ΑΠΟΦΑΣΗ

480 20 1
                                    

<<ΤΙ;>> έκανε με περιέργεια ο άντρας, και ανακάθισε στη καρέκλα του. <<Αυτό που άκουσες. Σε μια εβδομάδα, κατεβαίνω στην Αθήνα για να βρω ένα φθηνό σπίτι και να κανονίσω κάτι δουλειές. Θα γυρίσω έπειτα για λίγο και τον Σεπτέμβρη, θα πάω μόνιμα>> ανακοίνωσε ο δάσκαλος κι ο Μιλτιάδης έμεινε να τον κοιτάζει αποχαυνωμένος. <<Τι λες αγόρι μου; Τι λόγια είναι αυτά; Γιατί να φύγεις; Εσύ... Θέλω να πω, ότι κι αν έγινε με την Ελένη...>>, <<Δεν έχει κανένα νόημα να μείνω πατέρα. Η Ελένη θα καταδικαστεί κι εγώ δεν μπορώ να ζω άλλο μέσα σε αυτό το χωριό, που μόνο πίκρες μου έχει φέρει>>, <<Κι η Ελένη; Δεν θα την στηρίξεις σε όλο αυτό που περνάει; Νόμιζα... Νόμιζα ήθελες να είσαι δίπλα της>> ψέλλισε στεναχωρημένα ο πατέρας του, που ένιωθε την καρδιά του να βουλιάζει. <<Φυσικά και θα είμαι δίπλα της, όταν γίνει η δίκη, όμως δεν μπορώ να ζω εδώ. Άλλωστε κι εκείνη, το ίδιο με παρότρυνε να κάνω. Θέλει το καλό μου, η Ελένη, πατέρα. Και φοβάται πως θα την εκτελέσουν. Δεν είναι εύκολο να ζω στο μέρος που όλα τη θυμίζουν>>, <<ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ! Εσύ την κλαις ήδη!>> είπε τρομαγμένα ο Μιλτιάδης. <<Δεν μπορώ να μην κοιτάω την αλήθεια. Με πληγώνει, μα δεν μπορώ. Θα φύγω πατέρα. Την απόφαση μου, την έχω πάρει>> πέταξε και τον άφησε μόνο του, χαμένο στις σκέψεις.

Η Ελένη ακουμπούσε τη βέρα στο δάχτυλο της. Είχε τη συνήθεια να παίζει με νευρικότητα μαζί της. Ο Λάμπρος καθόταν απέναντι της, με χαμηλωμένο βλέμμα, ρίχνοντας της κλεφτές ματιές που και που. <<Μεθαύριο θα φύγω>> της ανακοίνωσε. Εκείνη τον κοίταξε ψυχρά. <<Κάνεις το σωστό. Φύγε και μην κοιτάξεις πίσω>>, <<Ελένη...>>, <<Ακούς τι σου λέω; Μην κοιτάξεις. Άσε με στη τύχη μου. Σε παρακαλώ>> του πέταξε ήρεμα. Ο άντρας έβγαλε ένα μικρό κουτάκι από τη τσέπη του και το άνοιξε μπροστά της. Μέσα υπήρχε ένα μικρό χρυσό σταυρουδάκι. <<Φόρεσε το>> είπε με ψυχραιμία κι εκείνη του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. <<Λάμπρο, τι...>>, <<Φόρεσε το. Για να σε φυλάει. Θα το χρειαστείς Ελένη>> την παρότρυνε. Δεν του έφερε αντίρρηση. Έπειτα έκατσε ξανά απέναντι της και την κοίταξε με σοβαρότητα. <<Αφού... πήραμε αυτή την απόφαση, ας το κάνουμε σωστά. Ας χωρίσουμε μια και καλή>> έκανε πικραμένα και έβγαλε τη βέρα του. Η γυναίκα τον μιμήθηκε και άφησε στη παλάμη του, το δεύτερο δαχτυλίδι. Ο δάσκαλος τις έβαλε στη τσέπη του και έκατσε ξανά απέναντι της, κλείνοντας το χέρι της μέσα στο δικό του. <<Θέλω να με ξεχάσεις>> του είπε, με τα μάτια υγρά. <<Το θεωρείς τόσο εύκολο;>> της πέταξε αδιάφορα. <<Ναι. Τόσο. Αν με άφηνες...>>, <<ΣΣΣΣ! Πάψε!>> τη διέκοψε ο Λάμπρος αυστηρά και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. <<Γιατί; Μόνο το γιατί πες μου!!>>. Ο δάσκαλος σηκώθηκε απότομα από τη θέση του. <<Πρέπει να φύγω. Έχω πολλές δουλειές. Θα τα ξαναπούμε σύντομα>> της είπε τρυφερά, αφήνοντας ένα φιλί στο κεφάλι της. Η Ελένη σκούπησε τα μάτια της και έμεινε να τον κοιτάζει να κλείνει τη πόρτα πίσω του.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now