Δύο Πρόσωπα

By angry_bird24

32.6K 1.1K 82

Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. More

ΜΑΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΦΥΓΗ
ΜΑΡΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ
ΖΗΛΙΑ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 2
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΛΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΦΥΓΗ
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΦΙΛΙ
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ
ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΛΕΝΙΩ
ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ
Η ΚΟΥΡΣΑ
ΔΡΟΣΩ
Η ΔΙΚΗ - part 1
Η ΔΙΚΗ - part 2
H ΔΙΚΗ - part 3
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ
ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ

506 20 4
By angry_bird24

ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ

Η κυρά-Σουλτάνα άφησε το ξεσκονόπανο πίσω από την σόμπα, εκεί που συνήθιζε να το κρύβει όταν περίμενε επισκέψεις. <<ΣΗΚΩ ΜΩΡΗ, ΠΟΥ ΚΑΘΕΣΑΙ ΟΛΗ ΜΕΡΑ! ΑΧΑΜΠΑΡΗ!>> φώναξε στην κόρη της. τη Τζίνα, που έβαφε τα νύχια της με ένα περλέ μανό, έχοντας απλωμένα τα πόδια της στο τραπέζι. <<Τι θες ρε μάνα και ξεσηκώθηκες από το πρωί; Η Δρόσω θα έρθει>> είπε και συνέχισε να μασάει την τσίχλα της. <<Κάτι σε θέλει και θα έρθει! Είπε για μια δουλειά. Φρόντισε μωρή να μην δεχτείς ή να κάνεις τζιριτζάτζουλες, θα σε σκοτώσω! Πόσο ακόμα θα γυρνάς μες τα καμπαρέ; Μεγάλωσες Γιωργίτσα!>> έκανε νευρικά και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. <<Πρώτα θα ακούσω τι με θέλει κι έπειτα θα δούμε>>, <<Να ακούσεις, είπα εγώ να μην ακούσεις; Πες της μωρή να σου βρει κανένα γαμπρό με λεφτά, να σωθούμε. Κι ας είναι χούφταλο! Κέρατο θα του ρίχνεις έτσι κι αλλιώς αλλά να βάλουμε δυο δεκάρες στην άκρη>> έκανε παρακαλετά η Σουλτάνα κι η Τζίνα ξεφύσηξε αδιάφορα. Η πόρτα χτύπησε και η γυναίκα άνοιξε βιαστικά. <<ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΔΡΟΣΟΥΛΑ ΜΑΣ! Καλώς την κοκόνα μου! Πέρνα μέσα!>> έκανε γλυκά κι η κοπέλα άφησε ένα κουτί με πάστες στα χέρια της. <<Αμυγδάλου, που σου αρέσουν>>, <<Α ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ, ΘΑ ΜΕ ΠΑΧΥΝΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΟ! Κάτσε μάτια μου, να σου κάνω καφεδάκι. Μωρή, γιατί δεν μου έφερες το Λενιώ, να το χαρώ;>> ρώτησε εγκάρδια. <<Είχε σχολείο. Θα στη φέρω από βδομάδα>>, <<ΑΝΤΕ ΝΑ ΣΕ ΔΩ!>> πέταξε και έφυγε για την κουζίνα. Η Τζίνα φίλησε τη Δρόσω σταυρωτά και έτριψαν τα χέρια τους. <<Ελπίζω να μην είπες στη Λίτσα πως θα ερχόμουν>>, <<Για χαζή με έχεις; Μετράω τα λόγια μου. Τι με θες; Με έφαγε η μάνα μου>>, <<Για μια δουλειά σε θέλω που αν πάει καλά, θα βγάλεις ένα διαμερισματάκι, να βάλεις μέσα την έρμη την κυρά-Σουλτάνα για τα γεράματα της>> εξήγησε με νόημα η Δρόσω. Οι καφέδες σερβιρίστηκαν κι εκείνη ήπιε δυο γουλιές πριν τους εξηγήσει. <<Μερακλίδικο τον έκανες. Όπως μ' αρέσει>>, <<Πάρε και κουλουράκι. Εγώ τα έφτιαξα! Κι ύστερα μας λες τι χρειάζεσαι>> είπε η Σουλτάνα ανυπόμονα. Η Δρόσω ανακάθισε. <<Θέλω έναν έμπιστο άνθρωπο για μια δουλειά. Αν δεν δεχτεί η Τζίνα, θα το πω στη Λίτσα. Εκείνη σίγουρα θα δεχτεί, μα εσένα σε έχω για πιο ξύπνια και σε προτίμησα>> εξήγησε σοβαρά. <<Η Λίτσα, μάνα μου, δεν κάνει ούτε για να σου φέρει το νερό. Θα μπερδευτεί. Σε μας πες τι θες>> απάντησε η Σουλτάνα κι η Τζίνα της έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Χρειάζομαι κάποιον, να πάει να ζήσει για ένα διάστημα στο χωριό μου και να δουλέψει στο σπίτι των Σεβαστών, μέχρι να βεβαιωθώ πως η αδελφή μου είναι ασφαλής. Θα είναι τα μάτια μου και τα αυτιά μου εκεί μέσα. Κι ότι γίνεται, θα μου το λέει>>, <<Κάτσε μωρή, τι δουλειά θα κάνει εκεί μέσα;>>, <<Υπηρέτρια>> ξεκαθάρισε η Δρόσω κι η Τζίνα έβαλε τα γέλια. <<Εγώ; Υπηρέτρια σε σπίτι;>>, <<ΝΑΙ ΜΩΡΗ ΓΙΑΤΙ; ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΕΙΣ;>> ούρλιαξε η μάνα της, μα την αγνόησε. <<Τζίνα, θέλω να το σκεφτείς σοβαρά. Θα μείνεις εκεί μέχρι να βεβαιωθώ ότι όλα είναι εντάξει. Το πολύ, ένα χρόνο. Όχι παραπάνω, πιθανόν λιγότερο. Κι έπειτα θα γυρίσεις και με τα λεφτά που θα έχεις βγάλει, θα μπορέσετε να φύγετε από δω. Να πάρετε ένα διαμέρισμα σε κάποια καινούργια πολυκατοικία. Αν δεν θες...>>, <<ΤΙ ΛΕΣ ΒΡΕ ΚΟΚΟΝΑ ΜΟΥ; ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΗ ΘΕΛΕΙ; ΜΙΛΑ ΜΩΡΗ!>> έκανε η Σουλτάνα και έσπρωξε την κόρη της. <<Τι θες να κάνω εκεί;>> ρώτησε η Τζίνα. <<Τίποτα και τα πάντα. Θα βοηθάς στις δουλειές. Έμαθα ψάχνουν κοπέλα. Αν πεις το ναι, θα πάμε μαζί ως τη Λάρισα κι από κει θα πάρεις το λεωφορείο για το χωριό. Κι αν καταφέρεις να σώσεις αυτό που προβλέπω πως έρχεται, εγώ θα σε ανταμείψω. Τι λες Τζίνα; Μπορείς να αφήσεις τα καμπαρέ για λίγο;>> ρώτησε χαμογελώντας η Δρόσω. Η κοπέλα ήπιε μια γουλιά καφέ. <<Πότε φεύγουμε;>> ρώτησε κι η Σουλτάνα, την άρπαξε από το λαιμό και τη φίλησε. <<ΜΠΡΑΒΟ ΜΩΡΗ! ΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΣΚΕΦΤΗΚΕΣ ΣΩΣΤΑ! Α ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ, ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΣ!>> πέταξε χαρούμενα και την αγκάλιασε.

--------------------------------------------

<<ΞΕΧΑΣΕ ΤΟ! ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ; ΞΕΧΑΣΕ ΤΟ!>> ούρλιαξε ο Γιώργος, μα η Δρόσω τον κοίταξε αυστηρά και άναψε το πούρο της. <<Δεν υπάρχει άλλος τρόπος>>, <<Είσαι τρελή; ΕΧΕΙΣ ΤΡΕΛΑΘΕΙ; ΠΕΣ ΜΟΥ! Ετοιμάζουν αιματοκύλισμα κι εσύ θες να σηκωθείς να πας στο Διαφάνι;>>, <<Αν δεν πάω, ο γάμος δεν θα γίνει και απλά θα περιμένουν μέχρι να μπορέσω να είμαι εκεί. Αν πάω όμως, έχουμε το πάνω χέρι και θα είμαστε προετοιμασμένοι Γιώργο. ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ!>> έκανε νευρικά. Ο άντρας ξεφύσηξε. <<Θα πάρεις την Ελένη εκεί πέρα;>>, <<Φυσικά και όχι. Η Ελένη όμως, μπορεί με μία δικαιολογία να μείνει εδώ. ΕΓΩ ΟΧΙ! Γιώργο, βοήθησε με. Πρέπει να τους πιάσουμε. Πρέπει να μας βρουν μπροστά τους! Είναι η μόνη λύση να απαλλαγούμε από αυτούς. Δεν είμαστε μόνο εμείς το θέμα, είναι και το παιδί μας!! Η Μυρσίνη είναι ικανή για όλα. Θες να φοβόμαστε για την Ελένη; ΑΥΤΟ ΘΕΣ;>>. Ο άντρας της χαμογέλασε. <<Ποιος θα τολμήσει να πλησιάσει την Ελένη, Σία; Το παιδί προστατεύεται νύχτα μέρα>>, <<ΚΑΙ; Θα κοιτάμε πάντα πίσω μας; Στο σχολείο; Στις επισκέψεις που πάει; Καταλαβαίνεις ΠΟΣΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΕΙΝΑΙ; Ε;>>. Ο Γιώργος έκατσε στο γραφείο του κι έμεινε σκεπτικός. Η Δρόσω τον αγκάλιασε. <<Βοήθησε με, σε παρακαλώ. Στάσου δίπλα μου και δεν θα πάθω τίποτα. Σε παρακαλώ καλέ μου, πρέπει να με βοηθήσεις>>, <<Σία, αν πάθεις κάτι.... Δεν αντέχω να χάσω κι άλλον δικό μου. Αρκετές απώλειες είχα στη ζωή μου>> ψέλλισε ταραγμένα. Εκείνη του έπιασε το πρόσωπο με τα χέρια. <<Δεν θα πάθω τίποτα, καρδιά μου. Στο ορκίζομαι. ΤΙΠΟΤΑ δεν θα πάθω!>>.

Η Ελένη τινάχτηκε στον ύπνο της, τρέμοντας. Ήταν ιδρωμένη και ο το νυχτικό είχε κολλήσει στο κορμί της. Ανέπνεε βαριά και είχε ταχυπαλμία. <<Ελένη μου;>> έκανε ο Λάμπρος αγουροξυπνημένα και ανασηκώθηκε. <<Τι έπαθες μάτια μου; Όνειρο είδες;>> ρώτησε ταραγμένα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Κάτσε να σου φέρω λίγο νερό>> πέταξε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Βούλιαξε στα μαξιλάρια και προσπάθησε να επαναφέρει την ανάσα της. Ο άντρας ξάπλωσε δίπλα της. <<Τι είδες μάτια μου; Τον μικρό;>>. Άφησε το ποτήρι με το νερό στο κομοδίνο και του έγνεψε αρνητικά. <<Είδα εμένα νύφη και το νυφικό μου, γεμάτο αίματα. Δεν θυμάμαι πολλά. Φωνές, ουρλιαχτά...>>. Ο άντρας ξεφύσηξε. <<Άγχος έχεις και φοβάσαι. Έλα τώρα, όλα καλά θα πάνε. Τα κακά όνειρα είναι καλές ειδήσεις, έλεγε η γιαγιά μου. Να δεις που θα το γλεντήσουμε με την ψυχή μας>> έκανε κεφάτα. Η γυναίκα ξάπλωσε και του έτριψε το χέρι. <<Έχω ένα βάρος Λάμπρο. Λες και κάτι θα συμβεί>>, <<Τι λόγια είναι αυτά; Μη λες ανοησίες>> της απάντησε και άφησε ένα φιλί στη μύτη της. Χάιδεψε το μέτωπο της, που ήταν ιδρωμένο και κατέβασε τα χείλη του στο λαιμό της. <<Θα σε ηρεμήσω εγώ καρδιά μου. Ξέρω τον τρόπο>> της ψιθύρισε, μα η Ελένη τραβήχτηκε. <<Δεν έχω όρεξη. Δεν...>>. Της έγνεψε να σιωπήσει. Έσυρε το στόμα του στο στέρνο της και τράβηξε δειλά το νυχτικό της για να ελευθερώσει το στήθος της. Έκλεισε το στόμα του ολόγυρα του, πιπιλώντας το και στριφογυρίζοντας τη γλώσσα του, ρουφώντας το με δύναμη. Κατέβηκε πιο χαμηλά και χώρισε τα πόδια της, σηκώνοντας αργά το νυχτικό της. Τα χέρια του κατέβασαν το εσώρουχο της μέχρι τους αστραγάλους κι εκείνη καμπυλωσε το κορμί της, όταν ένιωσε την ανάσα του πάνω στο δέρμα της. Δαγκώθηκε αισθησιακά, καθώς ένιωσε την υγρασία του να την μουσκεύει. Σε κάθε του βύθισμα, κλαψουρισε αναστενάζοντας. Η γλώσσα του κινούνταν ανελέητα μέσα της, κάνοντας την να βογκάει βγάζοντας μικρούς ήχους και πνίγοντας κραυγές ηδονής. Τον γράπωσε από τα μαλλιά και ανασήκωσε τη μέση της καθώς το στόμα του την καταβρόχθιζε. Το κορμί της είχε ανατριχιάσει και τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω αισθησιακά  καθώς η γλώσσα του, τη μαστίγωνε με περισσότερη ένταση. Δαγκώθηκε για να μην ουρλιαξει, καθώς ελευθερωνόταν και ένα μουγκρητό ξέφυγε απ' το λαιμό της. Ο Λάμπρος ανέβασε ξανά το εσώρουχο της, που μούσκεψε μόλις ακούμπησε το δέρμα της. <<Είσαι καλύτερα;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. Ένα γελάκι ξέφυγε στα χείλη της. <<Σχεδόν το ξέχασα>>, <<Αυτό ήθελα>> απάντησε σοβαρά. Η Ελένη βολεύτηκε στο μαξιλάρι της και κόλλησε το σώμα της στο στέρνο του. <<Καμιά φορά σκέφτομαι... Πόσο τυχερή είμαι... Με αγγίζεις και καίγομαι ολόκληρη....>> ψέλλισε ντροπαλά κι εκείνος χαμογέλασε. <<Κι εγώ είμαι τυχερός που σε έχω. Απόλυτα δική μου. Καιγόμαστε μαζί, μάτια μου. Έτσι θα καιγόμαστε, μια ζωή>> είπε τρυφερά και έκλεισε τα μάτια του.

Ο Γιάννος έκατσε στον καναπέ, πλάι στο τζάκι και κούνησε το πόδια του νευρικά. Η Ελένη, που έκανε δουλειές, πέρασε τη σκούπα κάτω από τα πόδια του. <<ΑΦΟΥ ΕΙΠΕ ΘΑ ΡΘΕΙ!>> διαμαρτυρήθηκε. <<Τι να κάνουμε τώρα που αρρώστησε; Κι εγώ στεναχωρήθηκα! Μόλις γίνει καλά, θα την πάρει η θεία και θα έρθουν>> εξήγησε η γυναίκα και συνέχισε την καθαριότητα. <<Να σου πω, δεν πας έξω να παίξεις με την κούρσα σου; Τι μου στρογγυλοκάθισες εδώ κι έχω φασίνα;>>, <<Δεν θέλω!>> απάντησε μουτρωμένα το αγοράκι. Η Ελένη αναστέναξε κι έκατσε πλάι του. <<Τι είναι παιδί μου; Ωραία. Δεν θα έρθει η ξαδέλφη σου. Τι άλλο έχεις;>>, <<Γιατί να πάω να μείνω στον παππού;>>, <<Γιατί εδώ θα μείνω εγώ με τις θείες σου κι εσύ θα μείνεις με τον μπαμπά. Θα ντυθείς εκεί και θα σε φέρει ο θείος ο Φανούρης μετά από δω για να πάμε στην εκκλησία. Αντράκι μου, μεγάλο παιδί είσαι, γιατί δεν θες να καταλάβεις; Τα έθιμα θα τηρήσουμε>>, <<Λέει το έθιμο ότι εγώ και ο μπαμπάς πρέπει να φύγουμε;>>, <<Ο μπαμπάς ναι>>, <<ΚΙ ΕΓΩ;>>. Η Ελένη τον κοίταξε με απορία. <<Εεεε δεν λέει το έθιμο τι γίνεται σε περίπτωση που η νύφη έχει γιο αλλά εμείς έτσι θα το κάνουμε>>, <<Ναι αλλά ο μπαμπάς είπε πως μετά το γάμο, πάλι θα μείνω με την παππού. ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΡΘΩ ΣΠΙΤΙ;>>. Εκείνη ανακάθισε. <<Ναι... Απλά το ζευγάρι μετά το γάμο, πάει σπίτι μόνο του...>>, <<Γιατί;>> ρώτησε θυμωμένα. <<Γιατί... Γιατί... Γιατί είναι γρουσουζιά να πάει με άλλον>>, <<ΕΙΜΑΙ ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ;>>, <<Όχι αντράκι μου, γενικά είναι γρουσουζιά>> δικαιολογήθηκε η Ελένη, μα ο Γιάννος τύλιξε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του. Ο Λάμπρος μπήκε στο σπίτι και τους χαμογέλασε πλατιά. <<Τι κάνετε; Όλα καλά;>>. Εκείνη δαγκώθηκε και έκανε νόημα στον μικρό να μη μιλήσει, μα εκείνος την αγνόησε. <<Τι έχετε καλέ; Αγοράκι μου;>>, <<Μπαμπά, δεν θέλω να πάω στον παππού>>. Ο δάσκαλος τον πλησίασε κι γονάτισε μπροστά στον καναπέ. <<Γιάννο μου, εσύ ήσουν καλό και σεβαστικό παιδάκι. Γιατί τώρα φέρνεις σε όλα αντίρρηση; Σε χάλασε η επαρχία μου φαίνεται και τα χατίρια που σου κάνουν όλοι. Θα πάμε στον παππού, εσύ θα παίξεις λίγο με τη Θεοδοσία, εγώ θα πάω να πιω ένα τσιπουράκι για το καλό και αύριο θα πάμε στο γάμο, ήρεμα κι ωραία, χωρίς γκρίνιες. Ντάξει λεβέντη μου;>> έκανε σοβαρά ο άντρας. <<Η μαμά είπε πως θα μείνω και αύριο στον παππού γιατί είναι γρουσουζιά να μείνει με παρέα το ζευγάρι την πρώτη νύχτα του γάμου>> απάντησε μουτρωμένα. Ο Λάμπρος της έκλεισε το μάτι. <<Καλά λέει η μαμά. Η μαμά είναι σοφή, να την ακούς. Είναι πάρα πολύ μεγάλη γρουσουζιά. Δεν πας τώρα να παίξεις με την κούρσα σου;>>. Ο Γιάννος τον κοίταξε θυμωμένα. <<Τι ναι πάλι γιε μου;>>, <<Όποτε θέλετε να μιλήσετε, με στέλνετε να παίξω με την κούρσα!>>. Η Λενιώ άφησε τη σκούπα και του έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Ως εδώ, η γκρίνια! Είπα να μη μιλήσω, και μυαλό δεν βάζεις! Έτσι και γκρινιάξεις ξανά, δεν θα έρθεις στο γάμο. Σα πολύ αέρα δεν πήρες εδώ; Με στεναχώρησες μέρα που είναι...>> έκανε πικραμένα η Ελένη κι ο μικρός της πλησίασε. <<Συγνώμη μαμά, δεν θα γκρινιάξω ξανά>> είπε ντροπαλά κι εκείνη έσκυψε μπροστά του. <<Και θα πας στον παππού, χωρίς διαμαρτυρίες>>, <<Εντάξει>> απάντησε λυπημένα. <<Και δεν θα φας κανένα γλυκό αύριο, ούτε ψητά αλλά θα φέρω τα φασολάκια σου από το σπίτι>>, <<ΤΙ; ΟΧΙ!>> έκανε τρομοκρατημένα το αγοράκι. Η Ελένη τον αγκάλιασε. <<Σε πειράζω βρε! Είναι δυνατόν; Άντε να παίξεις τώρα>> έκανε τρυφερά και ο Γιάννος άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. <<Τι έπαθε  το αντράκι σου και γκρινιάζει;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα ο Λάμπρος, αφού έφυγε το παιδί και και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της. <<Του είπα πως δεν θα έρθει η ξαδέλφη του και θύμωσε>>, <<Κατάλαβα. Πως και τι, την περίμενε...>>, <<Δεν είναι μόνο αυτό. Βρε Λάμπρο, υπήρχε λόγος να μείνει κι αύριο το παιδί στον Μιλτιάδη;>>. Ο άντρας ακούμπησε τα χείλη του στο λαιμό της. <<Όλα τα έθιμα, τα τηρήσαμε, και θα αφήσουμε αυτό; Αύριο θα χαρώ τη γυναίκα μου, όπως πρέπει. Σαν να παντρευόμαστε πρώτη φορά>> της ψιθύρισε στο αυτί και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

Η Τζίνα στάθηκε στο δρομάκι πίσω από το αρχοντικό τον Σεβαστών και περίμενε καρτερικά, τυλιγμένη με το παλτό της. Ο κρύος αέρας την ενοχλούσε, μα δεν χρειάστηκε να καρτερά για πολύ ώρα, μιας και το αυτοκίνητο της Δρόσως, σταμάτησε πέντε λεπτά αργότερα. <<Αν μας δει κανά μάτι...>> πέταξε, μόλις άνοιξε το παράθυρο. <<Δεν θα μας δει. Τι έγινε;>> ρώτησε αυστηρά η γυναίκα. <<Τίποτα. Όλη μέρα την έχω από κοντά, δεν άκουσα κάτι άλλο. Μάλλον έχει αφήσει τα πάντα πάνω σε αυτόν τον Βόσκαρη. Μωρή, άγριος είναι αυτός. Σαν τον Λευτερή, θυμάσαι; Που δούλευε στο New York ένα πράγμα>> απάντησε κεφάτα η Τζίνα. <<Έχε την από κοντά συνέχεια κι ότι γίνει ειδοποίησε με. Πότε κατάλαβες πως θα χτυπήσουν;>>, <<Αύριο, στο γάμο>>, <<Ωραία. Εγώ για ασφάλεια, θα πάρω τις αδελφές μου και θα βγούμε στη Λάρισα απόψε κι όταν γυρίσουμε, θα φυλάει ένας στρατός το σπίτι. Αν είναι κανένας κρυμμένος, θα τον βρουν πριν πάμε. Πάρε κι εσύ αυτό...>> είπε και της έδωσε ένα όπλο το χέρι της. <<Τι να το κάνω καλέ το σιδερικό;>>, <<Για ασφάλεια. Δεν θέλω να πάθει κανένας δικός μου τίποτα. Θα είστε όλοι καλυμμένοι. Ντάξει Τζίνα;>>. Η κοπέλα έγνεψε θετικά. <<Όταν τελειώσουμε, θα σε ανταμείψω καλά. Έκανες ωραία δουλειά>>, <<Πρόσεχε Δροσούλα, δεν αστειεύονται αυτοί. Χειρότεροι από τα δικά μας τα ρεμάλια είναι. Εμάς τουλάχιστον, γυναικόπαιδα δεν πειράζουν. Μόνοι τους βγάζουν τα κουμπούρια>>, <<Εσύ πρόσεχε. Εγώ είμαι εντάξει>> της είπε, έκλεισε το παράθυρο και έφυγε.

Ο Γιάννος μπήκε τρέχοντας στο σπίτι του Μιλτιάδη και πήγε προς το μέρος της Θεοδοσίας, ενθουσιασμένος. <<ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ!>> του είπε κεφάτα η κοπέλα και τον αγκάλιασε. Έπειτα, στράφηκε στον Μιλτιάδη που τον σήκωσε στα χέρια του. <<Καλώς τον λεβέντη μου! Τον ξέχασες τον παππού μου φαίνεται>> παραπονέθηκε παιχνιδιάρικα. <<Όχι παππού! Δεν σε ξέχασα!>>. Ο άντρας τον φίλησε στο στέρνο. <<Παλικάρι μου, καλό. Λοιπόν, θα κάτσετε εδώ με τη Θεοδοσία και σου έχει κάνει η Βιολέτα, ένα παστίτσιο με μία κρέμα ΝΑ, που σ' αρέσει!>>. Ο Λάμπρος χαμογέλασε. <<Βρε πατέρα... Δεν είπα να μην κάνετε τίποτα;>>, <<Δουλειά σου! Και μετά... Για έλα δω...>>. Ο Μιλτιάδης έσκυψε στο αυτί του. <<Σου έχει φέρει ο παππούς από τη Λάρισα κάτι σοκολάτες, τρομερές>>, <<Εκείνες που έχουν μέσα και αμύγδαλο;>> ρώτησε ενθουσιασμένα το παιδί. <<Αυτές, τις εγγλέζικες. Θα στις δώσει η Θεοδοσία που της έχω πει μυστικά που τις έκρυψα>> έκανε συνωμοτικά και τον άφησε στα πόδια της κοπέλας. <<Θεοδοσία, θα παίξουμε με τα αυτοκινητάκια;>>, <<Ε βέβαια! Θα παίξουμε ότι θες>> του είπε και τον φίλησε στο μέτωπο. Ο δάσκαλος της έγνεψε ευγενικα. <<Δεν θα αργήσω>>, <<Να περάσετε καλά και μη νοιάζεσαι για μας. Θα φάμε, θα παίξουμε κι έπειτα ύπνο. Ε, Γιάννο μου;>>, <<Ναι αλλά πρώτα θα παίξουμε!>>, <<Γιάννο, φρόνιμος να είσαι και να ακούς τη Θεοδοσία. Εντάξει;>> έκανε αυστηρά ο Λάμπρος και το παιδί κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Μπαμπά, η μαμά...>>, <<Κι έλεγα, δεν θα ρωτήσει για τη μάνα του; Είπαμε, πήγε στη Λάρισα με τις θείες. Δεν το είπαμε;>>, <<Το είπαμε>>, <<Έτσι μπράβο. Άντε.. Καλά να περάσετε και μη φας πολλές σοκολάτες. ΟΛΑ ΤΑ ΑΚΟΥΩ!>> πέταξε δήθεν σοβαρά, μα όλοι γέλασαν.

Η Ελένη, η Ασημίνα και η Δρόσω τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, στο εστιατόριο Βόσπορος στη Λάρισα. <<Βρε αδελφή, και στο σπίτι καλά θα ήμασταν. Έπρεπε να μας κάνεις το τραπέζι εδώ;>> ρώτησε η Ελένη. <<Για αλλαγή. Πόσα βράδια θα είμαστε μαζί έξω; Πλέον έχουμε άντρες, παιδιά...>>, <<Αυτό μη το συζητάς. Κάτι μούτρα που έκανε ο μικρός για σημερα, άλλο πράγμα! Θα μείνει κι αύριο στου Μιλτιάδη μετά το γάμο και γκρίνιαζε όλο το πρωί. Κι αυτός ο Λάμπρος... Λες κι είμαστε τίποτα νιόπαντροι. Χαρά στο πράγμα, να παίρναμε το παιδί στο σπίτι...>> είπε νευρικά μα οι αδελφές της κοιτάχτηκαν και γέλασαν. <<Θα έχει σχέδια ο δάσκαλος που δεν θα μπορεί να είναι ο Γιάννος εκεί. Ξέρεις τώρα...>> σχολίασε η Δρόσω. <<Τι σχέδια βρε αδελφή... Το λες και με ύφος... Σάμπως τόσα χρόνια που έχουμε παιδί, δεν πλαγιάζαμε; Τι άλλαξε δηλαδή;>>. Η Ασημίνα ανακάθισε. <<Ε πως βρε Λενιώ... Πλαγιάζατε με ησυχια, με κλειδωμένες πόρτες, με προσοχή... Τώρα ο άντρας σου, θα έχει άλλα στο μυαλό του... Μπορεί να μην έχει υπολογίσει καν την κρεβατοκάμαρα...>>. Γέλσαν κι οι δυο, μα η Ελένη κοκκίνησε. <<Απαπα, σα δεν ντρέπεστε. Παντρεμένες γυναίκες, να λέτε τέτοια χωρατά... Ο Λάμπρος είναι σοβαρος>>, <<Χαρά στον σοβαρό. Όλοι στο κρεβάτι, ίδιοι είναι...>> πέταξε η Δρόσω και άναψε ένα πούρο. <<Καλά βρε Ελένη, εσύ τον Γιάννο τον έπιασες πάνω στον πρώτο μήνα που ήσασταν πάλι μαζί, τόσα χρόνια πώς και δεν ξαναέμεινες έγκυος;>> ρώτησε με περιέργεια η Ασημίνα. <<Προσέχαμε αδελφή. Δεν μου φτάνανε τα προβλήματα μας, θα έκανα και ένα λόχο κουτσούβελα στον Σεβαστό; Αρκούσε ο Γιάννος. Και τότε που έμεινα έγκυος στον μικρό, του επέμενα να προσέχουμε κι εκείνος πέρα βρέχει. Ε μετά του το ξέκοψα: ή προσέχεις ή το ξεχνάς το...>>. Έβαλαν και οι τρεις τα γέλια. <<Εσύ Δρόσω μου; Πώς και δεν έκανες κανένα παιδί στον Ραζή; >> ρώτησε ευγενικά η Ασημίνα. <<Δεν... Δεν ήταν τυχερό. Ίσως τώρα που μεγάλωσε η Ελενίτσα, να προσπαθήσουμε ξανά>> αρκέστηκε να απαντήσει λυπημένα και η αδελφή της ντράπηκε που την έφερε σε δύσκολη θέση. Η Ελένη σήκωσε το ποτήρι της. <<Απόψε, σας έχω δίπλα μου. Λες κι είναι όνειρο. Να γυρίσω στον τόπο μου, ελεύθερη, δίπλα στον άντρα μου, στο γιο μου και να έχω εσάς εδώ. Σας πίκρανα πολύ, μα δεν το ήθελα. Δεν ζητάω τη συγχώρεση σας. Μου αρκεί που είστε εδώ>> είπε συγκινημένα. Η Ασημίνα σήκωσε το ποτήρι της. <<Εγώ, σε έχω συγχωρέσει αδελφή μου. Καλά έκανες. Έσωσες τον εαυτό σου και το Γιάννο μας, που είναι η χαρά της ζωής και γέμισε κι εμένα με αγάπη, γιατί δεν με αξίωσε ο Θεός να κάνω παιδιά. Τώρα είσαι εδώ και όλα τα άλλα, ανήκουν στο παρελθόν. Η ώρα η καλή και μόνο ευτυχία πια στο δρόμο σου>>.

Η Μυρσίνη συνάντησε τον Βόσκαρη στον κήπο του σπιτιού της, πίσω από το φράκτη. <<Καλησπέρα>> της είπε σοβαρά. <<Καλησπέρα Μάνο. Τι νέα μου φέρνεις;>>, <<Άλλαξαν τα σχέδια. Αύριο στον γάμο θα είναι πολύ δύσκολο να χτυπήσουμε. Θα έρθει ο Ραζής και σίγουρα θα φέρει και τους σωματοφύλακες του. Η δουλειά θα γίνει απόψε>> εξήγησε ο Βόσκαρης. Η Μυρσίνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Ας είναι. Ας γίνει απόψε. Θέλω όμως και κάτι ακόμα...>>, <<Τι;>>, <<Θέλω τον μικρό>>. Ο άντρας την κοίταξε με περιέργεια. <<Τον μικρό; Τον γιο της Σταμίρη; Τι τον θέλετε;>>, <<Για ασφάλεια>>. Εκείνος δαγκώθηκε νευρικά. <<Εγώ παιδιά δεν πειράζω. Τη μάνα του, να στη φέρω κρεμασμένη σε τσιγκέλι. Αυτόν όχι>>, <<Δεν σου είπα να τον πειράξεις. Να μου τον φέρεις σου είπα. Κι άσε τα υπόλοιπα σε μένα>>, <<Κυρία Σεβαστού, με όλο το θάρρος, αφήστε το παιδί>>. Η Μυρσίνη του έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Μάνο, σου είπα κάτι. Αν δεν το κάνεις εσύ, θα βρω άλλον να μου τον φέρει>>. Ο άντρας έγνεψε θετικά. <<Καλώς. Θα στείλω να τον φέρουν. Δεν θα είναι και δύσκολο. Μένει με τον πατέρα του, στον κουνιάδο σας>>, <<Ωραία. Θα περιμένω>> πέταξε εκείνη και έφυγε από κοντά του. Η Τζίνα που τους άκουγε, κρυμμένη πίσω από τους θάμνους, όπλισε το περίστροφο που είχε στην ζώνη της κι άρχισε να τρέχει μες τη νύχτα.

Η Ελένη με την Ασημίνα, γελούσαν χαρούμενες, στο πίσω κάθισμα της κούρσας που οδηγούσε ο σοφέρ της Δρόσως. Εκείνη καθόταν μπροστά, μαζί του. Μια περίεργη αίσθηση, την είχε κατακλείσει. Κοίτουσε έξω από το παράθυρο, λες και περίμενε κάτι να συμβεί. <<Απαπά. Δεν τα φοράω, είναι πολύ τολμηρά>> είπε χαμηλόφωνα η Ελένη στην Ασημίνα, αναφερόμενη σε κάποια εσώρουχα που της έφερε η αδελφή της από την Αθήνα για την πρώτη νύχτα του γάμου. <<ΓΙΑΤΙ;>>, <<Είσαι με τα καλά σου; Σου θυμίζω πως τον έχω παντρευτεί ήδη μία φορά...>>, <<...έγκυος στον 7ο μήνα>>, <<...και είμαι μάνα!>>, <<Γι' αυτό ο Λάμπρος έδιωξε τον μικρό για να μην είσαι μάνα για ένα βράδυ. Αμάν βρε Λενιώ. Καλέ, θα του αρέσουν. Άκου με κι εμένα... Χρειάζονται αυτά στο ζευγάρι. Ανανεώνεται!>> της είπε συνωμοτικά. <<Τα άλλα ζευγάρια, εμείς δεν έχουμε τέτοια προβλήματα>>, <<Βρε βάλτα εκεί να χαρεί ο  δάσκαλος!>>, <<ΑΣΗΜΙΝΑ!>> τη μάλωσε η Ελένη και κοκκίνισε με μιας. Ο Τάκης, που οδηγούσε την κούρσα, έσκυψε στο αυτί της Δρόσως. <<Κυρία Σία, κάτι δεν παει καλά. Νομίζω μας παρακολουθούν>>, <<Ο Νίκος με τον Σάκη έρχονται από πίσω;>>, <<Ναι, τους βλέπω από τον καθρέφτη>>, <<Κάντους σήμα με τα φώτα και άνοιξε ταχύτητα. Πρέπει να φτάσουμε σπίτι. Εκεί δεν περνάει κουνούπι>>. Ο Τάκης έγνεψε θετικά και πάτησε το γκάζι. Λίγα μέτρα παρακάτω, μια σφαίρα βρήκε το μπροστινό λάστιχο του αυτοκινήτου και σταμάτησε απότομα. Η Ασημίνα και η Ελένη, ούρλιαξαν. <<Τι ήταν αυτό;>> ρώτησε η κοπέλα πανικόβλητη και η Λενιώ της έπιασε το χέρι. Η Δρόσω έβγαλε το όπλο από την τσάντα της κι ο Τάκης έκανε το ίδιο. <<ΔΡΟΣΩ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;>> φώναξε η Ελένη. Το αμάξι που οδηγούσε ο Νίκος και ο Σάκης στάματησε απότομα πίσω τους και βγήκαν, με τα χέρια στις σκανδάλες. <<ΕΚΕΙ!>> φώναξε ο Νίκος, βλέποντας κάποιον μέσα στις φυλλωσιές και άρχισαν να πυροβολούν ταυτόχρονα. Ένας άντρας έπεσε χτυπημένος και τότε άρχισαν να δέχονται σφαίρες κατά ριπάς, μέσα από το δάσος. Όλοι έσκυψαν. <<Τάκη... ΤΩΡΑ!>> φώναξε η Δρόσω και ο άντρας, έβγαλε μια χειροβομβίδα, βγήκε από το αυτοκίνητο, την τράβηξε και την πέταξε προς το μέρος τους. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε. <<ΤΡΕΞΤΕ!>> ούρλιαξε η Δρόσω, βγήκαν και οι τρεις από το αμάξι και ξεχύθηκαν στο δάσος απ' την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Βόσκαρης έγνεψε στους άντρες τους. <<Πιάστε τις άλλες! Τη Σταμίρη αφήστε τη σε μένα!>> διέταξε και άρχισε να τρέχει πίσω της.

Ο Γιάννος ανασηκώθηκε και κοίταξε τη Θεοδοσία που ήταν γονατιστή, στην άλλη πλευρά του σαλονιού, απέναντι του. <<ΕΤΟΙΜΗ;>> της φώναξε. <<Ναι>>, <<Μην αστοχήσεις!>>, <<Παιδιά είμαστε;>>. Έσπρωξε με φόρα, ένα μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι, εκείνη έκανε το ίδιο και τα δυο οχήματα συγκρούστηκαν στη μέση της διαδρομής δυνατά. <<ΝΑΙ!>> έκανε ενθουσιασμένα ο Γιάννος. <<Αν μεγαλώσεις και οδηγήσεις κούρσα, δεν θα σε αφήνω να με πας βόλτα. Φοβάμαι. Σ' αρέσουν τα στουκαρίσματα>> τον πείραξε η κοπέλα κι εκείνος της γέλασε. <<Οδηγάω πολύ καλά και την κούρσα μου και το ποδήλατο! Χωρίς τις μικρές ρόδες!>> διαμαρτυρήθηκε το παιδί. Εκείνη τον πλησίασε. <<Μήπως πρέπει να πας για ύπνο;>>, <<ΕΛΑ! Λίγο ακόμα!>>, <<Βρε συ, έχεις γάμο αύριο κι είσαι παραγαμπράκι! Πώς θα πας;>>, <<Θα ξυπνήσω!>> απάντησε με σιγουριά. Η Θεοδοσία τον σήκωσε στην αγκαλιά της. <<Είναι αργά. Θα γυρίσει ο παππούς και θα φωνάζει. Έλα να πάμε μέσα. Θες ένα γάλα;>>, <<Μήπως να φάμε ακόμα μία σοκολάτα;>>, <<Μήπως είσαι πολύ πονηρός;>> του απάντησε, γαργαλώντας του την κοιλιά. Τον πήγε στο παλιό δωμάτιο του θείου του και τον άφησε στο κρεβάτι. <<Θεοδοσία, άμα μεγαλώσω, θα με παντρευτείς;>>. Εκείνη χαμογέλασε. <<Δεν θα είμαι πολύ μεγάλη για σένα;>>, <<Δεν με πειράζει!>> της δήλωσε αποφασιστικά κι η κοπέλα άφησε ένα φιλί στο κεφάλι του. <<Με τιμά η πρόταση σου. Ε ως να μεγαλώσεις, θα το σκεφτώ>>, <<Εντάξει>>, <<Άντε. Καληνύχτα>> της είπε παιχνιδιάρικα κι εκείνη βγήκε από την κάμαρη και πήγε προς το σαλόνι. Ο Λάμπρος μπήκε στο σπίτι και η γυναίκα στάθηκε αμήχανα μπροστά του. <<Ήρθες κι όλας;>>, <<Τον είχα έννοια. Γκρίνιαξε; Ζήταγε την Ελένη;>> τη ρώτησε αγχωμένα, μα η κοπέλα έγνεψε αρνητικά. <<Ντάξει ήταν. Παίξαμε, φάγαμε... Τώρα τον έβαλα για ύπνο. Συμπάθα με που μας πήρε η νύχτα...>> απάντησε ευγενικά. Εκείνος της έπιασε το χέρι. <<Μη μου ζητάς συγνώμη. Εγώ θα έπρεπε να σου ζητήσω>>, <<Εσύ γιατί;>> έκανε με περιέργεια. Έκατσαν στην τραπεζαρία κι ο δάσκαλος φίλησε απαλά το χέρι της. <<Για όλα. Σε έφερα νύφη σε αυτό το χωριό, σε απάτησα, έφυγα μακριά... Κι εσύ; Κάθεσαι και προσέχεις τον γιο μου. Τον γιο που έκανα ενώ δεν είχε βγει ακόμα το διαζύγιο μας. Είσαι πολύ καλός άνθρωπος Θεοδοσία. Δεν σου φέρθηκα σωστά. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για σένα>>. Η κοπέλα τράβηξε το χέρι της ήρεμα. <<Έκανε πολλά ο πατέρας σου Λάμπρο κι έκλεισε τους λογαριασμούς μας, για χάρη σου. Μου στάθηκε, καλύτερα κι από τη μάνα μου. Με κράτησε στο σπίτι του και με στήριξε περισσότερο από τον καθένα. Μόνο η χαρά που έκανε όταν επιστρέψατε πίσω, όταν είδε πως έχει έναν εγγονό που το ονειρευόταν μια ζωή... Αυτή η χαρά του, γέμισε και την δική μου καρδιά>> εξήγησε τρυφερά η Θεοδοσία. Άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της και της έγνεψε ευχαριστώντας την. <<Θέλω να φτιάξεις τη ζωή σου>>, <<Δεν είναι εύκολο... Δεν θέλω να το κάνω επειδή πρέπει, μα επειδή θα έρθει στη ζωή μου ένας άνθρωπος και θα τον αγαπήσω>>, <<Αυτό να κάνεις τότε>> έκανε ντροπαλά και σηκώθηκε να πάει προς το δωμάτιο. Η πόρτα χτύπησε δυνατά και ο Λάμπρος αναπήδησε. Άνοιξε βιαστικά και είδε μπροστά στα μάτια του την Τζίνα. <<Δάσκαλε! Δόξα τω Θεώ!>> πέταξε η κοπέλα λαχανιασμένα. <<Ποια είστε; Τι θέλετε εδώ;>>, <<Τζίνα με λένε, δουλεύω στους Σεβαστούς. Έχουν στείλει άντρες να σκοτώσουν τη γυναίκα σας κι έρχονται κι εδώ να πάρουν τον μικρό>>, <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>> ούρλιαξε ο Λάμπρος. <<Είμαι φίλη της Δρόσως, εκείνη με έβαλε στο σπίτι των Σεβαστών!>>. Έβγαλε το όπλο από τη ζώνη της κι ο δάσκαλος έκανε ένα βήμα πίσω. <<Πάω να ξυπνήσω τον Γιάννο και...>> έκανε σε πανικό. <<ΟΧΙ!>> φώναξε η Θεοδοσία. <<Τράβα στην Ελένη. Θα πάρω τον Γιάννο και θα κλειδωθούμε στο υπόγειο. Θα έρθουν, δεν μας θας βρουν και θα ψάξουν αλλού!>> του πρότεινε κι εκείνος έγνεψε θετικά. Πήγε στο μπουφέ και άνοιξε το τρίτο συρτάρι. Εκεί μέσα, βαθιά, υπήρχε ένα όπλο. <<Θα μείνω μαζί σας, έχω πιστόλι και ξέρω από αυτά. Στη Τρούμπα δούλευα!>> τους δήλωσε η Τζίνα. Ο Λάμπρος έπιασε τη Θεοδοσία από τους ώμους. <<Να προσέχετε! Μη βγείτε αν δεν έρθω. Τον Γιάννο και τα μάτια σου, Θεοδοσία>> της είπε και βγήκε από το σπίτι τρέχοντας.

Η Ελένη έτρεχε πανικόβλητη στο δάσος, κοιτάζοντας κάθε τόσο πίσω της. Ο Βόσκαρης την πλησίαζε. <<ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΤΡΕΧΕΙΣ ΣΤΑΜΙΡΗ, ΘΑ ΣΕ ΠΙΑΣΩ! ΠΟΡΝΗ! ΦΟΝΙΣΣΑ!>> ούρλιαξε, κρατώντας ένα μαχαίρι στο χέρι του. Η κοπέλα έτρεμε. Οι δυνάμεις τις, την εγκατέλειπαν. Ανάσαινε βαριά και τα πόδια της, είχαν μουδιάσει. Γύρισε μια τελευταία φορά προς τα πίσω και τον είδε να πλησιάζει. Δεν πρόλαβε να αναπτύξει κι άλλο την ταχύτητα στο τρέξιμο της και σκόνταψε σε μία πέτρα, που την έριξε κατάχαμα. Ο άντρας βρέθηκε κοντά της μέσα σε δευτερόλεπτα και σκέπασε το κορμί του με το δικό της, πιάνοντας τα χέρια της με δύναμη. Εκείνη ούρλιαξε. <<Νόμιζες θα μου ξεφύγεις, σκρόφα. Τώρα, θα τα πούμε. Ότι δεν πρόλαβε να σου κάνει ο Σέργιος, θα στα κάνω εγώ καριόλα!>> της είπε απειλητικά και άνοιξε τη ζώνη του παντελονιού του. <<ΑΣΕ ΜΕ!>> ούρλιαξε εκείνη και παρακαλούσε για βοήθεια, μα οι φωνές της δεν είχαν αποδέκτη. Ο Βόσκαρης πέρασε το χέρι του μέσα από το εσώρουχο της και το τράβηξε με δύναμη. Η Ελένη έκλεισε τα μάτια της. Ήταν πιο δυνατός από εκείνη. Οι δυνάμεις της δεν ήταν αρκετές. Έτρεμε ολόκληρη και κουνούσε τα πόδια της, προσπαθώντας να τον απωθήσει. Ήταν μάταιο. Λίγο πριν τον νιώσει μέσα της, κάποιος έσπρωξε άγαρμπα τον διοικητή από πάνω της και τους χώρισε. Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της. <<ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ ΑΛΗΤΗ;>> φώναξε ο Λάμπρος και του έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο. Έβαλε το χέρι του στη ζώνη, για να πιάσει το όπλο που κουβαλούσε μαζί, μα ο Βόσκαρης ήταν πιο γρήγορος. Το έβγαλε και το πέταξε μακριά. Γύρισε απότομα το σώμα του δασκάλου και το ακινητοποίησε με το δικό του. Ήταν πιο μεγαλόσωμος και δυνατός. <<Τέτοιες πουτάνες σαν τη γυναίκα σου, δάσκαλε, θα έπρεπε να της κανονίζουν δέκα τη μέρα για να στρώσουν>>. Ο Λάμπρος τον έσφιξε με όλη του τη δύναμη και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ο Βόσκαρης έπιασε το μαχαίρι που είχε πέσει δίπλα τους από πριν και του το κάρφωσε στο πλευρό. Η κραυγή του άντρα σκεπάστηκε με εκείνη της Ελένης που πετάχτηκε όρθια. Ο Βόσκαρης χαλάρωσε τις γροθιές του. Ο δάσκαλος πια δεν είχε δύναμη. Τον άφησε και γράπωσε το πόδι της Ελένης που σωριάστηκε στο πάτωμα. <<Κάτσε να με δεις τώρα να την κανονίζω εδώ, μπροστά σου. Να πάρεις και κανά μάθημα πως πηδάνε τέτοιες γκόμενες που σηκώνουν χέρι σε άντρες>> του είπε ειρωνικά και βολέύτηκε ανάμεσα στα πόδια της ξανά. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, μια σφαίρα ακούστηκε στον αέρα και μετά σιωπή.

Continue Reading

You'll Also Like

78.8K 458 25
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
1M 54K 91
"Μπ-μπορείς να με αφήσεις;" τραυλιζω "Μα μωρό μου, και οι δύο ξέρουμε πως δεν θες να σε αφήσω"λέει και ενώνει τα χείλη μας. Απόσπασμα από Part 40 __ ...
1.6K 101 9
Μάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της...
940K 70.6K 56
-Ρε γαμωτο ακουσε με ... -Δεν εχω να ακουσω τιποτα! ..ειπες ή δεν ειπες ψεματα; -Ειπα αλλα δεν το ειπα για κακο.. -Μπορεις να φυγεις μακρυα μου ;.. ...