Δύο Πρόσωπα

Por angry_bird24

32.6K 1.1K 82

Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Más

ΜΑΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΦΥΓΗ
ΜΑΡΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ
ΖΗΛΙΑ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 2
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΛΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΦΥΓΗ
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΦΙΛΙ
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ
ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΛΕΝΙΩ
ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ
ΔΡΟΣΩ
Η ΔΙΚΗ - part 1
Η ΔΙΚΗ - part 2
H ΔΙΚΗ - part 3
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ
ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

Η ΚΟΥΡΣΑ

379 26 0
Por angry_bird24



<<Δρόσω εσύ είσαι;>>. Η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα, μα παρέμεινε ψύχραιμη. <<Κάποιο λάθος κάνετε. Θέλετε να μου πείτε για ποιον ακριβώς λόγο με καλέσατε ή να κλείσω το ακουστικό;>> ρώτησε αυστηρά. Ο Νικηφόρος ξεφύσηξε νευρικά. <<Θα στείλω την πρόσκληση στο εργοστάσιο του άντρα σας>> πέταξε, προσπαθώντας να καταλάβει αν είναι σύζυγος της ο Ραζής που ανέφερε πριν ο Μελέτης. <<Πολύ καλά. Δεν συνηθίζω να παρευρίσκομαι σε κοινωνικές εκδηλώσεις, μα θα σας ενισχύσω σίγουρα. Ευχαριστώ πολύ. Καλό απόγευμα>> είπε και έκλεισε το ακουστικό τρέμοντας. Η πόρτα του γραφείου χτύπησε και η Χρυσούλα μπήκε μέσα, κρατώντας ένα δίσκο. <<Ο καφές σου μάτια μου. Σου έφερα και κουλουράκια, που έφτιαξε η Μαρούλα. Τα πέτυχε, η μικρή>> σχολίασε και έκατσε στην καρέκλα μπροστά της. <<Καλέ, τι έπαθες πάλι; Εσύ τρέμεις ολόκληρη>>, <<Με ανακάλυψαν. Ξέρεις ποιος ήταν στο τηλέφωνο;>>, <<Πού να ξέρω;>>, <<Ο Νικηφόρος, Χρυσούλα>>. Η γυναίκα την κοίταξε με τρόμο. <<ΘΕΟΣ ΦΥΛΑΞΟΙ! Ο άντρας της αδελφής σου;>>. Η Σία κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<ΕΜΑΘΕ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ;>>, <<Όχι βέβαια, αλλά μάλλον κατάλαβε ποιος πληρώνει τον δικηγόρο της Ελένης>>. Η Χρυσούλα αναστέναξε. <<Πες το βρε κοπέλα μου, με κατατρόμαξες. Ε, χαρά στο πράγμα>>. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε ξανά και μπήκε μέσα ένας ψηλός άντρας, με σοβαρό παράστημα και γκρι κουστούμι, γύρω στα 45. Άφησε τον χαρτοφύλακα του σε μια πολυθρόνα, και τις πλησίασε. <<Καλώς το τζιέρι μου! Καλώς τον! Να σου βάλω να φας!>> έκανε κεφάτα η Χρυσούλα και πετάχτηκε όρθια. <<Αργότερα. Τι γίνεται εδώ; Σία; Όλα καλά;>>, <<Ναι καλέ. Να, εδώ. Λέμε για την Αθανασίου που τραβιέται με τον σοφέρ της>> δικαιολογήθηκε η οικονόμος, μα ο Γιώργος τις κοίταξε στραβά. <<Άντε να ετοιμάσεις τραπέζι κι άσε τα ψέματα. Σε διαβάζω εγώ>>, <<Ψέματα... Μα άκου τι λέει! Να πάω πασά μου, να ετοιμάσω, να δω τι κάνει και το Λενιώ μας γιατί η Μαρούλα χαζοφέρνει και δεν την εμπιστεύομαι>> πέταξε και τους άφησε μόνους. Ο Γιώργος άναψε ένα πούρο και της χαμογέλασε. <<Τι έγινε; Κι άσε τις δικαιολογίες σε μένα>> της πέταξε σοβαρά. Εκείνη σηκώθηκε και έκατσε απέναντι του. <<Ο Νικηφόρος μάλλον κατάλαβε ποιος πληρώνει τον Αργύρη. Βρήκε το τηλέφωνο μας και με κάλεσε>>. Ο άντρας φύσηξε τον αέρα από το πούρο του. <<Αυτό ήταν; Έλα βρε Σία... Εγώ στο είχα πει πως θα το μάθαιναν αργά ή γρήγορα. Σιγά το σημαντικό. Εγώ σου λέω να σταματήσεις το κρυφτούλι και άντε δες την αδελφή σου. Και πες της να μην ανησυχεί. Θα φροντίσουμε εμείς για όλα>> είπε με ηρεμία. Η κοπέλα έκατσε στα γόνατα του. <<Δεν θέλω να... Να ταράξω τη ζωή μας>>. Ο Γιώργος γέλασε νευρικά. <<Ξεχνάς ποιοι είμαστε Σία. Αυτοί θα ταράξουν τη δική μας ζωή; Και πώς θα την ταράξουν ακριβώς;>>, <<Ο Νικηφόρος μπορεί να υποψιαστεί ότι η Ελένη...>>, <<Η Ελένη είναι κόρη μου κι ο Νικηφόρος, άλλο καημό δεν έχει, να χαλάσει το σπίτι του και να μαθευτεί η απιστία του. Σταμάτα τις ανοησίες Πήγαινε αν θες να δεις την αδελφή σου κι όλα τα άλλα άστα πάνω μου. Τίποτα δεν μπορεί να μας αγγίξει, κορίτσι μου. Είμαστε πάνω απ' όλους>> της είπε με βεβαιότητα κι εκείνη έγνεψε θετικά.


---------------------------------------------

<<Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν, και αει, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν...>> έκανε ο παπά-Γρηγόρης και όλοι οι μαθητές και οι γονείς, έκαναν τον σταυρό τους, εκτός από τον Γιάννο που παρέμεινε ακίνητος και μουτρωμένος. Ο Λάμπρος τον κοίταξε με απελπισία. <<Να έχετε φώτιση παιδιά μου. Καλή αρχή και καλή πρόοδο. Και καλή αρχή στο δάσκαλο μας, που επέστρεψε πάλι στα πάτρια εδάφη του>>. Ο άντρας πήρε το λόγο. <<Ευχαριστώ παπά-Γρηγόρη. Κι εγώ με τη σειρά μου, δράττομαι της ευκαιρίας να πω, πόσο χαρούμενος είμαι που επέστρεψα στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας, στο οποίο φοίτησα και εγώ σαν μαθητής. Εύχομαι να έχουμε μία γεμάτη χρονιά με γνώση και όμορφες στιγμές>>, <<ΜΠΡΑΒΟ ΔΑΣΚΑΛΕ!>> φώναξε ο κοινοτάρχης και όλοι χειροκρότησαν. Ο Γιάννος σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του. <<Θα παρακαλούσα τους γονείς, να περάσουν έξω για 5-10 λεπτά, να κάνουμε μία σύντομη γνωριμία κι έπειτα μπορείτε να αποχωρήσετε>>. Η αίθουσα άρχισε να αδειάζει σιγά-σιγά. Η Ασημίνα έσκυψε και αγκάλιασε τον ανιψιό της. <<Καλή αρχή παλικάρι μου>> του είπε και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο του. Ο Μιλτιάδης του χάιδεψε το κεφάλι και έφυγε με την Βιολέτα να στηρίζεται στο μπράτσο του. <<Λάμπρο, πάω ως το σπίτι να συνεχίσω τις δουλειές. Θα έρθει και η Θεοδοσία μαζί>> του δήλωσε σιγανά και έδειξε την κοπέλα που αγκάλιαζε την βαφτισιμιά της, τη μικρή κόρη του Τόλια. Ο Λάμπρος ξεφύσηξε. <<Ασημίνα, δεν χρειάζεται να κάνεις τόσα για μας. Θα έχεις πρόβλημα στο τέλος. Ήρθες να δεις τον αγιασμό, αρκεί>>, <<Σταμάτα να αγχώνεσαι για μένα. Πάω να πάρω τη Θεοδοσία>> του ανακοίνωσε και έφυγε από την αίθουσα. Οι μαθητές έκατσαν στα θρανία τους και ο Γιάννος βολεύτηκε δίπλα στην Μπέμπα που του χαμογέλασε πλατιά, μα την αγνόησε. <<Σε πειράζει να κάτσω εδώ;>> τον ρώτησε ευγενικά. Εκείνος σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. <<Λοιπόν, εγώ είμαι ο κύριος Λάμπρος και θα είμαι ο δάσκαλος σας, όπως ήδη γνωρίζετε. Θα ήθελα να κάνουμε μία πρώτη γνωριμία. Θα μου λέει ο καθένας το όνομα του και σιγά-σιγά θα τα μάθω. Ξεκίνα πρώτος>> είπε δείχνοντας ένα ξανθό αγοράκι. <<Νικόλας Μπούσκος>> απάντησε το παιδί. <<Πολύ ωραία. Εσύ;>> έκανε στη διπλανή του. <<Μαρία Τσιώνη>>, <<Εσύ;>>, <<Κατερίνα Τόλια>>, <<Ωραία>>. Στράφηκε στον Γιάννο, που τον αγνόησε, κοιτώντας τον θλιμμένα. <<Δεν θα μας πεις το όνομα σου;>>, <<Το ξέρεις ήδη>> απάντησε ψυχρά. <<Ναι αλλά πρέπει να το μάθουν και οι συμμαθητές σου, ε;>>, <<Γιάννος Σεβαστός>> απάντησε νευρικά. <<Μπράβο. Πάμε στον επόμενο...>>. Αφού ρώτησε όλα τα παιδάκια, τους άφησε να φύγουν και έγνεψε στο γιο του να περιμένει στο θρανίο του. Έπειτα έκατσε δίπλα του και του χάιδεψε το κεφάλι. <<Γιατί αγοράκι μου είσαι έτσι; Πώς και τι περίμενες να πας σχολείο!>>, <<Δεν θέλω να ξανάρθω. Να μου κάνεις μάθημα στο σπίτι>> απάντησε νευρικά. <<Τι είναι αυτό τώρα; Τι σου έκαναν οι συμμαθητές σου;>> τον ρώτησε καλοσυνάτα. <<Τίποτα. Δεν μ' αρέσει>>. Ο Λάμπρος δαγκώθηκε. <<Ωραία. Σήκω να πάμε στη μάνα σου, να το συζητήσουμε όλοι μαζί. Να ακούσει κι εκείνη τα καθέκαστα, να δεις τι θα σου πει!>> του είπε, κοιτώντας τον στραβά. <<Η μαμά θα μου φωνάξει>> διαπίστωσε. <<Και καλά θα κάνει. ΑΚΟΥ...>>. Τον έπιασε από τους ώμους. <<Δεν αλλάζει τίποτα. Το καταλαβαίνεις; Πρέπει η ζωή μας, να συνεχίστει κανονικά και αυτό θέλει και η μητέρα σου. Εσύ το αγαπάς το σχολείο. Τι σε έπιασε;>>. Το παιδί σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος και του έριξε μια θλιμμένη ματιά. <<Όλα τα παιδάκια, έρχονται με τις μαμάδες τους κι εγώ είμαι μόνος μου!>> κλαψούρισε παραπονιάρικα. Εκείνος τον σήκωσε στην αγκαλιά του και το παιδί κούρνιασε στο στέρνο του. <<Γίνεται να μην ξανάρθω;>> τον ρώτησε δειλά. <<Όχι, δεν γίνεται. Κι έχεις τόσους ανθρώπους πλάι σου. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι να μην έχεις τη μαμά. Και για μένα είναι όμως δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη ζωή μας κι ούτε εκείνη το θέλει. Κάθε μέρα, θα ερχόμαστε μαζί στο σχολείο και θα έχεις εμένα. Εντάξει Γιάννο μου;>>. Το παιδί κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Μπράβο γιε μου. Άντε, πάμε να δούμε τη μαμά τώρα. Θα μας περιμένει>>.

Ο Μελέτης άφησε μια εφημερίδα πάνω στο γραφείο του Δούκα. Εκείνος την κοίταξε με περιέργεια. Ήταν ένα οικονομικό έντυπο που ο άντρας, δεν συνήθιζε να διαβάζει με νέα του επιχειρηματικού κόσμου και κυρίως της ναυτιλίας. <<Τι είναι αυτό;>>. Ο Νικηφόρος τους πλησίασε διστακτικά. <<Γεώργιος Ραζής. Το αντίπαλο δέος του Αριστοτέλη Ωνάση. Ιδιοκτήτης της εταιρείας Petrola. Αυτός πληρώνει τον Γκίκα>> εξήγησε ψυχρά ο Μελέτης. <<ΤΙ; Καλά από πού κι ως πού; Πού την ξέρει αυτός;>>, <<Δεν έχω ιδέα>>. Ο Κωνσταντής που άκουσε την συζήτηση μπήκε στο γραφείο. <<Κάτσε ρε, μια Σία δεν είπε η δικιά σου; Η ομορφούλα από το ξενοδοχείο>>, <<Γυναίκα του. Ρώτησα κι έμαθα>>, <<Έχουν παιδιά;>> πέταξε ο Δούκας. <<Ναι, μια κόρη>> ,<<Στο Λάμπρο κρύβεται η απάντηση. Θα ήταν τίποτα δάσκαλος της μικρής>>, <<Τι λες Δούκα; Αυτοί δεν ξέρουν τι έχουν Σιγά μην έστελναν το καλομαθημένο τους στα σχολεία που δίδασκε ο δασκαλάκος>>, <<Μπορεί να της έκανε μάθημα κατ' οίκον. Μόνο εκεί πάει το μυαλό μου>>. Ο Κωνσταντής γέλασε ειρωνικά. <<Και πληρώνουν ολόκληρο Γκίκα για χάρη της γυναίκας του δασκαλάκου της κόρης τους;>>, <<Για αυτούς η αμοιβή του Γκίκα είναι σαν να δίνεις εσύ 100 δραχμές σε έναν ζητιάνο. Θα τους ζήτησε βοήθεια ο Λάμπρος και θα του την έδωσαν. Αυτό είναι>> συμπέρανε, χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Ο Κωνσταντής ξεφύσηξε. <<Δεν μου κολλάει. Εσύ Νικηφόρε, δεν λες τίποτα;>>. Τους κοίταξε αδιάφορα. <<Συμφωνώ με τον πατέρα. Αυτό θα είναι>> είπε, όσο πιο πειστικά γινόταν. <<Άλλωστε δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα. Η περιουσία μας, μπροστά στου Ραζή είναι ψίχουλα. Ας προετοιμαστούμε για τη δίκη απλώς να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, πως ίσως το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που περιμένουμε>>. Ο Δούκας τινάχτηκε όρθιος. <<Τι λες Νικηφόρε;>>, <<Το προφανές πατέρα. Η Ελένη έχει έναν μεγάλο σύμμαχο με πολλές γνωριμίες. Ή θα αθωωθεί ή θα πέσει στα μαλακά. Ας μη γελιόμαστε. Εσύ κοίτα να στηρίξεις τη μητέρα που δεν θα το δεχτεί εύκολα>>. Ο Μελέτης έγνεψε θετικά. <<Συμφωνώ κι εγώ. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι>>, <<ΤΙ ΛΕΤΕ ΜΩΡΕ; Παλαβώσατε όλοι;>>, <<Κι αν λέει αλήθεια; Κι αν δεν σκότωσε αυτή τον Σέργιο;>> πέταξε διστακτικά ο Κωνσταντής. <<ΑΥΤΗ ΤΟ ΕΚΑΝΕ! ΑΥΤΗ! Το είδα στα μάτια της! Αυτή σκότωσε το παλικάρι μου>>, <<Το ίδιο έλεγες και για τον Γιάννο. Ποιος είναι τελικά ο φονιάς;>>. Ο Δούκας ξεφύσηξε. <<Αυτή είναι. Και μην ξανακούσω κανέναν εδώ μέσα να το αμφισβητεί>> γρύλισε με σιγουριά.

Η Ελένη έσφιξε τον μικρό πάνω στο στήθος της, αφήνοντας μικρά φιλιά στο κεφαλάκι του. <<Μεγάλωσε το αντράκι μου και πήγε σχολείο. Πότε μωρέ σε κυνήγαγα στην αυλή, μη πέσεις και ανοίξεις κανά κεφάλι;>> του είπε όσο πιο κεφάτα μπορούσε, μα εκείνος δεν απάντησε. <<Τι έχεις αγοράκι μου; Δεν χαίρεσαι; Εσύ πως και τι το περίμενες>>, <<Μαμά, γίνεται να μου κάνει ο μπαμπάς μάθημα στο σπίτι και να μην ξαναπάω;>>. Ο Λάμπρος αναστέναξε θυμωμένα. <<ΤΑ 'ΠΑΜΕ ΑΥΤΑ! Γιάννο σε παρακαλώ!>> τον μάλωσε. <<Γιατί παλικάρι μου; Σε πείραξε κανείς; Σου είπαν τίποτα και πικράθηκες;>> έκανε αγχωμένα η Ελένη. Το παιδί κούνησε το κεφάλι αρνητικά. <<Τότε;>>, <<Δεν μ' αρέσει. Θέλω να κάτσω σπίτι και θα ξαναπάω όταν είσαι εσύ μαζί μας>>, <<Γιάννο αρκετά!>> πέταξε ο Λάμπρος, μα η Ελένη του έκανε νόημα να σιωπήσει. <<Σαν να μου φαίνεται σε καλομάθανε σπίτι και θες την βόλεψη σου. Δεν μ' αρέσουν αυτά που ακούω. Σχολείο πάνε όλα τα παιδάκια, πόσο μάλλον εσύ που είσαι ο γιος του δασκάλου. Μη με στεναχωρείς παιδί μου. Εγώ θέλω να κάνεις φίλους, να μάθεις γράμματα και να έρχεσαι να μου λες τι κάνατε κάθε μέρα. Όχι να κλειστείς στο σπίτι, λες κι είσαι άρρωστος>>. Ο μικρός ανακάθισε και κοίταξε τον πατέρα του μουτρωμένα. <<Ωραία. Το λύσαμε αυτό. Δεν θα ακούσω άλλη κουβέντα. Πες τώρα στη μαμά, τι ώραιο που γίνεται το σπίτι μας. Πες της πως ο θείος ο Φανούρης σου έφερε δυο κότες και τις ταίζεις>>. Το παιδί χαμογέλασε. <<Μαμά, τη μία τη λέμε Τζίνα και την άλλη Τζέσυ. Εγώ τα σκέφτηκα! Δεν είναι ωραία;>>, <<Πολύ ωραία αγάπη μου. Σ' αρέσει το σπίτι;>>, <<Πολύ. Η θεία η Ασημίνα όλη μέρα καθαρίζει και η Θεοδοσία τη βοηθάει. Κι όλοι πάμε και κάνουμε δουλειές>>. Η Ελένη ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα ζήλιας, μα δεν το έδειξε. <<Κι εσύ; Βοηθάς;>>, <<Ναι μαμά!>> έκανε περήφανα κι εκείνη τον φίλησε απαλά. <<Λάμπρο... Μήπως η Ασημίνα...>>, <<Το έχω πει εκατό φορές. Δεν ακούει κανέναν Ελένη. Δεν θα έχει καλή κατάληξη ο γάμος της, το φοβάμαι. Οι Σεβαστοί ήδη αντιδρούν>> τη διέκοψε ο δάσκαλος. Η Λενιώ χαμήλωσε το βλέμμα λυπημένα. <<Δεν θέλω να χαλάσει το σπίτι της>>, <<Είναι πικραμένη. Ότι έθαβε μέσα της τόσα χρόνια, βγήκε τώρα>>, <<Εγώ την αγαπάω πολύ τη θεία και παίζουμε συνέχεια!>> πέταξε κεφάτα ο Γιάννος. <<Μου φαίνεται σε λίγο, θα παίζετε ακόμα περισσότερο>> απάντησε αυθόρμητα ο Λάμπρος και η Ελένη τον κοίταξε αυστηρά. <<Ο μπαμπάς εννοεί στο καινούργιο σπίτι που θα έρχεται να σας δει>> δικαιολόγησε την κουβέντα του. Ο δεσμοφύλακας χτύπησε την πόρτα και τους ανακοίνωσε πως έπρεπε να φύγουν. Η Ελένη σηκώθηκε με τον μικρό στην αγκαλιά κι ο δάσκαλος τους πλησίασε. <<Θα ξανάρθουμε καρδιά μου>> της είπε τρυφερά κι ο Γιάννος έμεινε να τους κοιτάζει. <<Θες να τη φιλήσεις;>> τον ρώτησε δειλά. <<Ναι>> απάντησε δήθεν αυστηρά ο δάσκαλος. <<Να γυρίσω από την άλλη;>>, <<Γύρνα>>. Η γυναίκα έβαλε τα γέλια κι ο Λάμπρος τη φίλησε απαλά στα χείλη.

Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο ο Γιάννος προσαρμοζόταν στο σχολείο. Άρχισε να κάνει φιλίες με τους συμμαθητές του και να παίζει μαζί τους στο διάλειμμα, όπως έκανε στη γειτονιά του, στον Ωρωπό. Ο Λάμπρος τον παρακολουθούσε στενά και χαιρόταν που άρχιζε να δέχεται σιγά-σιγά τη νέα πραγματικότητα. Εκείνο το πρωί, ο δάσκαλος έμεινε στην αίθουσα διορθώνοντας τα γραπτά των μαθητών του και τα παιδιά έπαιζαν ανέμελα στην πλατεία. Ο Σταύρος, ένα παιδί 11 χρονών, ψηλός και εύσωμος, κλώτσησε με δύναμη τη μπάλα που τινάχτηκε μακριά. Ο Γιάννος μούτρωσε. <<Τι έκανες μωρέ; Άντε να τη βρω τώρα!>> διαμαρτυρήθηκε έντονα. Ο Σταύρος τον πλησίασε στεναχωρημένα. <<Συγνώμη. Πάμε να τη βρούμε μαζί. Θα ψάξω εγώ σε εκείνο το στενό και πήγαινε εσύ στο δίπλα>>. Έφυγαν ξεχωριστά και ο Γιάννος έτρεξε βιαστικά σε ένα παραπλήσιο δρόμο. Λίγα μέτρα παρακάτω, βρισκόταν η μπάλα του στα πόδια μιας ψηλής γυναίκας με άσπρο ταγιέρ που φορούσε πολύχρωμο μαντήλι στα μαλλιά και μαύρα γυαλιά. Μόλις τον είδε, έσκυψε μπροστά του. <<Δική σου είναι η μπάλα;>> ρώτησε τραυλίζοντας, χωρίς να βγάλει τα γυαλιά της. <<Μάλιστα κυρία. Να την πάρω;>>, <<Να την πάρεις>> του απάντησε καλοσυνάτα. <<Πώς σε λένε;>>, <<Γιάννο. Είμαι ο γιος του δασκάλου>>. Εκείνη του χαμογέλασε. <<Γιάννος Σεβαστός>> ψέλλισε βουρκωμένη. <<Πού το ξέρετε;>>, <<Έχεις το όνομα του θείου σου. Τον αγαπούσα πολύ>> του απάντησε. Ο μικρός κοίταξε πίσω της. Το κόκκινο καμπριολέ αυτοκίνητο του τράβηξε την προσοχή. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ από κοντά κάτι τέτοιο. <<Δική σας είίναι η κούρσα κυρία;>>, <<Δική μου!>>, <<Πολύ ωραία είναι. Σαν τις ταινίες>> έκανε ντροπαλά. <<Σ' αρέσει;>>. Το παιδί έγνεψε θετικά. <<Θα σου πάρω κι εσένα μία>> έκανε κεφάτα. Ο μικρός γέλασε ντροπαλά. Πήρε την μπάλα και έτρεξε προς το σχολείο.

Ο Λάμπρος έβαφε τον τοίχο στο υπνοδωμάτιο του με μία μεγάλη βούρτσα και ο Γιάννος, έστηνε τα αυτοκινητάκια του, ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι, παίζοντας βαριεστημένα. <<Τα μαθηματικά σου τα έκανες;>>, <<Ναι... >> πέταξε αδιάφορα και συνέχισε να παίζει. <<Δεν πας να φέρεις λίγο νέφτι; Να με βοηθήσεις...>> του ζήτησε μα το παιδί τον αγνόησε. Ο Φανούρης μπήκε στο δωμάτιο, κρατώντας κι αυτός μια βούρτσα. <<Καλησπέρα! Τι γίνεται;>>, <<Άντε βρε αδελφέ και παλεύω μόνος μου. Πού ήσουν;>>, <<Μη σκοτίζεσαι και σου έχω ευχάριστα>>, <<Τι ευχάριστα;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Η Βιολέτα λέει πήρε ο δικηγόρος, όχι για το θέμα της Λενιώς αλλά για το νερό και το ρεύμα στο σπίτι. Δεν σου είχε πει ότι θα κάνει κάποια τηλέφωνα για να στα βάλουν πιο σύντομα;>>, <<Και; Τι του είπαν; Γιατί εμένα μου είπαν κανά χρόνο>>. Ο επιστάτης χαμογέλασε πλατιά. <<Μια εβδομάδα. Σε μια εβδομάδα θα στα βάλουν>>. Ο δάσκαλος άφησε την βούρτσα κάτω σοκαρισμένος. <<Τι πράγμα; Μια εβδομάδα;>>, <<Ναι ντε! Φαντάσου τι γνωριμίες έχει αυτός ο Γκίκας. Παντού χωμένος είναι>> παρατήρησε, μα ο Λάμπρος συνέχιζε να βηματίζει ανήσυχα. <<Τι γίνεται πια με δ' αύτον... Ποιος τον έχει βάλει να μας κάνει τη ζωή εύκολη;>>, <<Κάποιος φύλακας άγγελος>>, <<Και πού μας βρήκες βρε Φανούρη ο φύλακας άγγελος; Τέλος πάντων. Γιάννο, φέρε το νέφτι και άντε στην κάμαρη σου να παίξεις. Εδώ θα μυρίζει. Να μην πω στον κήπο...>>. Το παιδί σηκώθηκε και μάζεψε βιαστικά τα αμαξάκια του. <<Γιατί είσαι σκεπτικός βρε Λάμπρο; Για κακό σας έχει πλησιάσει; Μόνο καλό είδατε>> έκανε ο Φανούρης μόλις έφυγε το παιδί. <<Γιατί δεν μας λέει τότε ποιος τον πληρώνει; Κανένας δικός μας άνθρωπος δεν έχει τέτοια άνεση. Θα σκάσω!>> πέταξε και σκούπησε τον ιδρώτα από το μέτωπο του. <<ΜΠΑΜΠΑΑΑΑΑ! ΘΕΙΕΕΕΕΕΕΕΕ!>>. Η φωνή του μικρού, τους έκανε να τιναχτούν απότομα και να τρέξουν στην αυλή. Στην άκρη της σκάλας υπήρχε ένα άσπρο καμπριολέ μικροσκοπικό αμάξι με πετάλια, που ο Λάμπρος θυμόταν να είχαν δει με τον Γιάννο σε κάποια Χριστουγεννιάτικη βόλτα τους στο κέντρο της Αθήνας. <<ΜΠΑΜΠΑ ΚΟΙΤΑ! ΚΟΙΤΑ!>> τσίριξε χαρούμενο το παιδί κι ο δάσκαλος κοίταξε τον επιστάτη σοκαρισμένος. <<Ποιος το έφερε αυτό;>>, <<Εδώ το βρήκα! Η καλή κυρία θα το έφερε, που βρήκε τη μπάλα μου!>>, <<Ποια;>>, <<Χτες μια κυρία με ωραία κούρσα βρήκε τη μπάλα μου, που τη πέταξε ο Σταύρος μακριά και μου είπε θα μου πάρει κι εμένα κούρσα!!>>. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Τι λες παδί μου; Όνειρα βλέπεις;>>, <<ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΟΥ ΛΕΩ! ΦΙΛΑΩ ΣΤΑΥΡΟ!>> έκανε εκνευρισμένα ο μικρός. Ο δάσκαλος ξεφύσηξε εκνευρισμένα. <<Πάμε στον παππού και θα κατέβω στη Λάρισα. Καιρός να λογαριαστούμε με τον κύριο Γκίκα>>.

Ο Νικηφόρος έκατσε στο γραφείο του και διάβασε για τρίτη φορά το άρθρο στην εφημερίδα. Η Δρόσω καλοπαντρεύτηκε, έγινε Σία Ραζή και πληρώνει για να σώσει την αδελφή της. Αυτή ήταν η αλήθεια και την ήξερε μόνο εκείινος. Αναστέναξε. Δεν το είχε μοιραστεί με κανέναν, ούτε με την Ασημίνα. Στην πραγματικότητα φοβόταν την επιστροφή της Δρόσως στη ζωή τους. Με τόση δύναμη στα χέρια της, δεν θα ήταν τίποτα για εκείνη να αποκαλύψει την απιστία του στην Ασημίνα, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί για την πολυετή απουσία της. Οι φωνές από το σαλόνι, διέκοψαν τις σκέψεις του. Η μητέρα του ούρλιαζε σαν μέγαιρα. <<ΕΙΣΑΙ ΜΙΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ, ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΕΧΟΜΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΝΤΡΟΠΙΑΖΕΙΣ ΕΤΣΙ. ΜΑΖΕΨΟΥ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΚΑΙ ΜΕΙΝΕΙ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΟΝΙΣΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΛΙΚΟ ΤΗΣ!>>, <<ΤΟΝ ΑΝΙΨΙΟ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΝ ΞΑΝΑΠΙΑΣΕΙΣ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ! ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ; ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΤΟΥ ΣΤΑΘΩ ΣΑ ΜΑΝΑ ΕΙΤΕ ΤΟ ΘΕΛΕΙΣ, ΕΙΤΕ ΟΧΙ!>> της απάντησε η Ασημίνα. Ο Νικηφόρος στάθηκε πίσω τους. <<Τι συμβαίνει; Ηρεμήστε>>, <<Ή μαζεύεσαι ή να σηκωθείς να φύγεις από δω μέσα. Τράβα στου Μιλτιάδη να μεγαλώσεις τον γιο της φόνισσας αφού είσαι ανίκανη να κάνεις δικό σου!>>. Η Ασημίνα την κοιτούσε σοκαρισμένη. <<Πολύ καλά. Δεν θα μείνω άλλο εδώ μέσα>>, <<ΑΣΗΜΙΝΑ!>> φώναξε ο Νικηφόρος. <<Τι θες Νικηφόρε; Αρκετά ανέχτηκα κι εσύ δεν έκανες τίποτα για να με στηρίξεις>>, <<Δεν το πιστεύεις αυτό! Δεν το εννοείς>>, <<Είναι πια πολύ αργά. Η μητέρα σου έχει δίκιο. Είμαι μία Σεβαστού όμως δεν θέλω να είμαι πλέον. Πάω να μαζέψω τα πράγματα μου>>.

Ο Αργύρης Γκίκας μπήκε στην υποδοχή του ξενοδοχείο του. <<Σας περιμένει ο κύριος Σεβαστός>> του ανακοίνωσε χαμογελαστά η ρεσεψιονίστ. Εκείνος τον πλησίασε. <<Λάμπρο; Είχαμε ραντεβού;>>, <<Όχι. Ήρθα να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα>> απάντησε ψυχρά. <<Τι πράγματα;>>, <<Ποιος είσαι και ποια είναι η γυναίκα που έστειλε αυτό το δώρο στον γιο μου. Απαιτώ να μάθω!>>, <<Ποιο δώρο; Δεν καταλαβαίνω>>, <<Αυτή με την κούρσα, που του έστειλε το αμαξάκι. Κοστίζει μια περιουσία! Εγώ και η Ελένη ούτε να σκεφτούμε να του το πάρουμε δεν μπορούσαμε και ξαφνικά κάποια άγνωστη το έστειλε στο γιο μου. Ποια είναι;>> ρώτησε απότομα. Ο Γκίκας έκατσε στην πολυθρόνα. <<Γιατί τρώγεσαι; Δεν χρειάζεται να μάθεις. Θέλει να κρατήσει την ανωνυμία της>>, <<ΣΟΒΑΡΑ ΜΙΛΑΣ ΤΩΡΑ; Μέχρι το ρεύμα στο σπίτι μου κανόνισε και να μην ξέρω ποια είναι; Μίλα Γκίκα, σε παρακαλώ!>>. Ο δικηγόρος αναστέναξε. <<Άστον Αργύρη. Έχει δικαίωμα να ξέρει>> ακούστηκε μια φωνή πίσω του και ο δάσκαλος γύρισε για να την αντικρίσει. Τα πόδια του μούδιασαν και κρύος ιδρώτας έτρεξε από το μέτωπο του. <<Δρόσω;>> ψέλλισε. Το μικρό κοριτσάκι που είδε τελευταία φορά, πριν 6.5 χρόνια, δεν υπήρχε πια. Μια ψηλή εντυπωσιακή γυναίκα, με άσπρο κουστούμι και μπεζ γόβες στεκόταν μπροστά του και τον κοιτούσε πονηρά. <<Νομίζω πρέπει να μας ξανασυστήσεις με τον γαμπρό μου. Σία Ραζή>> έκανε και απλωσε το χέρι της. <<Τι κάνεις εδώ;>> τη ρώτησε αυθόρμητα, μα έπειτα σκέφτηκε πως η ερώτηση ήταν χαζή. <<Ήρθα να σώσω την Ελένη. Κι όσο περνάει από το χέρι μου, θα γυρίσει σπίτι της>>, <<Δεν είναι απλό. Οι Σεβαστοί...>>, <<Οι Σεβαστοι είναι ένα τίποτα, Λάμπρο. Αν θες, αύριο κι όλας, μπορώ να τους εξαφανίσω. Πλέον δεν μπορούν να σας κάνουν τίποτα>>.

Seguir leyendo

También te gustarán

1M 54K 91
"Μπ-μπορείς να με αφήσεις;" τραυλιζω "Μα μωρό μου, και οι δύο ξέρουμε πως δεν θες να σε αφήσω"λέει και ενώνει τα χείλη μας. Απόσπασμα από Part 40 __ ...
37.7K 2.9K 64
Complete✨✔ Το αγόρι που αγαπάς και ειναι διάσημος, απο άλλη χωρα, μετακομίζει διπλα σου! Δώσε μου έναν λόγο να μην τον χαζεύεις όλη την ωρα απο το πα...
18.2K 830 32
Dare to play with fire [ Υπό διόρθωση]. Αλλά μπορείτε να την διαβάσετε !!!!
1.7K 101 9
Μάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της...