Δύο Πρόσωπα

By angry_bird24

32.6K 1.1K 82

Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. More

ΜΑΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΦΥΓΗ
ΜΑΡΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ
ΖΗΛΙΑ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 2
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΛΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΦΥΓΗ
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΦΙΛΙ
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ
ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
ΛΕΝΙΩ
ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ
Η ΚΟΥΡΣΑ
ΔΡΟΣΩ
Η ΔΙΚΗ - part 1
Η ΔΙΚΗ - part 2
H ΔΙΚΗ - part 3
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ
ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

410 22 6
By angry_bird24


Ο Λάμπρος βόλεψε την πλάτη του στον καναπέ και ξεφύσηξε, πιάνοντας το κεφάλι με τα χέρια του. Όλοι στεκόντουσαν στο πλάι του, αμίλητοι και κανείς δεν έβρισκε λόγια παρηγοριάς για εκείνον. Η Βιολέτα μπήκε στο σαλόνι και στάθηκε πάνω από το κεφάλι του, κοιτώντας τον με απελπισία. <<Τζίφος. Κουβέντα δεν παίρνει. Ούτε μια μπουκιά δεν έφαγε. Θα φάει λέει όταν έρθει η μαμά του, να τον ταΐσει>> τους είπε και ένας ταυτόχρονος αναστεναγμός ακούστηκε στο σαλόνι. <<Βρε παλικάρι μου, να πάω εγώ να τον καλοπιάσω; Είμαι καταφερτζού!>> πρότεινε πρόσχαρα η Αμαλία. <<Μπα, δεν ακούει κουβέντα. Τι του έταξα, του είπα ότι θα του κάνω γλυκό, τι ότι θα του φέρω παγωτό... Έχει πεισμώσει>> απάντησε η Βιολέτα. <<Αφήστε τον>> πέταξε ο Λάμπρος ψυχρά. <<Πώς να τον αφήσουμε βρε Λάμπρο; Το παιδί περνάει δύσκολα. Δεν είναι λίγο αυτό που σας βρήκε>> είπε καλοσυνάτα ο Φανούρης. <<Θα του μιλήσω εγώ. Μόλις βρω τη δύναμη, θα του μιλήσω>> τους δήλωσε ο δάσκαλος και κανείς δεν του απάντησε, σεβόμενοι την απόφαση του. <<Τι θα κάνεις γιε μου; Πες μας, να σε βοηθήσουμε>> ρώτησε ο Μιλτιάδης. <<Δεν μπορείτε πατέρα. Κανείς δεν μπορεί. Θα κατεβάσω την Αμαλία στην Αθήνα, το πρωί, θα κάνω και μερικές δουλειές και θα γυρίσω να βρω κάποιον δικηγόρο στη Λάρισα. Θα κάνω και τα χαρτιά μου για μετάθεση στο Διαφάνι>>. Τα μάτια του Μιλτιάδη άστραψαν. <<Τι;>>, <<Ναι πατέρα. Δεν μπορώ να φύγω πλέον. Η Ελένη είναι εδώ, όλα βγήκαν στο φως άρα το καλύτερο που έχω να κάνω, είναι να ξαναγυρίσω στη θέση μου>>. Η Βιολέτα έπιασε τον ώμο του ανδρός της και χαμογέλασε αχνά. <<Καλά θα κάνεις. Να μείνεις εδώ, δίπλα μας. Να έχουμε το νου μας και τον Γιάννο. Μας έχει ανάγκη τώρα, που δεν έχει τη μάνα του>>, <<Αυτό είναι το σωστό>> συμφώνησε ο Μιλτιάδης. <<Το σωστό θα ήταν να ήμουν πλάι στη γυναίκα μου. Αυτό θα ήταν το σωστό. Ανάθεμα την ώρα που γύρισα στο χωριό. Λες και άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και βγήκαν όλα στο φως!>> είπε νευρικά. Η Ασημίνα του έπιασε το χέρι. <<Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό. Μην απελπίζεσαι. Θα σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλον>>, <<Κι εσύ Ασημίνα;>> τη ρώτησε με περιέργεια. <<Πρώτη απ' όλους>>.

Η Ελένη ανακάθισε και κοίταξε παγωμένα τον εισαγγελέα. <<Θέλω δικηγόρο>> είπε ψυχρά. <<Σταμίρη έχεις καταλάβει σε τι θέση βρίσκεσαι; Μίλα τώρα και θα έρθει και ο δικηγόρος σου>>, <<Δεν έχω να πω τίποτα. Θα τα πω όλα, μόνο όταν έρθει εκείνος. Δηλώνω αθώα. Δεν σκότωσα εγώ τον Σέργιο. Πιέστηκα για να δώσω την προηγούμενη μου κατάθεση>>, <<ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΣ ΚΑΙ ΖΟΥΣΕΣ 6 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΠΛΑΣΤΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ>>, <<Γι' αυτό δηλώνω ένοχη όμως η ανάγκη με έφερε σε αυτό το σημείο. Δεν εξαπάτησα κανένα>> πέταξε, χωρίς να αλλάξει τον τόνο της. <<ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ;>>, <<Θα τα πω όλα, όταν έρθει ο δικηγόρος μου. Ως τότε δεν θα μιλήσω>> δήλωσε και δαγκώθηκε ελαφρά, μην ξέροντας τι να πει ακριβώς. <<Πολύ καλά. ΠΑΡΤΕ ΤΗ ΣΤΟ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΟ. Και το νου σου, Σταμίρη. Έχεις πολλούς εχθρούς. Φρόντισε να είσαι υπόδειγμα>> της πέταξε απειλητικά, μα εκείνη παρέμεινε ψύχραιμη.

Ο Γιάννος καθόταν στο κρεβάτι του, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του. Ο Λάμπρος μπήκε μέσα και στάθηκε στο πάτωμα μπροστά του. <<Να σε πάρω μια αγκαλιά;>>. Το αγόρι έγνεψε αρνητικά. <<Ωραία. Θες να πούμε όλη την αλήθεια, σαν άντρες; Θα την αντέξεις; Αν όμως στην πω, σημαίνει πως είσαι μεγάλος και πρέπει να φερθείς ωριμα γιατί η μαμά, μας έχει πάρα πολύ ανάγκη τώρα>> του δήλωσε με σοβαρότητα. <<Πού είναι η μαμά; Θέλω να πάω να τη δω>>, <<Σε 2-3 μέρες, θα τη δεις. Εκεί που είναι όμως, δεν μπορεί να έρθει>>, <<Πού είναι;>>. Ο δάσκαλος έκατσε δίπλα του και τον χάιδεψε στο κεφάλι. <<Περιμένω μια απάντηση. Αν σου πω την αλήθεια, θα το αντέξεις;>>. Το παιδί έγνεψε θετικά. <<Η μαμά, λόγω μια παρεξήγησης που έχει συμβεί, κρατείται στη χωροφυλακή της Λάρισας. Είναι ας πούμε... στη φυλακή>> εξήγησε ο δάσκαλος και ο μικρός τον κοίταξε σοκαρισμένος. <<Στη φυλακή είναι οι κακοί! Η μαμά δεν είναι κακιά!>>, <<Φυσικά και δεν είναι, όμως καμιά φορά οι άνθρωποι πάνε στη φυλακή και για άλλους λόγους. Θα κάνουμε ότι μπορούμε για να βγει σύντομα, ως τότε όμως, πρέπει να τη στηρίζουμε, να την βλέπουμε και να της λέμε πόσο την αγαπάμε. Εντάξει;>>, <<Και πότε θα τη δω;>> επέμεινε ο μικρός. <<Σύντομα. Σε 2-3 μέρες θα τη δεις. Δεν γίνεται όμως να μην τρως και να μην μιλάς σε κανέναν. Πρέπει να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον, αγόρι μου, κι εδώ μέσα υπάρχουν άνθρωποι που σε αγαπούν πάρα πολύ>>, <<Όχι όσο η μαμά!>> είπε με παράπονο. Ο Λάμπρος τον πήρε στην αγκαλιά του. <<Κανείς δεν σε αγαπάει όσο η μαμά και κανένας δεν αγαπάει τη μαμά όσο εσύ. Τώρα όμως, δεν μπορεί να είναι μαζί μας. Οπότε τι θα κάνουμε;>>, <<Τι;>>, <<Εγώ λέω να μείνουμε εδώ, στο χωριό, με τον παππού, την Βιολέτα, τη θεία την Ασημίνα και όλους όσους συμπαθείς και να είμαστε δίπλα στη μαμά για να την βλέπεις συχνά. Αν δεν θες να μείνουμε εδώ, μπορούμε να πάμε και στο δικό μας σπίτι με τον μεγάλο κήπο, που σου άρεσε>> του πρότεινε ο δάσκαλος. Το παιδί το σκέφτηκε για μια στιγμή. <<Εντάξει μπαμπά>> έκανε πικραμένα και χαμήλωσε το βλέμμα του. Ο Λάμπρος τον έσφιξε πάνω στο στήθος του κι ένιωσε μικρά καυτά δάκρυα, να τρέχουν στο πουκάμισο του. <<Να σαι δυνατός γιε μου. Να είσαι δυνατός και να έχεις πίστη. Θα γυρίσει η μαμά, όμως μέχρι τότε πρέπει να είμαστε κοντά της και να της δίνουμε κουράγιο>>.

<<Το αρνείται>> δήλωσε ο Δούκας ευθέως μπροστά στην Μυρσίνη, τον Κωνσταντή και τον Νικηφόρο. <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>> ούρλιαξε η γυναίκα. <<Το αρνείται. Λέει είναι μια πλεκτάνη και θα το αποδείξει στο δικαστήριο>>. Ο Κωνσταντής έβαλε τα γέλια. <<Ποιος θα την πιστέψει μωρέ; Έξι χρόνια παριστάνει την πεθαμένη. Δεμένη θα την πάνε μέσα. Άντε να της χαρίσουν τον απόσπασμα γιατί έχει το μούλικο>>, <<Μίλα καλύτερα Κωνσταντή>> τον μάλωσε ο Νικηφόρος. <<Γιατί; Επειδή είναι Σεβαστός;>> χλεύασε εκείνος. <<Κι αν είναι αλήθεια; Αν την μπλέξανε;>> αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος. <<ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ; ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΗΚΕ ΟΛΑ; Ένα βρωμοθήλυκο είναι που προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Η ΣΚΥΛΑ!>> πέταξε η Μυρσίνη. <<Συμφωνώ με την μητέρα σας. Η Σταμίρη το έκανε. Δεν ξέρω τι προσπαθεί να κερδίσει, όμως κανένας δικαστής δεν θα την πιστέψει. Ο Θανόπουλος είναι βέβαιος και ο δικηγόρος της, αν την αναλάβει πάλι ο Σαράφης, δεν είναι και κανένα σημαντικό όνομα. Έχει και τις κατηγορίες για πλαστοπροσωπία πάνω της, δεν τα γλιτώνει τα ισόβια. Μου αρκεί εμένα>> είπε με σιγουριά ο Δούκας. <<Η γυναίκα σου Νικηφόρε, πού είναι, ε; ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΗΤΑΝ, ΟΧΙ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΑΚΑΤΑΝΟΜΑΣΤΗΣ>>. Ο Νικηφόρος ξεφύσηξε. <<Θα της κάνω μια κουβέντα. Να κρατήσει ουδέτερη στάση>> συμφώνησε ήρεμα. <<Το καλύτερο είναι αυτό. Ας ξεγράψει την αδελφή της κι ας βλέπει αραιά και που, τον μικρό, να του παίρνει κανένα δωράκι. Δεν χρειάζονται πολλά-πολλά>> έκανε ο Δούκας αδιάφορα και έφυγε για το γραφείο του.

Η Αμαλία κοιτούσε τον Λάμπρο που οδηγούσε βιαστικά με προορισμό την Αθήνα, αμίλητος. <<Μήπως έπρεπε να έρθει κι ο Γιάννος μαζί μας, παλικάρι μου;>>, <<Δεν θα του έκανε καλό να γύριζε στο μέρος που ζούσαμε με τη μητέρα του. Καλύτερα στο χωριό>>. Η Αμαλία χαμογέλασε. <<Εσύ ξέρεις καλύτερα. Θες να μείνεις 1-2 μέρες να τελειώσεις τις δουλειές σου; Το σπίτι μου είναι ανοιχτό για σένα>>, <<Σε ευχαριστώ Αμαλία, μα θα φύγω με το βραδινό. Δεν μένω ούτε λεπτό. Αρκετά έκανες για μας>>, <<Χαρά στο πράγμα. Και να γινόταν κάτι, να με ευχαριστούσες. Να σου πω... Τι έχεις στο μυαλό σου; Εγώ σε διαβάζω>>. Ο δάσκαλος αναστέναξε. <<Ένα σχέδιο, μα δεν είμαι σίγουρος, ούτε αν θέλω να το προχωρήσω, ούτε αν θα δουλέψει. Θα πάω να βρω έναν παλιό γνωστό και θα δω μετά τι θα κάνω>>, <<Τι γνωστό; Θές κάποια βοήθεια από μένα;>> ρώτησε καλοσυνάτα η Αμαλία. Ο Λάμπρος της χαμογέλασε. <<Έκανε αρκετά για μας και σε υπερευχαριστώ. Τώρα θα αναλάβω εγώ>>.

Η Ασημίνα προχωρούσε στο χωριό, πλάι στη Θεοδοσία, κρατώντας το χέρι του Γιάννου. <<Θες να πάμε στο γεφυράκι να παίξεις;>> τον ρώτησε τρυφερά, μα ο μικρός συνέχισε να περπατά μουτρωμένος. <<Δεν με πειράζει>> απάντησε αδιάφορα. Η Θεοδοσία έσκυψε μπροστά του. <<Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι παλικάρι μου. Γέλασε μας λίγο>>, <<Θέλω να πάω στη μαμά>>, <<Αύριο που θα έρθει ο μπαμπάς, θα σε πάει. Έτσι δεν σου είπε; Κάνε λίγο υπομονή. Ως τότε, δεν θες να πάμε μια ωραία βόλτα, να παίξουμε όλοι μαζί; Ή μήπως θες να πάμε στην πλατεία, να παίξεις με τα άλλα παιδάκια;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα η Θεοδοσία. Το παιδι δεν απάντησε και η Ασημίνα, τον χάιδεψε στο κεφάλι. <<Εγώ νομίζω πρέπει να πάμε να βρούμε τον παγωτατζή, που θα περάσει σε λίγο και να φάμε από ένα παγωτό, να γλυκαθούμε>> πρότεινε πονηρά. Ο Γιάννος την κοίταξε συνωμοτικά. <<Εγώ τρώω παγωτό φράουλα και σοκολάτα>>, <<Ναι, ε; Κοίτα να δεις. Κι εμένα αυτά είναι τα αγαπημένα μου>> έκανε ενθουσιασμένα η Ασημίνα. <<Αλήθεια θεία;>>, <<Αμέ>>, <<Η μαμά τρώει βανίλια αλλά όχι δύο μπάλες γιατί παγώνει το στόμα της>>. Γέλασαν και οι δύο με το σχόλιο του. <<Κι ο μπαμπάς;>> ρώτησε ξανά η γυναίκα. Ο μικρός το σκέφτηκε. <<Όλα του αρέσουν. Τρώει και της μαμάς, αν δεν θέλει άλλο>>, <<Ε εντάξει, έκλεισε. Θα πάμε για παγωτό>> πέταξε κεφάτα η Θεοδοσία και άνοιξαν το βήμα τους. Λίγο πριν φτάσουν στην πλατεία, ο Νικηφόρος εμφανίστηκε μπροστά τους και τις κοίταξε αυστηρά. Η Θεοδοσία, έπιασε το χέρι του μικρού και δαγκώθηκε αμήχανα. <<Γιάννο, πάμε μέχρι τη βρύση και θα έρθει η θεία να μας βρει εκεί>> πρότεινε δειλά. Το παιδί έγνεψε και τους άφησαν μόνους. <<Τι νομίζεις ότι κάνεις;>> ρώτησε απότομα ο Νικηφόρος. <<Δεν σε κατάλαβα>> απάντησε ψυχρά εκείνη. <<Τριγυρνάς όλη μέρα με τον μικρό. Το ξέρω πως είναι ανιψιός σου όμως η Ελένη...>>, <<Άλλο η Ελένη, άλλο το παιδί. Μην τα μπλέκεις>>, <<Μπλέκονται μόνα τους. Γιος της είναι. Βλέπε τον πότε-πότε αλλά διακριτικά. Όχι να τριγυρνάς στο χωριό, σαν περήφανη θεία>>. Ένα νευρικό γελάκι, ξέφυγε από το στόμα της. <<Ο μικρός είναι ο μοναδικός συγγενής που έχω κι όσο λείπει η μάνα του, εγώ θα τον προσέχω σαν να ήμουν η Ελένη. Μην τολμήσεις να μου το απαγορεύσεις. Έξι χρόνια δέχομαι προσβολές και δεν απαντώ. Τώρα θα κοιτάξω τον ανιψιό μου>> του πέταξε θυμωμένα και έκανε να φύγει. Ο άντρας την έπιασε από το μπράτσο. <<Γιατί η Ελενη δήλωσε αθώα;>>. Η Ασημίνα του έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Γιατί είναι>> είπε με σιγουριά. <<Και τότε γιατί παραδέχτηκε τον φόνο τότε; Γιατί το έκανε;>>, <<Για να προστατεύσει εμένα και τη Δρόσω. Θα τα μάθεις όλα σύντομα, με αποδείξεις. Προς το παρόν, με περιμένει ο μικρός>> πέταξε και έφυγε για τη βρύση ταραγμένη.

--------------------------

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΝΩΡΙΤΕΡΑ

Ο Λάμπρος στάθηκε στην αυλή του σπιτιού του και πήρε βαθιά ανάσα, κοιτώντας τον ουρανό. Η Ασημίνα τον πλησίασε και στάθηκε πίσω του. <<Συγνώμη...>> ψέλλισε κι ο δάσκαλος γύρισε απότομα. <<Συγνώμη;>>, <<Ναι. Συγνώμη. Συγνώμη για όσα είπα για σένα. Δυο βαρίδια έχω μέσα μου: την προδοσία της αδελφής μου και το πόσο άδικα σε έκρινα τόσο καιρό. Δέξου τη συγνώμη μου και άσε με να σταθώ δίπλα σου, όπως θα στεκόμουν στον αδελφό μου>>. Ο Λάμπρος της χαμογέλασε αχνά. <<Δεν χρειάζεται να σε συγχωρήσω Ασημίνα. Δεν έχω καμία πίκρα για σένα, μέσα μου. Στο είχα πει και τότε: την αδελφή σου την αγαπάω και θα έκανα τα πάντα για εκείνη. Δεν ήταν απλά η ερωμένη μου, που απατούσα τη γυναίκα μου μαζί της. Ήταν τα πάντα. Και είναι ακόμα>>. Στάθηκε πλάι του και πιάστηκε από το μπράτσο του. <<Τι θα κάνεις; Σε ότι σκέφτεσαι, θέλω να με υπολογίζεις>> του δήλωσε. Εκείνος αναστέναξε. <<Δεν ξέρω. Το κεφάλι μου είναι γεμάτο, νιώθω πίεση από παντού. Πρέπει να βάλω τις σκέψεις μου σε μία σειρά. Σκέφτομαι να φύγω από δω. Να πάω να ζήσω με τον μικρό στο πατρικό σας. Στο σπίτι της μάνας του>>, <<Μοναχοί σας;>>, <<Ναι Ασημίνα. Δεν ξέρω πόσο καλό του κάνει, να ζει σε ένα σπίτι με τόσο κόσμο που προσπαθεί όλη μέρα να τον καλοπιάσει. Δεν τον μεγαλώσαμε έτσι εγώ και η Ελένη. Θα τους βλέπει φυσικά αλλά θα μπορώ να βάζω τα όρια μου>>. Η γυναίκα του χαμογέλασε. <<Εσύ είσαι ο πατέρας του και μόνο σε σένα και σε κείνη πέφτει λόγος. Ελπίζω μόνο η πόρτα σου να είναι ανοιχτή για μένα κι ότι κανόνες κι αν βάλεις, θα τους ακολουθήσω>> του δήλωσε αποφασιστικά. <<Νιώθεις μόνη;>> τη ρώτησε αυθόρμητα. Εκείνη έγνεψε θετικά. <<Κι εγώ έτσι νιώθω, χωρίς εκείνη. Αδύναμος, ευάλωτος...>>. Σκούπισε τα δάκρυα της και του έσφιξε το χέρι. <<Πες μου, τι σκέφτεσαι και ίσως μαζί, μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για την Ελένη. Είμαι μια Σεβαστού, Λάμπρο. Τουλάχιστον στον Νικηφόρο, έχω μια επιρροή>>, <<Είσαι ικανή να πεις ψέματα στον άνθρωπο σου για την Ελένη; Που η προδοσία της είναι ένα βάρος μέσα σου, όπως λες;>>. Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Δεν προδίδω τον άντρα μου, προδίδω την οικογένεια του, που ποτέ δεν με δέχτηκε και ποτέ δεν άνοιξε την αγκαλιά της για μένα. Πες λοιπόν, ποιο είναι το σχέδιο;>>

-----------------------------------

Ο δάσκαλος έκατσε στο καφενείο Κυδαθηναίων, στην Πλάκα και έγνεψε στον σερβιτόρο να του φέρει κρασί, μιας και είχε ανάγκη από λίγο αλκόολ στον οργανισμό του. Έβρεξε τα χείλη του και έμεινε να χαζεύει τους διαβάτες που περπατούσαν βιαστικά, μπροστά στα μάτια του. <<Δεν έμαθες πως όταν πρέπει να σκεφτούμε, δεν πινουμε, δασκαλάκο; Στο είχα ξαναπεί πριν χρόνια>> άκουσε μία φωνή πίσω του. Ο Θωμάς Κυπραίος, στεκόταν εκεί. Μπροστά του. Ολοζώντανος. Δεν είχε αλλάξει καθόλου από την τελευταία φορά που τον είδε. Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά του, κοιτώντας τον με απελπισία. <<Το είχα ανάγκη, μα αν δεν το θες, παραγγέλνουμε καφέ>> είπε και άπλωσε το χέρι του. Εκείνος τον αγκάλιασε εγκάρδια. <<Χρόνια και ζαμάνια. Χάρηκα κομμάτι που σε είδα>> πέταξε εύθυμα. <<Εγώ πάλι όχι, γιατί είχαμε πει πως θα βρισκόμασταν μόνο σε τεράστια ανάγκη και δυστυχώς ήρθε>> απάντησε ο δάσκαλος, μα ο Θωμάς του χαμογέλασε. <<Κανένα μυστικό δεν μένει κρυφό για πάντα. Στο είχα πει κι αυτό. Τι κάνει ο γιος σου; Παλικάρι θα έχει γίνει>>. Ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι του νευρικά. <<Έχει υπάρξει και καλύτερα>>, <<Της έκανες κι άλλα παιδιά;>>, <<Όχι. Μοναχογιός είναι>>, <<Πώς κι έτσι; Εσύ ήσουν ερωτιάρης. Δεν σε κρατάγαμε>> πέταξε κεφάτα, μα ο Λάμπρος τον κοίταξε αυστηρά. <<Έχεις καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης;>>. Ο Κυπραίος έβγαλε ένα γράμμα από την τσέπη του και το άφησε πάνω στο τραπέζι. <<Αν δεν το πάρουμε ήρεμα και ψύχραιμα, δεν θα πετύχουμε τίποτα>>, <<Εσύ; Τι σκοπούς έχεις;>>. Ο Θωμάς γέλασε. <<Αν έχω σκοπό να θυσιαστώ εγώ για να σώσω την Ελένη, εννοείς;>>. Ο άντρας κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Έτσι δεν το είχαμε συμφωνήσει;>>, <<Γιατί να το κάνεις; Δεν μας χρωστάς>> έκανε με απορία ο Λάμπρος. <<Έχω κι εγώ χρωστούμενα. Ξέρεις που. Ένα χαμένο κορμί είμαι δάσκαλε. Σε ποιον θα λείψω αν πάθω κάτι; Γύρνα στο χωριό σου και βρες δικηγόρο. Εξηγησέ του και μίλα στην Ελένη, αν δεν το έχεις κάνει ακόμα. Κι εμένα ξέρεις που θα με βρεις, μόλις χρειαστεί. Εκεί θα είμαι>>.

Η Βιολέτα γέμισε το ποτήρι της, με τσίπουρο και έκανε το ίδιο και με του Μιλτιάδη που καθόταν απέναντι της. <<Και μεζέ φάε, όχι μοναχά πιοτό>> γρύλισε κι ο άντρας, έφαγε έναν κεφτέ ανόρεκτα. <<Κοιμήθηκε ο Γιάννος;>> τη ρώτησε αδιάφορα. <<Πλάγιασε μα στο κρεβάτι του πατέρα του. Δεν δεχόταν να μείνει στην κάμαρη του>>, <<Ζητάει τη μάνα του;>>, <<Όχι μα την αναφέρει συνέχεια. Τι φταίει το δόλιο, το παιδί... Άντε να ξεκινήσει να τη βλέπει τουλάχιστον, μπας και ηρεμήσει>>, <<Ωραίο είναι αυτό; Να βλέπει τη μάνα του μέσα στη φυλακή;>>, <<Το θέμα είναι να τη δει Μιλτιάδη μου, κι ας είναι και μες το κελί. Δεν θα ηρεμήσει αλλιώς η ψυχούλα του. Άλλωστε ο Γιάννος ξέρει τι είναι η Ελένη>>. Ο Μιλτιάδης χαμογέλασε αχνά. <<Δεν πίστευα πως θα ακουγόταν το όνομα αυτό, ξανά, μέσα σε τούτο το σπίτι>>. Η Βιολέτα του έπιασε το χέρι τρυφερά. <<Χάρηκες άντρα μου, που γύρισαν για πάντα και ντρέπεσαι να το πεις για να μη φανεί πως δεν σκέφτεσαι τη νύφη σου. Εμένα δεν μου κρύβεσαι. Μπρόστα μου, παραδέξου το, να το βγάλεις από μέσα σου>>. Εκείνος της χαμογέλασε. <<Δεν ήθελα να περάσει το κορίτσι όσα περνά, μα είναι μια παρηγοριά να τους έχω κοντά μου. Κι αυτό το παλικαράκι, μου χει γαληνέψει τη ψυχή>>. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και ο Λάμπρος βρέθηκε στη συντροφιά τους. Το βλέμμα του ήταν κουρασμένο και σωριάστηκε σε μία καρέκλα, πλάι στη Βιολέτα. <<Καλώς τον. Να σου βάλω να φας!>> πέταξε αγχωμένα και τινάχτηκε όρθια. Εκείνος της έγνεψε να καθίσει. <<Ευχαριστώ Βιολέτα μου. Τσίμπησα κάτι, πριν μπω στο λεωφορείο. Είμαι καλά. Ο μικρός;>>, <<Καλά είναι. Πλάγιασε απλά στην κάμαρη σου. Δεν ήθελε να μείνει στη δική του>>, <<Καλά έκανε. Θα πάω κι εγώ τώρα μέσα. Έφαγε;>>, <<Ε με λίγο καλόπιασμα, κάτι έκανε. Στα αυγά και τις πατάτες, δύσκολα λέει όχι>>. Ο δάσκαλος στράφηκε στον πατέρα του. <<Τι έχεις πατέρα; Γιατί δεν μιλάς;>>. Ο Μιλτιάδης ανακάθισε. <<Γιατί πήγες στην Αθήνα; Κουβέντα δεν λες. Δεν βγήκαν σε καλό οι μυστικοπαθειες Λάμπρο. Να βοηθήσουμε θέλουμε όλοι>>, <<Σωστά τα λες, μα δεν είναι η ώρα ακόμα. Θα σου πω, μόλις είμαι έτοιμος>>, <<Καλώς>> γρύλισε ο άντρας. Έφυγε για το δωμάτιο, με το σώμα του κουρασμένο, μα γεμάτος υπερένταση. Μπήκε μέσα και βρήκε τον μικρό να κοιμάται γαλήνια. Ξεκούμπωσε βιαστικά το πουκάμισο του και το κρέμασε στην ντουλάπα. <<Άραγε στα ξαναντικρίσω τη γυναίκα μου σε αυτό το μαξιλάρι; Θα ξαπλώσω ξανά πλάι της;>> σκέφτηκε ο δάσκαλος και έσφιξε τις γροθιές του. Η νύχτα ήταν ζεστή. Προσπάθησε να ακουμπήσει στο στρώμα, όσο πιο μαλακά γινόταν, μα ο Γιάννος ξύπνησε με μιας. <<Μπαμπά;>> έκανε νυσταγμένα. <<Σσσσσ. Κοιμήσου γιε μου. Εδώ είμαι>> του είπε σιγανά. Το αγόρι ανασηκώθηκε και τον κοίταξε πικραμένα. <<Εβλεπα τη μαμά στον ύπνο μου. Ήταν στεναχωρημένη>>, <<Τα όνειρα μας δείχνουν την ψυχή μας κι εσένα η ψυχή σου είναι πληγωμένη γιατί σου λείπει η μαμά. Κλείσε τα ματάκια σου και θα περάσει>>, <<Πότε θα τη δω;>>, <<Αύριο ή μεθαύριο, θα σε πάω να τη δεις. Και θα την βλέπεις συχνά. Για να χαίρεσαι κι εσύ, να χαίρεται κι εκείνη που της λείπεις πολύ>>, <<Εσένα σου λείπει μπαμπά;>>, <<Ναι αγοράκι μου αλλά θα κάνουμε υπομονή, εντάξει; Κι εγώ κι εσύ>>. Το παιδί τον αγκάλιασε και έγειρε στον λαιμό του. <<Θα λέω κάθε βράδυ μια προσευχή για να γυρίσει η μαμά>>, <<Να λες παλικάρι μου, να λες. Κι εύχομαι να μην μας εγκατέλειψε ο Θεός...>>.

Ο Λάμπρος ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του και διάβασε ξανά την αίτηση μεταθέσεως στον τόπο καταγωγής του. Ο Γιάννος που καθόταν απέναντι του και έτρωγε μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα, τον κοίταξε με περιέργεια. <<Και δεν θα ξαναπάμε στο σπίτι μας;>>, <<Θες να πάμε; Και να είμαστε μακριά από τη μαμά;>>. Το παιδί ανακάθισε. <<Όχι μπαμπά>>. Ο δάσκαλος του χαμογέλασε. <<Είχα μια άλλη ιδέα, αλλά θέλω να τη συζητήσουμε μαζί>> του είπε κεφάτα. Η πόρτα χτύπησε και το αγόρι μούτρωσε με μιας. <<Να πάω στο δωμάτιο μου να φάω και να παίξω;>>, <<Βαρέθηκες τις επισκέψεις;>> ρώτησε πονηρά ο Λάμπρος και το αγόρι έγνεψε θετικά. <<Άντε, πήγαινε και θα σου πω μετά την ιδέα μου>> πέταξε ο δάσκαλος και πήγε να ανοίξει την πόρτα. Απ' έξω στεκόταν ένας καλοντυμένος άντρας, που φορούσε ένα γκρι κοστούμι και κρατούσε ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα. Το άρωμα του ήταν βαρύ και ζάλισε για μια στιγμή τον Λάμπρο, που τον κοίταξε παραξενεμένος. <<Καλημέρα. Ο κύριος Σεβαστός;>> ρώτησε με ήρεμη φωνή. <<Ο ίδιος. Εσείς ποιος είστε;>> έκανε, αν και η μορφή του, του φάνηκε γνωστή. <<Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε; Αργύρης Γκίκας. Είμαι δικηγόρος>>. Το στομάχι του Λάμπρου δέθηκε κόμπος. Ο άντρας αυτός ήταν ο μεγαλύτερος δικηγόρος της χώρας και η φήμη του, απλωνόταν παντού. Αν ο Δούκας είχε προσλάβει τον Γκίκα για να αναλάβει την πολιτική αγωγή στη δίκη της γυναίκας του, ήταν χαμένη από χέρι. Παραμέρησε να περάσει και έκλεισε την πόρτα πίσω του. <<Πείτε μου, τι συμβαίνει;>> ρώτησε ανήσυχα, μα ο Γκίκας χαμογέλασε. <<Ήρθα να σας ζητήσω να αναλάβω την υπεράσπιση στην υπόθεση της συζύγου σας>>, <<Τι πράγμα;>>, <<Να καθίσουμε;>> ρώτησε αυστηρά ο δικηγόρος και ο δάσκαλος έγνεψε καταφατικά. <<Θέλω να αναλάβω την κυρία Ελένη Σταμίρη και αποφάσισα να απευθυνθώ σε σας, μιας και είστε ο σύζυγος της άτυπα, αφού ο γάμος σας θεωρείται άκυρος, όπως γνωρίζετε ήδη>>. Ο Λάμπρος έμεινε σιωπηλός. Δεν το είχε καν σκεφτεί, μα ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε. <<Σας γνωρίζω κύριε Γκίκα, μα πώς και πήρατε αυτή την πρωτοβουλία;>>, <<Διάβασα στις εφημερίδες την υπόθεση και με ενδιαφέρει. Ξέρετε... Εμεις οι νομικοί, συνηθίζουμε να αναλαμβάνουμε τέτοιους είδους πρωτοφανείς υποθέσεις για να ενισχύσουμε τη φήμη μας. Τι λέτε; Δέχεστε να την αναλάβω;>>, <<Η φήμη σας είναι ήδη τεράστια>>. Ο Αργύρης γέλασε. <<Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο σας, μα αφήστε με να έχω άλλη άποψη. Πάντα μία ενδιαφέρουσα υπόθεση είναι καλοδεχούμενη, κύριε Σεβαστέ. Δεν μου απαντήσατε όμως>>. Εκείνος του έριξε ένα βλέμμα αμφιβολίας. <<Απ' όσο γνωρίζω, το γραφείο σας βρίσκεται στην Αθήνα...>>, <<Φυσικά. Στο Κολωνάκι>>, <<Πώς θα αναλάβετε την γυναίκα μου από την πρωτεύουσα; Η δίκη της, θα γίνει εδώ>>, <<Α μα δεν είναι πρόβλημα, αγαπητέ μου. Θα μείνω για ένα διάστημα, στη Λάρισα>>. Αυτή τη φορά, ο δάσκαλος τον κοιτούσε σοκαρισμένος. <<Θα αναλάβετε την υπόθεση της γυναίκας μου αφιλοκερδώς και μαζί τα έξοδα διαμονής σας, στην Λάρισα; Για ποιο λόγο;>>, <<Μα σας εξήγησα. Άλλωστε δεν είναι σημαντικό έξοδο για μένα. Κύριε Σεβαστέ, γιατί αντιδράτε έτσι; Συνειδητοποιείτε νομίζω τι ευκαιρία είναι αυτή για την σύζυγο σας>>, <<Αντιδρώ έτσι γιατί νιώθω πως κάτι μου κρύβετε. Ποιος σας έστειλε; Ποιος πληρώνει την αμοιβή σας; Αφήνετε υποθέσεις που θα σας φέρουν χιλιάδες δραχμές για να αναλάβετε αφιλοκερδώς την υπόθεση της Ελένης; Έχω διαβάσει για σας και...>>. Ο Αργύρης γέλασε ξανά ειρωνικά. <<Σας εξήγησα. Κύριε Σεβαστέ, Λάμπρο αν μου επιτρέπεις, δώσε μου την συγκατάθεση σου και θα φύγω άμεσα για τη χωροφυλακή της Λάρισας, να συναντήσω την Ελένη>>. Εκείνος έμεινε σκεπτικός για μία στιγμή. <<Μπορώ να σε εμπιστευτώ;>>. Ο Αργύρης κούνησε το κεφάλι θετικά. <<Δεν έχω μάθει να χάνω. Η γυναίκα σου, με χρειάζεται>>. Ο δάσκαλος του άπλωσε το χέρι. <<Πριν πας στη Λάρισα, πρέπει να μιλήσουμε. Έχω να σου δώσω κάποια στοιχεία, που η Ελένη δεν τα γνωρίζει>>.

Ο δικηγόρος, πάρκαρε το αυτοκίνητο του (μια γκρι Mercedes 190SL), έξω από το ξενοδοχείο Ακροπώλ στην Λάρισα και μπήκε βιαστικά στο χώρο της ρεσεψιόν, χαμογελώντας στη νεαρή κοπέλα που του έγνεψε κεφάτα. <<Το δωμάτιο σας είναι έτοιμο, κύριε Γκίκα!>> έκανε χαρούμενα. <<Σε ευχαριστώ, μα δεν θα ανέβω. Πέρασα να κάνω ένα τηλέφωνο και θα φύγω ξανά. Μπορώ;>>, <<Να φυσικά! Ορίστε>> είπε, δείχνοντας του τη συσκευή. <<Λαμπρά!>> αναφώνησε ο Αργύρης και σήκωσε το ακουστικό. <<Καλημέρα. Αργύρης Γκίκας. Ναι περιμένω...>>. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του και περίμενε να ακούσει μια γνώριμη φωνή από την άλλη μεριά του ακουστικού. <<Καλημέρα. Πως είσαι σήμερα; Βρίσκομαι στη Λάρισα και σε λίγο θα πάω να βρω την Σταμίρη στο κρατητήριο. Ναι, ναι, τον συνάντησα. Καλός άνθρωπος μου φάνηκε. Ίσως όχι τόσο δυναμικός, όσο περίμενα τον άντρα μιας φόνισσας.  Σε πειράζω. Σε πήρα απλά για να μην ανησυχείς... Φυσικά και δέχτηκε να την αναλάβω, ποιος δεν θα δεχόταν; Επιφυλακτικός βέβαια αλλά λογικό δεν είναι; Δεν με ήξερε κι από χτες. Τέλος πάντων, θα γίνουν όλα όπως τα συμφωνήσαμε. Από τη στιγμή που δέχτηκα, δεν έχεις να ανησυχείς... Θα το φροντίσω, όμως ξέρεις πως αν γίνει αυτό, θα υποψιαστούν πως κάτι δεν πάει καλά μαζί μου... Αφού δεν σε αφορά, προχωράω και σε ενημερώνω. Ας δούμε επιτέλους από κοντά, ποια είναι η Ελένη Σταμίρη...>>

Continue Reading

You'll Also Like

11.9K 654 47
Για όλα υπάρχει μία αιτία. Όλα λένε για κάποιο λόγο γίνονται. Υπάρχουν όμως πολλές αδικίες. Πολλά προβλήματα. Αλλά και η ομορφιά πάντα βγαίνει στην ε...
380 36 5
Η πορεία της Θεοφανώς προς το φως οδηγεί τον Αντρέι σε σκοτεινά μονοπάτια. Δύο κόσμοι,κριματα πολλά
137K 14.2K 72
"Να σε ρωτήσω τι κανεις;" έκανα τρία βήματα προς τα πίσω ενώ αυτός ερχόταν όλο και πιο κοντά μου. "Σαν τι σου φαίνεται να κάνω;" Χαμογέλασε πονηρά. Ό...
57.6K 2.2K 40
Μια αναπάντεχη άφιξη θα καταφθάσει στο Hogwarts Ένας νέος καθηγητής θα αναστατώσει όλο το σχολείο και συγκεκριμένα μια μαθήτρια Δύο διαφορετικοί χα...