές της ηδονής της. Εκείνος ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Τον είδε να αγγίζει τον εαυτό του, να σέρνει την παλάμη του στο βαρύ μέλος του.

Η Λίλιαν τράβηξε το βλέμμα της, ανέπνεε δύσκολα λες και το οξυγόνο είχε εκλείψει από τον προθάλαμο. Κοίταξε ξανά προς το διάδρομο αλλά δεν υπήρχε ψύχη. Αισθανόταν παράξενα που κρυφοκοίταζε. Δεν έπρεπε να είναι εκεί. Θα έπρεπε να είχε φύγει αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την κατάσταση, μα ένιωθε τα πόδια της κολλημένα στο πάτωμα. Τελικά αποφάσισε ότι ήταν ξεδιάντροπη αφού επέτρεψε στο εαυτό της να ρίξει άλλη μία ματιά.

Τώρα εκείνος την κρατούσε γερά από τους γοφούς και τη σφυροκοπούσε άγρια. Είχε ρίξει το κεφάλι του πίσω και τα μάτια του ήταν κλειστά. Ο ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπο του. Τα μισάνοιχτα χείλη του απελευθέρωναν πνιχτά μουγκρητά με κάθε βίαιη εισχώρηση μέσα της. Οι φλέβες του λαιμού του είχαν φουσκώσει.

Η Λίλιαν δάγκωσε δυνατά τα χείλη της για να μη φωνάξει. Το θέαμα ήταν τόσο αισθησιακό και η μυρωδιά της ερωτικής πράξης έφτανε μέχρι τα ρουθούνια της. Το σώμα της ερεθίστηκε. Τα μαγουλά της φλογίστηκαν. Ένιωσε το στήθος της να βαραίνει, τις θηλές της να σκληραίνουν ραμφίζοντας το ύφασμα του φορέματος της και ένα σφίξιμο ανάμεσα στους μηρούς της.

Απομακρύνθηκε από την πόρτα πισοπατώντας αθόρυβα. Πήρε την τσάντα της και κατευθύνθηκε σχεδόν τρέχοντας προς την έξοδο. Ευτυχώς δε συνάντησε κανέναν.

Τώρα στεκόταν στο πεζοδρόμιο μπροστά από την κεντρική πύλη της ναυτιλιακής εταιρίας και κοίταζε προς τον άδειο σταθμό των αμαξών. Είχε βγάλει την βεντάλια της και αεριζόταν για να ηρεμίσει. Την κρατούσε τόσο σφικτά και την κουνούσε τόσο νευρικά που άκουσε τα ξύλινα πλαίσια να τσακίζουν.

Αχ Λουσία, πόσο άδικο έχεις, μονολόγησε, νιώθοντας μια απογοήτευση που την εξέπληξε. Είσαι αξιοθρήνητη και μόνο που έδωσες έμφαση στα λόγια μιας ρομαντικής ονειροπαρμένης, μάλωσε τον εαυτό της και μετά εισέπνευσε δυνατά γεμίζοντας τελείως τους πνεύμονες της με θαλασσινό αέρα.

Είδε τον Ρίκο Ντασίλβα να τρέχει προς το μέρος της. Ήταν ένα εντυπωσιακό θέαμα αφού ο υπερβολικά μεγαλόσωμος, γεροδεμένος άντρας είχε ένα τόσο ανάλαφρο τρέξιμο. Την πλησίασε με μια αγωνία να κυριαρχεί στα μάτια του που γυάλιζαν πυρετικά. Τα είπε όλα με μια ανάσα.

- Δεν σας πρόλαβα στο Σπουδαστήριο δεσποινίς. Ο κύριος Κοχέιν ζήτησε να σας ενημερώσω πως η σημερινή συνάντησή σας αναβάλλεται λόγω των ανειλημμένων υποχρεώσεων του. Θα σας δει απευθείας στην εκδήλωση. Μου επιτρέπετε να σας συνοδεύσω σπίτι σας; Είναι αργά.

Η Λίλιαν χαμογέλασε πλατιά στον ταραγμένο άντρα, που την κοίταζε διερευνητικά προσπαθώντας να διακρίνει αν την πρόλαβε εγκαίρως ή αν τα όμορφα μάτια της είχαν εκτεθεί στο ερωτικό όργιο του Κρις.

- Φυσικά, σας ευχαριστώ, απάντησε λιτά, αρνούμενη να διαφωτίσει την απορία του.

Ο Ντασίλβα πρότεινε τον αγκώνα του και εκείνη πέρασε την παλάμη της. Περπατώντας πήραν τον δρόμο της επιστροφής.


Continue Reading

You'll Also Like

139K 5.7K 29
Μπορει το μυαλο ενας ανθρώπου να τον οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα; Ποσο μαλλον αν αυτο το μυαλο ειναι ενός αθώου κοριτσιού που με βάση την νεα Πόλ...
10.3K 982 33
ΡΟΜΑΝΤΙΚO ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΠΟΧΗΣ. ...Αισθάνθηκε σαν να έφυγε όλος ο αέρας από το δωμάτιο. Επέμενε να ελέγξει την πιθανότητα εγκυμοσύνης της και επιπλέον η κ...
196K 9.9K 32
(καταρχήν, αν δεν είχες αυτή την έκρηξη θυμού σου, τότε θα άκουγες ότι αυτή η συμφωνία θα κρατήσει μόνο για έναν χρόνο) (ένας χρόνος; ένας χρόνος μαζ...
239K 8.5K 71
"Απλά δεν θέλω να βρίσκεσαι γύρω μου. Μείνε μακριά μου" με κοίταξε με ανέκφραστο βλέμμα και μου γύρισε την πλάτη, ενώ άρχισε να απομακρύνεται από το...