ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ

440 19 0
                                    

Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὁ τὸν θάνατον καταπατήσας, τὸν δὲ διάβολον καταργήσας καὶ ζωὴν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος· αὐτός, Κύριε, ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου δούλου σου, ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Πᾶν ἁμάρτημα τὸ παρ᾿ αὐτοῦ πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρησον· ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις· ἡ δικαιοσύνη σου, δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος σου ἀλήθεια.

Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Σκοτεινός. Το Διαφάνι βάφτηκε στα μαύρα και ο κόσμος του γέμισε για ακόμα μία φορά το νεκροταφείο ασφυκτικά. Κανείς δεν μοιρολογουσε. Ο πόνος ήταν βουβός. Ίσως γιατί κανείς δεν πίστευε την τραγωδία που τους ξημέρωσε, εκείνη η παγωμένη Κυριακή ενός γάμου που δεν έγινε ποτέ. Η Ελένη κρατήθηκε σφιχτά από το χέρι του πιστού της επιστάτη και έγειρε στον ώμο του. <<Κάνε κουράγιο κυρά μου>> της ψιθύρισε ο άντρας. <<Πόσο ακόμα Φανούρη μου; Πόσα άσχημα να αντέξουμε ακόμα;>> του απάντησε μουδιασμένα. <<Για τον μικρό, κυρά μου. Δεν πέρασε λίγα>>, <<Πόσες τύψεις έχω για τον γιο μου; Δεν του αξίζει μια μάνα σαν εμένα. Για ακόμα μία φορά, η ζωή του βρέθηκε σε κίνδυνο>> τραύλισε λυπημένα. <<Μη λες τέτοια. Τον  λατρεύεις το γιο σου. Να σου πω... Ρωτά για τον πατέρα του;>>, <<Δεν κάνει και τίποτε άλλο. Μόνο για κείνον ρωτά...>> πέταξε και έκανε τον σταυρό της. <<Τώρα πού είναι; Πού τον άφησες;>>, <<Τον κρατά η κόρη της Παγώνας, η Σοφούλα, μαζί με την Κατερίνα και τον Φώτη της Ουρανίας, μα θα πάω να τον πάρω. Δεν γίνεται να του τα κρύβουμε άλλο. Γίναν τόσα, ρωτά συνέχεια... >>, <<Λίγα-λίγα κυρά μου. Δεν αντέχει πολλά η ψυχούλα του>>, <<Καλά τα λες>> συμφώνησε η Ελένη. Τελείωσε η κηδεία, ήπιαν τον καφέ στο καφενείο της Βιολέτας κι έπειτα τράβηξε για το σπίτι της Παγώνας, σέρνοντας τα βήματα της και χτύπησε την πόρτα δειλά. Η Σοφούλα της άνοιξε κι έγνεψε ευγενικά για να περάσει. <<Τι κάνεις κορίτσι μου;>> τη ρώτησε ήρεμα. <<Καλά κυρία Ελένη, περάστε>>. Δεν πρόλαβε να μπει στο σπίτι και ο Γιάννος έτρεξε κατά πάνω της. <<ΜΑΜΑ!!!>> τσίριξε χαρούμενα κι η γυναίκα τον σήκωσε στα χέρια της. <<Αντράκι μου! Ήσουν καλό παιδί;>>, <<Το καλύτερο>> πέταξε η Σοφούλα. <<Μαμά, πότε θα έρθει ο μπαμπάς;>>, <<Θα έρθει γιε μου. Δεν τα είπαμε;>> ρώτησε με απελπισία η Ελένη. <<Θέλω να τον δω>>, <<Ο μπαμπάς είναι ακόμα αδύναμος. Δεν μπορείς να τον δεις!>>, <<Δεν θα τον ενοχλήσω, σε παρακαλώ! Θέλω να τον δω! Θέλω τον μπαμπά. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;>> φώναξε νευρικά και η Λενιω ξεφύσηξε. <<Πάμε αγόρι μου. Χαιρέτησε τα παιδάκια>>.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now