Δύο Πρόσωπα

By angry_bird24

32.6K 1.1K 82

Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. More

ΜΑΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΦΥΓΗ
ΜΑΡΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ
ΖΗΛΙΑ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 2
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΛΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΦΥΓΗ
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΦΙΛΙ
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ
ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ
Η ΚΟΥΡΣΑ
ΔΡΟΣΩ
Η ΔΙΚΗ - part 1
Η ΔΙΚΗ - part 2
H ΔΙΚΗ - part 3
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ
ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

ΛΕΝΙΩ

433 26 8
By angry_bird24


Η Ελένη κοιτούσε τον Αργύρη επιφυλακτικά. Εκείνος της χαμογέλασε. <<Λοιπόν Ελένη, καταρχάς θα μιλάμε στον ενικό. Με τον δικηγόρο πρέπει να υπάρχει οικειότητα. Επίσης θα σου ζητήσω να είσαι απόλυτα ξεκάθαρη απέναντι μου. Δεν έχει σημασία τι θα πούμε στο δικαστήριο, εγώ πρέπει να γνωρίζω την αλήθεια για να δημιουργήσω την πλάνη που θα σε σώσει. Τον έκανες τον φόνο, έτσι;>> ρώτησε συνωμοτικά. Η Ελένη έμεινε σιωπηλή. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον εμπιστευτεί. Ανακάθισε στη θέση της και έμπλεξε τα δάχτυλα της. Έπειτα το πήρε απόφαση και έγνεψε θετικά. <<Ωραία. Παρόλα αυτά δήλωσες αθώα. Ακόμα πιο ωραία. Τώρα, για να αρχίσουμε θέλω...>>, <<Γιατί με αναλάβατε;>> ρώτησε απότομα, διακόπτοντας τον. <<Τι ερώτηση είναι αυτή;>>, <<Απλή. Πώς και το πήρατε  απόφαση;>> επέμεινε ψυχρά. <<Το εξήγησα και στο σύζυγο σου. Η υπόθεση σου είναι πρωτοφανής για τα χρονικά. Μια γυναίκα που σκότωσε τον άντρα της, την πρώτη νύχτα του γάμου και για έξι χρόνια παρίστανε την πεθαμένη και ζούσε με πλαστή ταυτότητα, παντρεμένη με τον πρώτο ξάδελφο του αποθανόντα συζύγου της. Τέτοιες υποθέσεις, δίνουν κύρος, ειδικά αν τις φέρεις εις πέρας>>. Η γυναίκα ξεφύσηξε νευρικά. <<Γιατί δεν σας πιστεύω;>>, <<Δεν μπορώ να κάνω κάτι>>, <<Πώς ξέρω πως δεν σε έστειλε η Μυρσίνη, για να βεβαιωθεί πως θα μου επιβληθεί η ανώτατη ποινή που υπάρχει;>>. Ο Αργύρης έβαλε τα γέλια. <<Μου φαίνεσαι έξυπνος άνθρωπος Ελένη. Νομίζω ότι είναι το λιγότερο αστείο να λες τέτοια πράγματα>>, <<Γιατί; Είναι ικανή για όλα>>, <<Τότε θα με προσλάμβανε για να αναλάβω την πολιτική αγωγή και να είσαι σίγουρη πως θα ήταν παιχνιδάκι για μένα να σε στείλω στη φυλακή ή, ακόμα χειρότερα, να σου επιβάλλουν εκτέλεση. Δεν θα έπαιζα το όνομα μου και τη φήμη μου, που μόχθησα για να τα αποκτήσω, για να κάνω το χατίρι κάποιας σχετικά πλούσιας κυρίας που ζητά εκδίκηση. Οι πελάτες μου, Ελένη, πληρώνουν πολλά περισσότερα απ' όσα θα μπορούσε να με πληρώσει η κυρία Σεβαστού. Δεν θα ερχόμουν ως εδώ, αν δεν είχα στόχο να σε αθωώσω>>, <<Δεν είναι εύκολο>>, <<Τόσο το καλύτερο για μένα. Μου αρέσουν οι προκλήσεις. Τι λες; Θα με εμπιστευτείς; Εκτός αν έχεις καλύτερη εναλλακτική από μένα>> πέταξε κεφάτα, μα η Λενιώ συνέχιζε να τον κοιτάζει παγωμένα. <<Δεν έχω>> αρκέστηκε να πει και ο Αργύρης άνοιξε τη δικογραφία μπροστά της. <<Ο άντρας σου, έχει ένα σχέδιο, που θα μπορούσε να σε σώσει. Σκέφτομαι να αρχίσουμε από κει. Άκου...>>.

<<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>> ούρλιαξε σχεδόν ο Δούκας και τινάχτηκε από το τραπέζι. Η Μυρσίνη τον έπιασε από το μπράτσο ταραγμένη. <<Δυστυχώς Δούκα, μόλις με ενημέρωσαν>> είπε ο Θανόπουλος και έκατσε στην καρέκλα απέναντι του. Ο Κωνσταντής κοίταξε με περιέργεια. <<Τι λέτε ρε παιδιά; Πώς πλήρωσε η Σταμίρη αυτόν τον δικηγόρο;>>, <<ΔΕΝ ΤΟΝ ΠΛΗΡΩΣΕ!>> απάντησε απότομα ο πατέρας του. <<Περίεργη υπόθεση Δούκα. Πολλή περίεργη. Ο Γκίκας υποθέσεις αφιλοκερδώς δεν αναλαμβάνει. Ειδικά αυτή την περίοδο που ασχολούνταν εξ' ολοκλήρου με την υπόθεση του Ανδρεσάκη. Ξέρεις, του βουλευτή που κατηγορείται για το έλλειμα στην Ελληνική Τράπεζα...>>, <<Τι μου λες Ερρίκο; Πως κάποιος πληρώνει μία περιουσία σε αυτόν τον άνθρωπο για να σώσει την Ελένη από τη φυλακή; ΠΟΙΟΣ ΑΠ' ΟΛΟΥΣ ΑΚΡΙΒΩΣ; Ο Μιλτιάδης ή η Βιολέτα η καφετζού;>> φώναξε εξοργισμένα. <<Αποκλείεται. Αποκλείεται, αποκλείεται. Μόνος του θα την ανέλαβε για να ακουστεί περισσότερο το όνομα του>> συμπέρανε η Μυρσίνη, μα ο Ερρίκος την κοίταξε στραβά. <<Δεν ξέρω. Έχει πάψει να τα κάνει αυτά ο Αργύρης εδώ και χρόνια. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, βάζει κι από τη τσέπη του γιατί θα μένει στη Λάρισα. Έμαθα πως εγκαταστάθηκε στο Ακροπώλ>>. Η Ασημίνα με τον Νικηφόρο μπήκαν στην τραπεζαρία κι ο Δούκας τους έριξε μια θυμωμένη ματιά. <<Από που κι ως που, η αδελφή σου, νύφη μου, απέκτησε δικηγόρο σαν τον Γκίκα;>>, <<Συγνώμη;>> έκανε η κοπέλα. <<ΛΕΩ, ποιος πληρώνει τον Γκίκα για να αναλάβει την Ελένη!>>. Η Ασημίνα τους κοίταξε ταραγμένα. <<Ποιο Γκίκα; Δεν έχω ιδέα. Ο Λάμπρος σήμερα θα πήγαινε να βρει τον Σαράφη>> εξήγησε. <<Α ωρααία. Σε ενημερώνει βλέπω αλλά μάλλον έμεινες πίσω στην ενημέρωση. Ο δικηγόρος της Ελένης είναι ο Αργύρης Γκίκας>> πέταξε ειρωνικά η Μυρσίνη. <<Τι λέτε; Κάποιο λάθος έγινε. Κανείς τους δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να τον πληρώσει>> σχολίασε ο Νικηφόρος. <<Κανένα λάθος. Αυτός είναι. Το έμαθα πριν λίγο. Ήδη πήγε στη φυλακή να την δει>> απάντησε ο Θανόπουλος. <<Θα πάω να βρω τον Λάμπρο>> ανακοίνωσε η Ασημίνα. <<ΝΑ ΚΑΤΣΕΙΣ ΕΔΩ ΠΟΥ ΚΑΘΕΣΑΙ!>> ούρλιαξε η Μυρσίνη, μα ο Δούκας έγνεψε θετικά. <<Να πας! Να πας και περιμένω εξηγήσεις για αυτό που άκουσα!>>.

<<Ιδέα δεν έχω>> πέταξε ο Λάμπρος στον πατέρα του και τη Βιολέτα, που στεκόντουσαν απέναντι του. <<Πάντως η εξήγηση του, δεν μου φάνηκε και παράλογη. Ίσως το κάνει για να μεγαλώσει η φήμη του>> είπε η γυναίκα ήρεμα. <<Εμένα πάλι, ναι. Έχει όνομα. Φοβάσαι μην είναι παγίδα;>> ρώτησε ο Μιλτιάδης. <<Φοβάμαι αλλά ούτε αυτό στέκει. Τι να κάνω πατέρα; Να τον απολύσω; Αυτός ο άντρας μπορεί να είναι η σωτηρία της Ελένης. Δεν χάνει δίκη. Έχει υψηλές γνωριμίες και μου φάνηκε αισιόδοξος>>. Η πόρτα χτύπησε και η Ασημίνα μπήκε φουριόζα στο σπίτι. <<ΤΙ ΕΓΙΝΕ; Είναι αλήθεια;>> ρώτησε ταραγμένα. <<Για τον δικηγόρο; Αλήθεια είναι>> πέταξε η Βιολέτα, μα ο δάσκαλος της έγνεψε να σιωπήσει. <<Για μισό λεπτό. Εσύ πού το έμαθες;>>, <<Από τον Δούκα. Είναι έξαλλος Λάμπρο. Εκτός εαυτού. Παλεύει να μάθει ποιος τον έστειλε. Δεν πιστεύει πως ήρθε από μόνος του>>. Ο Λάμπρος έκατσε στον καναπέ και πήρε βαθιά ανάσα. <<Άρα δεν είναι ο Δούκας>> συμπέρανε. <<Τόσο το καλύτερο! Ποιος άλλος θα ήθελε να κάνει κακό στην Ελένη μας; Κανείς!>> έκανε εύθυμα η Βιολέτα. <<Τι να πω; Μπορεί να μας λυπήθηκε ο Θεός...>> απάντησε ο Λάμπρος με αβεβαιότητα. Ο Γιάννος μπήκε στο σαλόνι και τους πλησίασε. <<Καλώς το αντράκι μας. Ήρθε κι η θεία, την είδες;>> του είπε εύθυμα η Βιολέτα, μα την αγνόησε. <<Πότε θα πάμε στη μαμά;>> ρώτησε τον πατέρα του. <<Θα δούμε Γιάννο μου>> απάντησε αδιάφορα ο Λάμπρος. <<ΕΙΠΕΣ ΘΑ ΠΑΜΕ!>>, <<Θα πάτε λεβέντη μου, θα τη δεις τη μαμά>> τον παρηγόρησε ο Μιλτιάδης. <<ΠΟΤΕ; ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΑΜΑ!!>> φώναξε θυμωμένα. <<Γιάννο! Χαμήλωσε τον τόνο!>> τον μάλωσε ο δάσκαλος. <<ΟΧΙ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΜΕ!! ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΑΜΑ!! ΠΟΤΕ ΘΑ ΤΗ ΔΩ;>>. Εκείνος αναστέναξε απελπισμένα. <<Θα πάτε Γιάννο μου. Πάμε τώρα να παίξουμε;>> έκανε καλοσυνάτα η Ασημίνα. <<ΟΧΙ! ΟΧΙ! Θέλω τη μαμά!>> επέμεινε το παιδί και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. <<Γιάννο...>>, <<ΕΙΠΕΣ ΘΑ ΠΑΜΕ, ΤΟ ΕΙΠΕΣ! ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΜΕ, ΟΥΤΕ ΘΑ ΤΡΩΩ, ΟΥΤΕ ΘΑ ΚΟΙΜΑΜΑΙ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙ Η ΜΑΜΑ!>> φώναξε κλαψουρίζοντας. Ο Λάμπρος σηκώθηκε απότομα. <<Πήγαινε να ντυθείς και φεύγουμε>>, <<Θα πάμε στη μαμά;>> ρώτησε ενθουσιασμένα το αγόρι. <<Ναι. Θα πάμε στη μαμά>>. Ο Γιάννος έτρεξε κατά πάνω του και του αγκάλιασε τα πόδια. <<Φχαριστώ πολύ μπαμπά!!>> έκανε κεφάτα κι ο δάσκαλος του χάιδεψε το κεφάλι απαλά. <<Ασημίνα, μπορείς να τον ντύσεις;>>, <<Ναι... Ναι, φυσικά. Πάμε αγάπη μου;>>. Ο μικρός την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε στο δωμάτιο. <<Πάω κι εγώ να σας βάλω λίγη χορτόπιτα. Ποιος ξέρει τι θα τρώει το κορίτσι εκεί μέσα>> ανακοίνωσε η Βιολέτα και έφυγε μαζί τους. Ο Λάμπρος σωριάστηκε στον καναπέ δίπλα στον πατέρα του και έπιασε το κεφάλι με τα χέρια. <<Κάνε κουράγιο αγόρι μου. Έρχονται δύσκολες μέρες. Μακάρι αυτός ο δικηγόρος να καταφέρει κάτι. Λένε είναι δαιμόνιος, μα κι εγώ έχω αμφιβολίες τόσο ξαφνικά που εμφανίστηκε>> είπε ο Μιλτιάδης και τον χτύπησε φιλικά στη πλάτη. <<Πατέρα, πρέπει να σου πω κάτι... Και δεν ξέρω πως θα το πάρεις>>, <<Το βλέπω πως μέρες βασανίζεσαι αλλά περιμένω να νιώσεις έτοιμος για να μου ανοιχτείς>>. Ο δάσκαλος χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Μία λύση υπάρχει για να σωθεί η Ελένη. Να ρίξουμε το φόνο πάνω στο Γιάννο>>. Ο Μιλτιάδης ανακάθισε. <<Ξέρω πως σου είναι δύσκολο, μα ο αδελφός μου δεν ζει. Η γυναίκα μου είναι ζωντανή, έχουμε ένα παιδί και...>> συνέχισε, μα ο Μιλτιάδης τον διέκοψε. <<Κάνε ότι χρειαστεί>> πέταξε ανέκφραστα. <<Αλήθεια το λες;>>, <<Ναι. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Η Ελένη πρέπει να γυρίσει στον άντρα της και τον γιο της. Ο Γιάννος μου, δεν γυρίζει πίσω. Αρκεί να βλέπω χαρούμενο το γιο σου, που πήρε το όνομα του και μου γαλήνεψε την ψυχή>>. Ο Λάμπρος τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω στο στέρνο του. <<Πονάω πατέρα... Αν πάθει κάτι η Ελένη...>>, <<Τίποτα δεν θα πάθει. Έχε πίστη. Αντέξατε τόσα με τη γυναίκα σου. Τώρα έχετε ακόμα μία δοκιμασία, μα θα βγείτε νικητές. Το νιώθω>>.

Ο Αργύρης Γκίκας μπήκε στο ξενοδοχείο Ακροπώλ και χαιρέτησε κεφάτα την κοπέλα στην υποδοχή. <<Κύριε Γκίκα, σας περιμένει ένας κύριος>> του είπε και έδειξε έναν άντρα με αυστηρό παρουσιαστικό, που καθόταν στο σαλόνι. <<Με ζητήσατε;>> ρώτησε ψυχρά ο δικηγόρος και εκείνος σηκώθηκε όρθιος. <<Δούκας Σεβαστός. Φαντάζομαι γνωρίζετε το όνομα μου>> γρύλισε απότομα. <<Φυσικά. Καθίστε. Να σας προσφέρω ένα ουίσκι;>>, <<Δεν είναι ανάγκη. Γνωρίζετε γιατί ήρθα;>>, <<Όχι. Και να ξέρετε, κανονικά δεν θα έπρεπε να μιλώ με τον αντίδικο της πελάτισσας μου. Ότι έχουμε να πούμε, θα τα πούμε στο δικαστήριο>>, <<Δεν ήρθα εδώ για την Σταμίρη, για σας ήρθα. Μου φαίνεται αδιανόητο, ένας δικηγόρος με τέτοιο όνομα, να αναλαμβάνει δωρεάν μια φόνισσα>>, <<Σας παρακαλώ, να λείπουν οι χαρακτηρισμοί. Το αν είναι όντως η δολοφόνος του υιού σας, θα το κρίνουν άλλοι>>. Ο Δούκας ξεφύσηξε και τον κοίταξε ψυχρά. <<Θέλω να αποσυρθείτε από την υπεράσπιση της Ελένης>>. Ο Αργύρης έβαλε τα γέλια. <<Νομίζω εγώ θα χρειαστώ ένα ουίσκι. Δεν σας παρεξηγώ φυσικά. Γνωρίζω πως οι άνθρωποι στην επαρχία είναι, πώς να το πω λαϊκά;, πιο αυθόρμητοι. Κύριε Σεβαστέ, καλύτερα να πάτε σπίτι σας και θα τα πούμε στο δικαστήριο>>. Ο Δούκας έβγαλε μία επιταγή και την άφησε πάνω στο τραπέζι. <<Σας δίνω αυτό το ποσό, μόνο για να αποσυρθείτε. Δεν έχετε να κάνετε τίποτε άλλο>>, <<Κάπου ξεπεράσαμε τα όρια. Δεν ξέρω αν έχετε καταλάβει σε ποιον μιλάτε>>, <<Ξέρω πολύ καλά>>, <<Τότε φύγετε χωρίς άλλη κουβέντα και, θα σας κάνω τη χάρη, να ξεχάσω αυτό το ατυχές περιστατικό. Καταλαβαίνετε πως θα ακουγόταν στο δικαστήριο πως ο πατέρας του θύματος προσπάθησε να χρηματίσει τον συνήγορο της κατηγορουμένης για να φύγει από την υπόθεση, έτσι; Λες και προσπαθεί να καταδικαστεί οπωσδήποτε, πριν εξεταστούν τα στοιχεία>> πέταξε ειρωνικά κι ο Δούκας μάζεψε την επιταγή. <<Κάποιος σε πληρώνει Γκίκα, εμένα δεν με ξεγελάς. Αλλά θα το βρω>> έκανε θυμωμένα και έφυγε από το ξενοδοχείο. Ο Αργύρης, χαμογέλασε. Πλησίασε το τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό για να πληκτρολογήσει τον αριθμό. <<Έλα. Τώρα επέστρεψα. Ναι, την είδα. Φοβισμένη είναι και μου κρύβει πράγματα ακόμα, αλλά θα ηρεμήσει... Δεν σε πήρα για αυτό. Με πλησίασε ο Δούκας. Ναι, όπως το είχες πει. Μη βιάζεσαι, δεν θα κάψουμε τα χαρτιά μας ένα προς ένα. Ήδη ο δάσκαλος μου έδωσε το πιο ισχυρό. Δεν μπορώ να μιλήσω από εδώ. Σε δύο μέρες, θα κατέβω στην Αθήνα και θα τα πούμε από κοντά. Πρέπει να συναντήσω τον Θωμά Κυπραίο και χρειάζομαι την βοήθεια σου... Ακριβώς, όπως το είπες...>>.

Ο δεσμοφύλακας άνοιξε την πόρτα του επισκεπτηρίου και έγνεψε στον Λάμπρο και τον μικρό, να περιμένουν. <<Ευχαριστούμε>> πέταξε ο δάσκαλος και έκατσε στην καρέκλα, παίρνοντας τον μικρό στην αγκαλιά του. <<Μπαμπά, θα χαρεί η μαμά που θα μας δει;>>, <<Θα χαρεί γιε μου, μα πρέπει να σταματήσεις να με πιέζεις συνεχώς. Θα τη βλέπεις τη μητέρα σου αλλά όταν είναι η σωστή ώρα>>, <<Πότε είναι η σωστή ώρα;>>, <<Όταν το λέει ο μπαμπάς, εντάξει;>>. Ο μικρός δεν απάντησε και κούνησε τα πόδια του νευρικά. Η πόρτα άνοιξε και η Ελένη μπήκε μέσα τρέμοντας. <<Είκοσι λεπτά έχετε>> δήλωσε ο χωροφύλακας, μα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και ο μικρός πήδησε από τα γόνατα του Λάμπρου και έτρεξε στην αγκαλιά της μητέρας του. Εκείνη έσκυψε και τον σήκωσε ψηλά, τυλίγοντας τα χέρια της σφιχτά γύρω από τον κορμό του. <<Αντράκι μου...>> ψέλλισε μέσα σε λυγμούς και ο μικρός έγειρε στο λαιμό της. <<Παλικαράκι μου, καλό>> του ψιθύρισε και έκατσε στην καρέκλα, απέναντι από τον Λάμπρο, βολεύοντας το παιδί στα πόδια της, που έμεινε ακουμπισμένο στον ώμο της και προσπαθούσε να την σφίξει με όλη του τη δύναμη. <<Καρδιά μου...>> έκανε ο άντρας και μάζεψε τα δακρυα από τα μάγουλα της, με τα ακροδάχτυλα του. <<Μην κλαις γιε μου, σε παρακαλώ>> έκανε η Ελένη τρέμοντας και ο μικρός την άφησε απαλά από τα χέρια του. <<Μαμά...>> είπε παραπονιάρικα το παιδί και την κοίταξε στεναχωρημένα. <<Μη μου κλαις αντράκι μου. Μου ραγίζεις την καρδιά>>. Ο μικρός συνέχιζε να την κοιτά βουρκωμένος. <<Έλα, τέρμα τα κλάματα τώρα, ε;>>, <<Αφού κι εσύ κλαις μαμά>>, <<Ε ντάξει. Θα σταματήσω κι εγώ. Να, δες!>> έκανε χαμογελώντας του. <<Πώς είσαι;>> ρώτησε ψύχραιμα ο Λάμπρος. <<Καλά είμαι. Όλα εντάξει. Εσείς; Άντε, τελειώνει και το καλοκαίρι και θα αρχίσεις σχολείο. Θυμάσαι να διαβάζεις ή ξέχασες;>> τον ρώτησε παιχνιδιάρικα, σφίγγοντας τις γροθιές της για να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Ο μικρός την αγνόησε και χάιδεψε το πρόσωπο της. <<Μαμά, πότε θα έρθεις σπίτι;>>, <<Τα είπαμε αυτά Γιάννο μου. Μην την ρωτάς συνέχεια!>> τον μάλωσε ο δάσκαλος. <<Θα κάνεις υπομονή αγοράκι μου και θα δούμε. Δεν σε προσέχει ο παππούς και η Βιολέτα, ε; Η θεία η Ασημίνα;>>, <<Θέλω να έρθεις εσύ μαμά. Με προσέχουν, μα εγώ θέλω εσένα>>. Η Ελένη τον ανασήκωσε στην αγκαλιά της. <<Μου φαίνεται δεν σε μαλώνει κανείς και βαρέθηκες κομμάτι. Να τους πω να σου βάζουν καμιά φωνή που και που, να μη σου λείπω>> προσπάθησε να του φτιάξει το κέφι, μα το παιδί την κοίταζε μουτρωμένα. Η Ελένη αναστέναξε. <<Το ξέρω ότι σου λείπω, μάτια μου. Κι εμένα μου λείπεις ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ, μα έτσι έχουν τα πράγματα και τώρα πρέπει να κάνουμε υπομονή>>, <<Κι ο μπαμπάς έτσι λέει...>> πέταξε νευρικά. <<Ε είδες; Κι εμένα μου λείπετε πολύ αγοράκι μου αλλά κάθε βράδυ, σας σκέφτομαι και σας νιώθω κοντά μου κι έτσι κοιμάμαι. Και δίνω ένα φιλί στη φωτογραφία σου και σκέφτομαι ότι, το μικρό μου το αγοράκι, θα νιώθει πως το δίνω σε εκείνον, ε αγάπη μου;>>. Ο μικρός έγνεψε καταφατικά. <<Μπράβο Γιάννο μου>>. Στράφηκε στο Λάμπρο και του χαμογέλασε αχνά. Εκείνος της έπιασε το χέρι. <<Σε ταλαιπωρεί;>>. Ο δάσκαλος γέλασε νευρικά. <<Έχει το πείσμα σου>>, <<Όλα τα άλλα τα πήρε από σένα όμως...>>. Εκείνος της φίλησε το χέρι τρυφερά. <<Ήρθε ο δικηγόρος;>>, <<Λάμπρο...>>, <<Δεν ξέρω, μη με ρωτάς>> τη διέκοψε πριν του πει τις αμφιβολίες της. <<Είναι αισιόδοξος>>, <<Έτσι λέει. Τέλος πάντων. Δεν ήρθαμε για αυτά. Θα τα πούμε άλλη στιγμή... Ορίστε κύριε, την είδες τη μαμά σου. Ελπίζω τώρα να είσαι πιο φρόνιμος>> έκανε δήθεν αυστηρά στον μικρό, που τυλίχθηκε γύρω από τα χέρια της μητέρας του. <<Ήθελα να δω τη μαμά>> μουρμούρησε νευρικά και η Ελένη τον φίλησε στο κεφάλι. <<Δεν έχουμε πει ότι ακούμε τους μεγάλους; Για να έλεγε ο πατέρας σου πως δεν μπορούσατε να έρθετε, δεν θα γινόταν. γιε μου. Είναι δυνατόν να το κάνει επίτηδες; Θέλω να είσαι καλό και ήσυχο παιδί, όχι να γκρινιάζεις>>. Λούφαξε στην αγκαλιά της κι εκείνη στράφηκε στον Λάμπρο, που της κρατούσε το χέρι. <<Είμαστε καλά, καρδιά μου. Μην ανησυχείς για μας. Σκεφτόμαστε να πάμε να μείνουμε στο σπίτι σου...>>, <<Να φύγετε από τον πατέρα σου;>>, <<Ναι. Νομίζω έχουμε ανάγκη από ηρεμία. Θα τους βλέπουμε συνέχεια φυσικά, μα το παιδί χρειάζεται και όρια. Ξεκινήσαμε με τον Φανούρη κάποια μερεμέτια, έκανα και αίτηση για το ρεύμα...>>. Η γυναίκα τον κοίταξε ανήσυχα. <<Θες Γιάννο μου να πάτε στο άλλο σπίτι;>> ρώτησε τον μικρό κι εκείνος κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Έχει μεγάλο κήπο και ο θείος ο Φανούρης, θα φέρει κοτούλες>> εξήγησε παιχνιδιάρικα. <<Αν θες κι εσύ...>> έκανε τρυφερά. Μίλησαν για λίγη ώρα ακόμα, με την Ελένη, να ρωτά συνεχώς τον μικρό για τη ζωή του στο χωριό. Το παιδί απαντούσε λυπημένα, ακουμπώντας στο στέρνο της μάνας του, λες και προσπαθούσε να χορτάσει την αγκαλιά της. Όταν ο δεσμοφύλακας, τους ανακοίνωσε πως έπρεπε να αποχωρήσουν, δάκρυα έτρεξαν με μιας από τα ματάκια του αγοριού, που έσφιγγε τον λαιμό της μητέρας τους, έχοντας τυλίξει τα χέρια του. Η Ελένη τον φίλησε στο λαιμό και του χάιδεψε τα μαλλιά. <<Γιάννο μου, περίμενε δυο λεπτά έξω, με τον κύριο, να πω κάτι με τη μαμά>> του ζήτησε ήρεμα ο Λάμπρος. Εκείνος τον κοίταξε μουτρωμένα. <<Θες να τη φιλήσεις;>> ρώτησε δειλά και ο πατέρας του, του εριξε μια παγωμένη ματιά. <<Επ! Τι λόγια είναι αυτά; Πιπέρι στο στόμα!>> τον μάλωσε παιχνιδιάρικα. Η Ελένη τον άφησε στο πάτωμα και έσκυψε μπροστά του. <<Κάνε μου μια τελευταία αγκαλιά αγοράκι μου και θα τα πούμε σύντομα πάλι>>, <<Μαμά, μπορώ να μείνω μαζί σου;>>, <<Πού παιδί μου; Εδώ;>>, <<Ναι, δεν με πειράζει. Μια μέρα μόνο>>, <<Δεν γίνεται αγάπη μου. Δεν είναι μέρος για παιδάκια εδώ. Θα είσαι με το μπαμπά και θα με σκέφτεσαι. Θα σε σκέφτομαι κι εγώ και θα είναι σαν να είμαστε μαζί. Και θα με βλέπεις συχνά>>. Το παιδί την αγκάλιασε για τελευταία φορά και βγήκε μαζί με τον φύλακα έξω. Η πόρτα έκλεισε και ο Λάμπρος την πλησίασε αποφασιστικά. Εκείνη κρεμάστηκε από τον λαιμό του και σφάλισε τα χείλη της πάνω στα δικά του, φιλώντας τον με πάθος. Ανέβηκε στις μύτες των ποδιών της και ένωσε το μέτωπο του με το δικό της. Η ανάσες τους έβγαιναν με δυσκολία και το φιλί τους γινόταν ολοένα και πιο υγρό. Εκείνη τραβήχτηκε πρώτη. <<Καρδιά μου...>> ψέλλισε. <<Ο γιος μας, με ξέρει πολύ καλά. Δεν άντεχα αν δεν σε φιλούσα, ψυχή μου>>, <<Λάμπρο, τι θα...>>. Έβαλε το δάχτυλο του μπροστά στο στόμα της. <<Θα έρθω να μιλήσουμε. Τώρα δεν έχουμε χρόνο και δεν θέλω να σπαταλήσω το ένα λεπτό μαζί σου, για να μιλάω για τη δίκη>>. Η γυναίκα τον φίλησε ξανά. <<Μου λείπετε. Μου λείπει το παιδί, εσύ... Η αγκαλιά σου...>>, <<Κι εμένα ζωή μου αλλά χρειάζεται υπομονή. Κι ο μικρός είναι καλά. Τον προσέχουν όλοι. Δεν είναι το ίδιο όμως... Είναι μια παρηγοριά να ξέρεις πως τον νοιάζονται τόσοι άνθρωποι>>, <<Κι εσύ;>> τον ρώτησε με παράπονο. Έσφιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και κόλλησε το κορμί της περισσότερο πάνω στο δικό του. <<Εγώ... Προσπαθώ... Για σένα και για τον μικρό μας...>> απάντησε βουρκωμένα. <<Θα το παλέψουμε και ότι γίνει>>. Τέντωσε τον λαιμό της κι ο δάσκαλος ακούμπησε τα χείλη του πάνω μαλακά. <<Σ' αγαπάω τόσο πολύ, ζωή μου. Νιώθω μισός μακριά σου. Μακάρι να μην ερχόμουν ποτέ στο χωριό. Σαν να έπεσε κατάρα στο σπιτικό μας>>, <<Κανένα μυστικό δεν μένει κρυφό για πάντα Λάμπρο. Ζήσαμε έξι χρόνια μόνοι, με μόνη παρηγοριά τον γιο μας, και τώρα ήταν η στιγμή να βγουν όλα στο φως. Τουλάχιστον, το παιδί μας γνώρισε τον τόπο του και τους συγγενείς του. Για μένα είναι μια παρηγοριά αυτό>> είπε τρυφερά και τον φίλησε ξανά.

<<Περάστε>> γρύλισε ο Δούκας και ο Θανόπουλος άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και μπήκε μέσα δειλά. <<Είσαι μόνος;>> ρώτησε με ηρεμία. <<Ναι, τι έγινε; Γιατί γύρισες;>>, <<Ήθελα να σου πω κάτι, αλλά ήθελα να είμαστε οι δυο μας, χωρίς τη Μυρσίνη ή τους γιους σου>>, <<Γιατί; Τι έγινε;>> πέταξε ο άντρας αγχωμένα. <<Η γυναίκα σου είναι παρορμητική. Δεν την αδικώ. Έχασε έναν λεβέντη δυο μέτρα και ο πόνος της μάνας, δεν γιατρεύεται όσα παιδιά κι αν έχει>>, <<Άσε τους προλόγους Ερρίκο και πες τι έχει συμβεί>>. Ο Θανόπουλος έκατσε απέναντι του και ψιθύρισε σιγανά. <<Ούτε να σκεφτείς να βάλεις κανέναν να κάνει κακό στην Σταμίρη, μες το κρατητήριο>>, <<Τι λες Ερρίκο; Για ποιον με πέρασες;>>. Ο δικηγόρος ξεροκατάπιε. <<Δούκα, ξέρω ποιος είσαι. Δεν ήρθα για νουθετήσεις. Εσένα προστατεύω. Υπάρχει λόγος>>. Ο Δούκας ανακάθισε. <<Εμένα προστατεύσεις; Από ποιον;>>, <<Έχω έναν δικό μου, στην ασφάλεια. Έχει δοθεί εντολή από ψηλά, να έχει προστασία. Κανένας δεν μπορεί να την πλησιάσει κι αν κάνεις την παραμικρή κίνηση, θα βρεθούμε με την πλάτη στον τοίχο>>. Εκείνος τον κοίταξε με τρόμο. <<Τι ναι αυτά που μου τσαμπουνάς; Τι προστασία; Ποιος έδωσε τέτοια εντολή;>>, <<Δεν ξέρω, ούτε μπορώ να μάθω. Σίγουρα όχι κάποιος τυχαίος>>. Ο άντρας σηκώθηκε και άρχιζε να βηματίζει στο δωμάτιο. <<Πρώτα ένας δικηγόρος σαν τον Γκίκα, αναλαμβάνει την υπόθεση. Τώρα αυτό. Τι συμβαίνει Ερρίκο; Ποιος θέλει να σώσει τη Σταμίρη; Γιατί αυτά, δεν είναι δουλειά ούτε του δασκαλάκου της, ούτε του αδελφού μου, ούτε κανενός από όσους ξέρω>>, <<Έξι χρόνια ζούσε στην Αθήνα. Δεν ξέρεις τι γνωριμίες έχουν>>, <<Χωρατά κάνεις; Τι γνωριμίες να έχουν ένας δάσκαλος και η γυναίκα του; Και γιατί κάποιος να τα κάνει όλα αυτά για χάρη της; Την ήξερε κι από χτες;>>, <<Πού πάει ο νους σου Δούκα;>>, <<Πουθενά. Κι αυτό είναι το χειρότερο. Κι αν η νύφη μου λέει την αλήθεια, ούτε του Λάμπρου ο νους πάει πουθενά κι αυτό είναι ακόμα πιο περίεργο...>>.

Το γραφείο του Αργύρη Γκίκα, βρισκόταν στην οδό Δημοκρίτου, στο Κολωνάκι. Δεν το είχε επιλέξει τυχαία. Όλη η αφρόκρεμα των δικηγόρων της Αθήνας, είχαν γραφεία στην ίδια περιοχή. Για τον κύριο Λαέρτη που διατηρούσε μπουτίκ, ακριβώς απέναντι, δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπει πολυτελή αυτοκίνητα, να σταματούν μπροστά στο μαγαζί του και καλοντυμένοι πελάτες, να χτυπούν το κουδούνι της νεόκτιστης πολυκατοικίας για να επισκεφτούν το γραφέιο του Αργύρη. Εκείνη την ημέρα όμως, το μάτι του έπεσε στην κόκκινη καμπριολέ Jaguar που πάρκαρε ακριβώς μπροστά στην πόρτα του και στην κυρία που βγήκε από μέσα, φορώντας μεγάλα μαύρα γυαλιά και ψηλά τακούνια. Ο κύριος Λαέρτης, κατάλαβε με μιας, πως το ροζ αέρινο φουστάνι που φορούσε, σίγουρα κόστιζε μια μικρή περιουσία ενώ κρατούσε μία μαύρη Chanel τσάντα. Ανέβηκε βιαστικά στην πολυκατοικία και έμεινε εκεί σχεδόν μία ώρα. Ύστερα κατέβηκε, μπήκε στην εντυπωσιακή κούρσα της και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Οδηγούσε γρήγορα. Της άρεσε η ταχύτητα. Δεν έκανε πάνω από 40 λεπτά να φτάσει στο σπίτι της, στην Κηφισιά. Έγνεψε στο φύλακα να της ανοίξει την πόρτα κι εκείνος της χαμογέλασε πλατιά. Οδήγησε ως το μεγάλο πάρκινγκ και έπειτα άφησε το αμάξι της στον σοφέρ για να το βάλει στη θέση του. <<Καλησπέρα κυρία>> της είπε καλοσυνάτα. Περπάτησε ως τη μεγάλη βεράντα, μπροστά στην είσοδο για να συναντήσει την Χρυσούλα, την οικονόμο του σπιτιού, που έπινε τον απογευματινό της καφέ. <<Ήρθες;>>, <<Ναι. Έγινε τίποτα;>>, <<Όχι καλέ, τι να γίνει; Ησυχία>> πέταξε αδιάφορα, ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό. <<Η μικρή;>> ρώτησε η γυναίκα. <<Κοιμάται μάτια μου, δεν την έβαλες για τον απογευματινό της ύπνο πριν φύγεις;>>, <<Και κοιμάται ακόμα η υπναρού; Για να πάω να δω...>> πέταξε κεφάτα και έφυγε για το δωμάτιο του παιδιού. Άνοιξε όσο πιο σιγά μπορούσε, την πόρτα και μπήκε μέσα. Οι κούκλες και τα παιχνίδια ήταν παραταγμένα ομοιόμορφα και το κοριτσάκι κοιμόταν σε ένα μεγάλο κρεβάτι με ουρανό και κουνουπιέρα, σαν μια μικρή πριγκίπισσα στο παλάτι του πατέρα της. Η γυναίκα ξάπλωσε δίπλα της και της χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο. <<Υπναρού...>> ψέλλισε και η μικρή τεντώθηκε. <<Ξύπνα μάτια μου, είναι αργά>>, <<Νυστάζω>> ψιθύρισε το παιδί. <<Δεν θα κοιμάσαι το βράδυ Λενιώ μου. Σήκω>> την παρακάλεσε η μητέρα της κι εκείνη ανασηκώθηκε. <<Πού ήσουν μαμά;>>, <<Σε μία δουλειά Ελένη μου. Σε μία δουλειά...>>

Continue Reading

You'll Also Like

67.4K 4.1K 99
Complete✔✨ . Μαριάνθη του 2020: *έσβησα την περίληψη* -------------------------------------------- 🏆#1 in fanfiction 🥈#15 in fanfiction 🏆#1 in mar...
106K 5.8K 74
《Τι είναι αυτά ;;》τον ρώτησα με θυμό και έδειξα τις πιπιλιές που έχει στον λαιμό του. 《Με απάτησες;;》τον ρώτησα με ένταση στην φωνή μου Με κοίταξε μ...
1M 54K 91
"Μπ-μπορείς να με αφήσεις;" τραυλιζω "Μα μωρό μου, και οι δύο ξέρουμε πως δεν θες να σε αφήσω"λέει και ενώνει τα χείλη μας. Απόσπασμα από Part 40 __ ...
308K 14.4K 66
Νικ και Αμέλια. ~~~~~~~~~~ Έκλαιγα τόσο έντονα και με λυγμούς που δεν μπορούσα να αναπνεύσω καλά καλά. Ο Νικ τρομοκρατηθηκε και στάθηκε στα γόνατα απ...