ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

600 22 0
                                    

Έμπλεξαν τα δάχτυλα τους κι εκείνη, ανασηκώθηκε από το στέρνο του για να τον κοιτάζει στα μάτια. <<Ο μικρός, δεν θέλει να γυρίσουμε στην Αθήνα>> του είπε ήρεμα. <<Εσύ; Θες;>> τη ρώτησε, ακουμπώντας το δάχτυλο του κατά μήκος του προσώπου της. <<Όχι... Αλλά φοβάμαι... Είσαι βέβαιος πως η Μυρσίνη δεν θα ζητήσει εκδίκηση;>>, <<Δεν ξέρω... Ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε να πάμε κάπου πιο κοντά. Στη Λάρισα ίσως; Στο Βόλο; Να είμαστε μεν κοντά στο χωριό αλλά όχι δίπλα τους. Αν και...>> πήγε να πει, μα σταμάτησε. <<Αν και τι;>>, <<Αν θέλουν να μας κάνουν κακό, θα μας βρουν παντού κι ίσως είναι καλύτερα να μην απομακρυνθούμε από τους δικούς μας ανθρώπους και την προστασία τους. Εκτός αν γυρίσουμε στην Αθήνα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων>>. Η γυναίκα αναστέναξε. <<Δεν μπορώ να του το κάνω αυτό. Τόσα χρόνια έζησε δίπλα μας, μέσα στη μοναξιά. Εδώ βρήκε μια οικογένεια που τον λατρεύει. Πώς θα τον γυρίσουμε στα παλιά;>>, <<Θέλει συζήτηση το θέμα κι απόψε, είναι η πρώτη μας βραδιά. Είμαστε σπίτι μας.Δεν θέλω να βασανιζόμαστε με τέτοιες σκέψεις>> την έφερε απαλά πάνω του και άγγιξε τη πλάτη της. <<Ακόμα δεν νυστάζεις;>> ρώτησε πονηρά. <<Ακόμα...>>. Ξάπλωσε απαλά, κολλώντας το στέρνο του, στην πλάτη της και άφησε μικρά υγρά φιλιά στο σβέρκο της. <<Νομίζω πως δεν...>>. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση και η πόρτα της κρεβατοκάμαρας χτύπησε. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Τι έπαθε τώρα...>> αναρωτήθηκε νευρικά και σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι να ντυθεί. <<Σε παρακαλώ, μην τον αποπάρεις>> έκανε η Ελένη, μιλώντας σιγανά. Η πόρτα ξαναχτύπησε. <<Ωχ Θέε μου...>>. Ο δάσκαλος βγήκε από το δωμάτιο και βρήκε τον Γιάννο να τον κοιτάζει μουτρωμένα. <<Γιατί δεν κοιμάσαι παιδί μου; Είναι αργά>>, <<Μπαμπά, είδα εφιάλτη>>. Εκείνος τον σήκωσε στην αγκαλιά του. <<Τι εφιάλτη;>>, <<Ότι η μαμά έφυγε πάλι>>, <<Η μαμά κοιμάται και θα την ξυπνήσεις. Έλα να σε πάω στο κρεβάτι σου>>. Ο μικρός τον κοίταξε με περιέργεια. <<Γιατί ήταν κλειδωμένα;>>, <<Γιατί... Γιατί η μαμά κλείδωσε όταν μπήκε για να ντυθεί και ξέχασε να ξεκλειδώσει. Είναι πολλή κουρασμένη αγόρι μου. Έλα, πάμε για ύπνο>>. Ο Γιάννος του έσφιξε τον λαιμό. <<Θέλω να τη δω>>, <<Ωχ βρε Γιάννο...>>, <<Έφυγε;>>. Η Ελένη βγήκε από το δωμάτιο. <<Να, ορίστε! Την ξύπνησες!>> τον μάλωσε ο Λάμπρος. Άπλωσε τα χέρια του και η γυναίκα τον πήρε στην αγκαλιά της. <<Τι έπαθες αντράκι μου;>>, <<Μαμά είδα εφιάλτη>>, <<Για πάμε στην κάμαρη σου να μου πεις τι είδες>>, <<Μαμά... Να κοιμηθώ μαζί σας;>> έκανε δειλά. Ο δάσκαλος ξεφύσηξε. <<Όχι. Έχεις δωμάτιο!>>. Το παιδί αγκάλιασε πιο σφιχτά την Ελένη. Εκείνη τον φίλησε απαλά. <<Μαμά, σε παρακαλώ...>>, <<Μόνο για απόψε. Δεν θα ξαναγίνει. Δεν πρόκειται να φύγω και το ξέρεις. Εντάξει αγάπη μου;>>, <<Εντάξει>> δέχτηκε χαμογελώντας. Μπήκαν στο δωμάτιο κι ο δάσκαλος τον κοίταξε αυστηρά. <<Τελευταία φορά που γίνεται αυτό, χαριστικά για σήμερα. Γιάννο, συνεννοηθήκαμε;>>. Ο μικρός τον κοίταξε πονηρά. <<Γιατί; Θες να φιλάς τη μαμά;>>, <<Γιατί ο καθένας έχει την κάμαρη του. Εγώ ήρθα στη δική σου; Δεν ήρθα!>>. Ξάπλωσε στην αγκαλιά της Ελένης που τον έσφιξε πάνω στο στέρνο της. <<Μαμά;>>, <<Τι ναι Γιάννο μου;>>, <<Σου λείψαμε πολύ;>>, <<Πάρα πολύ αντράκι μου. Πάρα πολύ>>.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now