Δύο Πρόσωπα

By angry_bird24

33.4K 1.1K 82

Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. More

ΜΑΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΦΥΓΗ
ΜΑΡΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ
ΖΗΛΙΑ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 2
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΛΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΦΥΓΗ
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ
ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΛΕΝΙΩ
ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ
Η ΚΟΥΡΣΑ
ΔΡΟΣΩ
Η ΔΙΚΗ - part 1
Η ΔΙΚΗ - part 2
H ΔΙΚΗ - part 3
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ
ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

ΤΟ ΦΙΛΙ

610 19 2
By angry_bird24

Ο Δούκας τους πλησίασε σοκαρισμένος. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Ο μικρός του έριξε μια θλιμμένη ματιά. <<Τι κάνεις εδώ Λάμπρο;>> κατάφερε να ψελλίσει. <<Τι κάνω στο χωριό μου; Περίεργες ερωτήσεις κάνεις Δούκα>> πέταξε απότομα. Ο άντρας έριξε μια ματιά στον μικρό. Το παιδί φοβήθηκε. <<Θέλω να μιλήσουμε οι δυο μας>>. Ο δάσκαλος χαμογέλασε. <<Τι να πούμε εμείς οι δυο;>>, <<Ξέρεις πολύ καλά. Μήπως θες να τα πω μπροστά στο γιο σου;>>. Ο Λάμπρος του έγνεψε θετικά. <<Γιάννο, κάτσε εδώ στο σκαλάκι να πω δυο κουβέντες με τον κύριο κι έρχομαι>>. Το παιδί δεν απάντησε αλλά έκατσε, υπακούοντας τον πατέρα του. Στάθηκαν λίγα μέτρα πιο μακριά. <<Πού είναι η Σταμίρη;>> μπήκε κατευθείαν στο θέμα. <<Στο νεκροταφείο του χωριού>> απάντησε ειρωνικά. <<Κόψε το δούλεμα δάσκαλε. Ξέρω πως ζει. Πού είναι!>>. Ο Λάμπρος γέλασε. <<Περιμένεις να σου πω...>>, <<Όχι. Δεν περιμένω αλλά σου δίνω μία ευκαιρία να σώσεις το τομάρι της γυναίκας σου. Πές της να παραδοθεί κι εγώ δεν θα την πειράξω. Θα δικαστεί και θα τελειώσει εκεί το θέμα>>, <<Όπως τη περασμένη φορά; Που η Μυρσίνη έβαλε κάποιον Βόσκαρη να τη σκοτώσει μες τη φυλακή; Πλάκα έχεις Δούκα>>. Ο άντρας δαγκώθηκε. <<Δεν ξέρω τι μου λες όμως τώρα σου δίνω το λόγο μου πως αν παραδοθεί, θα αποφασίσει η δικαιοσύνη για την τυχη κι όχι εγώ>>. Ο δάσκαλος αναστέναξε. <<Καμία δικαιοσύνη δεν υπάρχει Δούκα. Καμία! Δεν ξέρω που κρύβεται. Άσε με στην ησυχία μου>> έκανε πικραμένα ο Λάμπρος μα εκείνος τον σταμάτησε. <<Προστάτευσε τον γιο σου και τον εαυτό σου. Εκείνη είναι χαμένο χαρτί. Μην σκέφτεσαι ανόητα>>, <<Η Ελένη δεν σκότωσε τον Σέργιο. Όλα μια πλεκτάνη ήταν κι όταν μπορώ να στο αποδείξω και να την αφήσεις στην ησυχία της, τότε θα εμφανιστεί μπροστά σου. Κάνε στην άκρη τώρα>> πέταξε απότομα και έφυγε προς το μέρος του μικρού, αφήνοντας τον μόνο του.

Η Αμαλία έκατσε στο πλάι της Ελένης που ήταν ακίνητη για ώρα. <<Σε λίγο θα πάω να τηλεφωνήσω στο Λάμπρο>>. Κούνησε θετικά το κεφάλι της. <<Θες να τον ρωτήσω κάτι;>>, <<Μόνο αν είναι καλά εκείνος και το παιδί>> απάντησε κι ένας λυγμός ήρθε στο στόμα της. <<Μαριώ μου, πρέπει να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Έχω μια ιδέα, που νομίζω είναι καλή>>, <<Τι ιδέα;>> εκανε με περιέργεια η Ελένη. <<Θα μιλήσω για αρχή με την κυρά-Ματούλα, τη σπιτονοικοκυρά σας, να αδείασουμε το σπίτι και να στείλουμε τα πράγματα σας στο Διαφάνι. Άλλωστε στο σπίτι να ξαναγυρίσετε, αποκλείεται, ε καλη μου;>>. Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά με λύπη. <<Έτσι είναι>>, <<Κι έπειτα θα πάμε στο Βόλο, στο σπίτι της κουμπάρας μου, που λείπει στην Αμερική. Θα είσαι κοντά στον άντρα σου και τον γιο σου. Σε λίγο καιρό, το βαπόρι που είναι ο Θεόφιλος, πιάνει Θεσσαλονίκη. Ίσως 2-3 μήνες. Θα σε βάλω μέσα και θα φύγεις κι έπειτα έρχονται και οι δικοί σου>>. Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα. <<Να φύγω από τη χώρα μου δηλαδή. Σαν κυνηγημένη... Κι άντε πες, εγώ έχω κι ένα κρίμα. Ο άντρας μου; Ο γιος μου; Τις αμαρτιές μου θα πληρώνουν μια ζωή;>> τη ρώτησε με δακρυσμένα μάτια. <<Ο άντρας σου κι ο γιος σου, θέλουν να σε έχουν δίπλα τους. Όπου γης και πατρίς. Μην σκέφτεσαι έτσι. Το θέμα είναι να σωθείς. Και να σου πω και κάτι; Καλύτερα θα μεγαλώσει το παλικάρι σου στο εξωτερικό. Ξέρεις ευκαιρίες που υπάρχουν; ΝΑ! Μόνο θετικά να σκέφτεσαι>>. Η Λενιώ της χαμογέλασε. <<Α ρε Αμαλία. Άγγελος είσαι. Πώς θα στο ξεπληρώσω;>>, <<Θα έρχομαι διακοπές να με φιλοξενείς και θα μου το ξεπληρώσεις. Λοιπόν, κάτσε εδώ τώρα, να πάω εγώ να τηλεφωνήσω και τα υπόλοιπα, τα λέμε σε λίγο. Εντάξει;>>. Η Ελένη κούνησε το κεφάλι καταφατικά.

Η Θεοδοσία έσκυψε μπροστά στο Γιάννο που της χαμογέλασε αχνά. <<Εσύ είσαι ο Γιάννος;>>. Το παιδί της έγνεψε. <<Εγώ είμαι η Θεοδοσία. Χάρηκα>> είπε και έσφιξε το χεράκι του. <<Θες μια βανίλια γλυκό;>> τον ρώτησε παιχνιδιάρικα και το παιδί στράφηκε στο Λάμπρο. <<Μπαμπά να φάω;>>, <<Ε αφού στο προσφέρει η Θεοδοσία, δεν είναι ευγενικό να της πεις όχι>. Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του. <<Πάμε μέσα, να σου δείξω και τη κάμαρη μου, να μου κάνεις και μια ζωγραφιά. Εντάξει;>>. Έφυγαν μαζί και ο δάσκαλος, κάθισε με τον πατέρα του και τον Φανούρη, που κοίταζε τόση ώρα το παιδί αυστηρά. <<Κάθε βδομάδα μιλούσαμε Λάμπρο. Για δεν μου είπες πως έχεις γιο; Τον έκρυβες;>> πέταξε ψυχρά ο επιστάτης. <<Είχα τους λόγους μου Φανούρη. Μη με παρεξηγείς>>, <<Όχι μωρέ, μην το σκέφτεσαι. Δεν είμαστε δα και φίλοι, να μου λες τα προσωπικά σου. Τη δουλειά μου κάνω>> πέταξε πικρόχολα ο Φανούρης. <<Εγώ σε θεωρώ φίλο μου Φανούρη και κάποια στιγμή, θα στα πω όλα>>, <<Να λείπει. Δεν με αφορούν>> είπε και σηκώθηκε να φύγει. Το τηλέφωνο του καφενείου χτύπησε και ο Παναγιώτης απάντησε. <<Κατερίνα; Α η σπιτονοικοκυρα του δάσκαλου>>. Ο άντρας πετάχτηκε όρθιος κι έπιασε απότομα το ακουστικό. <<ΝΑΙ;>>, <<Έλα παλικάρι μου. Είπα αυτό που ήθελες. Καλά είναι η γυναίκα σου, μην ανησυχείς. Έφυγαν κι αυτοί οι διάολοι από το σπίτι>>. Ο Λάμπρος ανάσανε. <<Δόξα τω Θεώ. Ευχαριστώ πολύ>>, <<Εσείς; Όλα εντάξει; Ανησυχεί η δόλια>>, <<Όλα καλά. Δεν υπάρχει κάνενα πρόβλημα>>, <<Εντάξει αγόρι μου. Αύριο στις 11:00 να είσαι στη χωροφυλακή σας. Θα καλέσω εκεί από πιο ασφαλές τηλέφωνο. Εδώ, το αυτί του Θόδωρα είναι χωνί. Θα πάω στο παντοπωλείο στη Σκάλα, που το έχει ξέχωρα. Να είσαι εκεί>>, <<Ευχαριστώ. Ευχαριστώ πολύ. Θα είμαι>>. Πριν προλάβει να φύγει, το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Το σήκωσε ενστικτωδώς, νομίζοντας πως είναι ξανά η Αμαλία. <<Παρακαλώ>> έκανε με περιέργεια. <<Ποιος είναι;>> ακούστηκε μία φωνή από μέσα. <<Εσείς ποιον θέλετε;>>, <<Τον δάσκαλο. Παναγιώτης λέγομαι. Θέλω να προγυμνάσει το γιο μου, τον Θωμά για το πανεπιστήμιο>>. Ο Λάμπρος πάγωσε. <<Εγώ είμαι>>, <<Τράβα σε άλλο τηλέφωνο και πάρε με τώρα. Περιμένω>>.

--------------------------

ΙΟΥΝΙΟΣ 1959

Ο Λάμπρος έριξε μια παγωμένη ματιά στον Κυπραίο. Σχεδόν ξημέρωνε. Ο άντρας σημείωνε κάτι τελευταίο. <<Τα κατάλαβες;>>. Έγνεψε θετικά. <<Ωραία. Κοίτα μην αποτύχεις>>, <<Το ίδιο κι εσύ>>, <<Εγώ δεν θα αποτύχω>>, <<Ούτε κι εγώ>>. Έμειναν να κοιτάζονται κι έπειτα ο Θωμάς ξεφύσηξε. <<Θέλω το γράμμα του αδελφού σου>>, <<Θα αστειεύεσαι>>, <<Το κατέστρεψες;>>, <<Όχι αλλά...>>, <<Φέρτο>> πέταξε απότομα. <<Όχι. Πες μου πρώτα τι το θες>>. Εκείνος χαμογέλασε. <<Είσαι λίγος δασκαλάκο. Το μυαλό σου έχει μείνει στα βιβλία. Γι' αυτό δεν της ταιριάζεις της Ελένης, μα τι να το κάνουμε; Έπεσε στον έρωτα σου>> είπε ειρωνικά. <<Τι το θες;>>, <<Καμιά αλήθεια δεν μένει για πάντα στο σκοτάδι Λάμπρο. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια. Πρέπει να έχουμε μια λύση αν ποτέ την πιάσουν>>, <<ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ>>, <<ΔΕΝ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ! Κι αν γίνει; Πρέπει να έχουμε μια έσχατη λύση για το μέλλον δάσκαλε. Κι εγώ την έχω>>

---------------------------------

Η Θεοδοσία χαμογέλασε δειλά στον Γιάννο. Ο μικρός άφησε στο τραπέζι το ποτήρι με το υποβρύχιο. <<Δεν θες άλλο;>> τον ρώτησε καλοσυνάτα. <<Όχι, ευχαριστώ κυρία Θεοδοσία>>, <<Θεοδοσία σκέτο. Είμαστε φίλοι, ε;>>, <<Εντάξει>> το δέχτηκε ευγενικά. <<Και δεν μου λες, πόσο χρονών είσαι;>>, <<5.5>>, <<Ααα και θα πας σχολείο φέτος ή του χρόνου;>>, <<Φέτος. Έχω κερδίσει χρονιά λέει ο μπαμπάς. Ξέρω να διαβάζω λίγο>>, <<Ε με μπαμπά δάσκαλο, να μην ήξερες;>>. Ο μικρός ανακάθισε. <<Τη μαμά; Πώς τη λένε;>>, <<Μαρία>>, <<Είναι δασκάλα κι εκείνη;>>. Έγνεψε αρνητικά. <<Όχι. Αλλά ξέρει πολλά πράγματα>>, <<Και τώρα πού είναι;>>, <<Με τη κυρία Αμαλία. Χτύπησε ο άντρας της και τη βοηθάει>>. Η Θεοδοσία χαμογέλασε ξανά. <<Σου λείπει;>> τον ρώτησε τρυφερά. <<Ναι αλλά ο μπαμπάς λέει για λίγο θα είμαστε χωρίς εκείνη, μετά θα έρθει. Εσύ έχεις παιδιά;>>. Η κοπέλα του χάιδεψε το κεφάλι. <<Όχι αγόρι μου. Δεν έχω. Αλλά αν είχα, θα ήθελα να ήταν σαν εσένα. Έτσι ευγενικό και καλό... Να σου δώσω ένα φιλί;>> του ζήτησε ντροπαλά. Ο Γιάννος σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα της. Τον φίλησε απαλά στο μάγουλο και τον αγκάλιασε.

Η Αμαλία άφησε δίπλα στην Ελένη ένα τσάι και ένα πιάτο με κουλουράκια. <<Φάε μάτια μου, μην μένεις νηστικιά>>, <<Δεν πάει τίποτα κάτω>>. Η γυναίκα αναστέναξε. <<Μαριώ, χρειάζεσαι δυνάμεις. Έρχονται δύσκολες μέρες. Μην καταρρεύσεις. Μαριώ σε λέω ακόμα, ε; Δεν μπορώ να το συνηθίσω αυτό το Ελένη με τίποτα βρε κόρη μου>>. Εκείνη έβαλε τα γέλια. <<Ούτε ο άντρας μου, το Μαρία. Έξι χρόνια και δεν του έβγαινε με τίποτα. Όλο αλλιώς με έλεγε. Κορίτσι μου, αγάπη μου...>> πέταξε χαμογελώντας. Η Αμαλία έκατσε δίπλα της. <<Να φανταστώ δεν τον γνώρισες σε κάποια βραδιά ποίησης>> έκανε ειρωνικά και η Ελένη πνίγηκε ελαφρά με το τσάι. <<Μαζί μεγαλώσαμε. Ο πατέρας μου δεν τον ήθελε για γαμπρό. Χωρίσαμε για ένα διάστημα, εκείνος παντρεύτηκε άλλη...>>, <<Ο ΛΑΜΠΡΟΣ; Έλα Χριστέ. Αυτός σε κοιτάζει και λιώνει!>>. Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Ήταν ένα λάθος, που το πληρώσαμε ακριβά. Η πρώην πεθερά του ήθελε να με καταγγείλει για το φόνο και...>>, <<Α τη κάργια! Κακό ψωφο να έχει!>>. Η κοπέλα αναστέναξε. <<Μη μιλάς έτσι. Τέλος πάντων. Ήταν σε διάσταση όταν έμεινα έγκυος και το κατάλαβα στα κρατητήρια>>. Η Αμαλία ανακάθισε. <<Δηλαδή σα να λέμε, την απατούσε την σύζυγο ο δάσκαλος μαζί σου; Βρε και δεν του το χα...>> μονολόγησε. <<Βρε Αμαλία, ντροπή! Από παιδιά αγαπιόμασταν>>, <<Βρε σε γλένταγε και ήταν παντρεμένος; Άρα την απατούσε!>> έκανε παιχνιδιάρικα. <<Αχ βρε Αμαλία, καλά που έχω κι εσένα και γελάω με τα χάλια μου. Λες να με ζητάει ο μικρός; Δεν ξέρεις πόσο πικραμένος φαινόταν. Κι είναι και τετραπέρατος, δεν του ξεφεύγει τίποτα. Το κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά>>, <<Μόλις πάμε στο Βολό, θα βρούμε τρόπο να του μιλήσεις. Μια χαρά θα είναι. Θα τον κανακεύσει όλο το χωριό. Κι ο παππούς του, που τον έχει στερηθεί, χατίρι δεν θα του χαλά. Μη σκας>>.

Περπατούσαν πιασμένοι χέρι-χέρι, κι ο Λάμπρος τον κοίταξε χαμογελώντας. <<Εγώ σε ξέρω, κύριε μου. Σ' αρέσει εδώ. Το βλέπω στα μάτια σου κι ας μην το λες>> έκανε παιχνιδιάρικα ο δάσκαλος. <<M' αρέσει πολύ μπαμπά αλλά θέλω να έρθει και η μαμά εδώ. Θα της αρέσει πολύ>>, <<Λες;>>, <<Ναι γιατί έχει πολλά φυτά και λουλουδια και εκείνης της αρέσουν!>>. Ο αντρας συνέχισε να περπατά ώσπου μπήκαν στην αυλή ενός σπιτιού και ο μικρός άρχισε να κοιτάζει με περιέργεια. <<Ποιος μένει εδώ μπαμπά;>>. Ο Λάμπρος στάθηκε κάτω από τις τρεις λεύκες. <<Κανείς. Σ' αρέσει;>> τον ρώτησε. <<Είναι πολύ ωραίο και έχει μεγάλο κήπο>>, <<Δικό μας είναι>>, <<ΔΙΚΟ ΜΑΣ; Το αγόρασες μπαμπά;>>, <<Το είχαμε. Δικό μου, δικό σου και της μαμάς>>. Ο μικρός άρχισε να κοιτά τριγύρω ενθουσιασμένα. <<Της μαμάς θα της αρέσει πολύ. Θα φυτέψει παντού λουλούδια και θα τα ποτίζει!>>. Toυ χάιδεψε το πρόσωπο γλυκά. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και ο Φανούρης κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά. <<Λάμπρο; Δεν ήξερα πως θα εισαι εδώ>> έκανε ψυχρά. <<Ήρθαμε με τον μικρό μια βόλτα>>, <<Καλά έκανες. Σπίτι σου είναι άλλωστε>> πέταξε με έναν τόνο ειρωνείας. <<Γιάννο, ο κύριος Φανούρης είναι φίλος>> είπε ο δάσκαλος στο παιδό. <<Επιστάτης>> διόρθωσε ο άντρας. <<Επιστάτης και φίλος>>. Ο Φανούρης του χάιδεψε τα μαλλιά. Το αγοράκι τον κοίταξε με καλοσύνη κι εκείνος, παρόλη την ψυχρότητα που ήθελε να βγάλει, ένιωσε μια ζεστασιά μέρα του. <<Μπορώ να πάω να δω το σπίτι μέσα; Ε κύριε Φανούρη;>>, <<Να πας λεβέντη μου. Άντε, τρέχα>> τον παρακίνησε και το παιδί έφυγε. <<Σου μοιάζει ο γιος σου. Όλα στα πήρε. Θα χει παράπονο η μάνα του, όποια είναι τέλος πάντων, που δεν της πήρε τίποτα>> σχολίασε παγωμένα στον Λάμπρο. <<Πήρε το πείσμα της>> απάντησε αυθόρμητα κι ο Φανούρης τον κοίταξε πικραμένα. <<ΜΠΑΜΠΑΑΑΑΑ! ΜΠΑΜΠΑΑΑΑΑΑΑ!>> φώναξε ο Γιάννος. <<Λες να έπαθες κάτι;>> αγχώθηκε ο επιστάτης και οι δυο τους ανέβηκαν στο σπίτι. <<Τι ναι παιδί μου;>> ρώτησε ο πατέρας του. Ο μικρός τους πλησίασε, κρατώντας μια παλιά φωτογραφία. <<ΜΠΑΜΠΑ ΚΟΙΤΑ, ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΜΑ! ΕΔΩ ΤΗ ΒΡΗΚΑ. ΚΟΙΤΑ ΚΟΙΤΑ!>>. Ο Λάμπρος πάγωσε. <<Δεν είναι Γιάννο μου>> ψέλλισε, και έριξε μια ματιά στο Φανούρη που τους κοιτούσε με περιέργεια. <<Η μαμά είναι σου λέω. Κοίτα τη!! Μπορώ να την κρατήσω; Σε παρακαλώ! Να της δίνω ένα φιλί το βράδυ!>>, <<Πήγαινε την εκεί που την βρήκες. Σε παρακαλώ>> του είπε αυστηρά ο δάσκαλος κι ο μικρός έφυγε μουτρωμένος. Ο επιστάτης κοντοστάθηκε. <<Τι λέει Λάμπρο ο μικρός;>>, <<Τίποτα. Μη δίνεις σημασία. Παιδί είναι>>, <<Tι παιδί είναι Λάμπρο; Δεν ξέρει να ξεχωρίσει τη μάνα του; Χωρατά κάνεις;>>. Ο άντρας κατέβασε το βλέμμα του. <<Τόσο πολύ μοιάζει η νέα σου γυναίκα στην Ελένη;>> ρώτησε τρέμοντας. Ο Λάμπρος δεν απάντησε. <<Μίλα μωρέ! Τόσο πολύ της μοιάζει ή...;>>. Ο δάσκαλος ξεφύσηξε με απελπισία. Τα μάτια του επιστάτη είχαν γεμίσει δάκρυα και το κορμί του τρανταζόταν. <<Ζει;>> ψιθύρισε. Εκείνος τον έπιασε από τον ώμο και βγήκαν έξω. Κατέβηκαν τις σκάλες και στάθηκαν μπροστά στα δέντρα. <<Λέγε πανάθεμα σε, ποια είναι η μάνα του; Η Ελένη;>>, <<Φανούρη...>>, <<ΠΕΣ ΜΩΡΕ! ΖΕΙ Η ΚΥΡΑ ΜΟΥ;>>. Έβγαλε το πορτοφόλι του από το σακάκι και το άνοιξε μπροστά του. Τράβηξε τη φωτογραφία του Γιάννου από τη διάφανη θήκη κι έδειξε στον επιστάτη μία δεύτερη που βρισκόταν από κάτω. Ο άντρας την πήρε στα δάχτυλα του και ξέσπασε σε κλάματα. Ήταν η Ελένη που κρατούσε στην αγκαλιά της το παιδί, τη μέρα των γενεθλίων του. <<Λενιώ μου... Ζεις κορίτσι μου. Ζει η ψυχή μου. Πώς βρε Λάμπρο; Γιατί δεν μου το είπατε; Πώς...>>, <<Φανούρη, φτάνει, σε παρακαλώ. Θα έρθω στα χωράφια αύριο και θα τα πούμε όλα. Μη μιλήσεις πουθενά. Κινδυνεύει. Γι' αυτό γύρισα εγώ με το παιδί>>, <<Γιος της είναι μωρέ; Πανάθεμα τον, φτυστός εσύ βγήκε>> έκανε γελώντας. Το παιδί κατέβηκε τις σκάλες και στάθηκε δίπλα στο Λάμπρο. <<Πάμε μπαμπά;>> ρώτησε βαριεστημένα. Ο επιστάτης γονάτισε μπροστά του. <<Μωρέ τι λεβέντης είσαι συ. Σωστό αντράκι>>. Το αγοράκι χαμογέλασε ντροπαλά. <<Θείο Φανούρη να με λες, εντάξει; Και να ξανάρθεις, να παίξεις. Θα σου βάλω και μια κούνια στη λεύκα τη μεσαία>>. Το παιδί ευχαριστήθηκε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

Η νύχτα είχε πέσει όταν η Αμαλία με την Ελένη βγήκαν κρυφα και πήγαν στο απέναντι σπίτι με κάθε προφύλαξη. Άναψαν ένα μικρό πορτατίφ κι άρχισαν να πακετάρουν τα πράγματα που είχαν απομεινει στο σπίτι. <<Μόνο τα πράγματα μου θέλω (τα κουζινικά, τα σεντόνια..) και το γραφείο του Λάμπρου. Κάποια από τα έπιπλα είναι της κυρά-Ματούλας. Και τα λίγα δικά μας, χάρισμα της>> μονολογούσε η Λενιώ. <<Μην ανησυχείς κοπέλα μου. Όλα θα τα φτιάξουμε. Χώρο έχει ο άντρας σου στο χωριό για να τα βάλει;>>, <<Σπίτι ολόκληρο έχω μωρέ Αμαλία. Η προίκα μου που δεν την χάρηκα ποτέ. Μήτε εγώ, μήτε ο άντρας μου>> σχολίασε πικρόχολα. Έβγαλε το όπλο από τη ζώνη της και το άφησε πάνω στο τραπέζι. <<Τι τον κουβαλάς αυτόν τον διάολο;>>, <<Για ασφάλεια μωρέ Αμαλία. Εσύ με έφαγες να το κουβαλώ>>, <<Μα σκιάζομαι που το βλέπω. Τέλος πάντων. Στο Βόλο πώς θα πάμε μωρέ Μαριώ;>>, <<Δεν ξέρεις να οδηγείς; Μα ξέρεις>>, <<Εγώ θα οδηγήσω; Κάλλιο να πάρουμε αυτόν τον Δούκα να μας μεταφέρει. Πιο ασφαλες είναι από το να πιάσω εγώ τιμόνι>>. Γέλασαν κι οι δύο με το αστείο της. <<Ξέρω λίγο να οδηγώ, μα ούτε εγώ καλά. Έχουμε άλλη λύση όμως; Σιγά σιγά και θα φτάσουμε κάποια στιγμή. Τι λες;>>. Η Αμαλία της χαμογέλασε. <<Τι να πω; Σου χαλώ χατίρι; Πάμε κι έχει ο Θεός. Κι αν μάθει ο Θεόφιλος πως έπιασα τιμόνι, θα γελά από το Αμέρικα που είναι μπαρκαρισμένος>>.

Η Θεοδοσία βοηθούσε τον Γιάννο να στήσει το καινούργιο του τρενάκι στο πάτωμα, μέσα στην κάμαρη του. <<Πόσα βαγόνια έχει;>> ρώτησε με ενδιαφέρον η κοπέλα και ο μικρός άρχισε να μετρά. <<Οκτώ!>> απάντησε ενθουσιασμένα. <<Αυτό είναι τεράστιο! Πωπω!>>, <<Ο παππούς ο Μιλτιάδης μου το πήρε. Δεν έχω γενέθλια αλλά είπε δεν πειράζει γιατί αργούν>>, <<Πότε είναι τα γενέθλια σου;>> ρώτησε η Θεοδοσία, ενώ προσπαθούσε να κουμπώσει τις ράγες, την μία μέσα στην άλλη. <<20 Φεβρουαρίου>>, <<Αργείς. Και η γιορτή σου αργεί, και τα Χριστούγεννα αργούν άρα καλά έκανε ο παππούς>> συμφώνησε εκείνη. Ο Λάμπρος μπήκε με τον Μιλτιάδη στο δωμάτιο και τους χάζεψαν το καινούργιο παιχνίδι. <<Πατέρα, δεν χρειαζόταν τόσο μεγάλο δώρο>> τον μάλωσε ο δάσκαλος. <<Να μην ανακατεύεσαι. Λες και του έχω κάνει πολλά δώρα. Σ' άρεσε Γιάννο μου;>>. Ο μικρός χαμογέλασε πλατιά. <<Παππού είναι πολύ μεγάλο! Κοίτα!>>, <<Μπράβο λεβέντη μου!>>, <<Ναι, μπράβο λεβέντη μου αλλά πέρασε η ώρα. Συνεχίζεις το πρωί>> πέταξε ο Λάμπρος. Ο μικρός σηκώθηκε μουτρωμένα και η Θεοδοσία τον αγκάλιασε. <<Πες ευχαριστώ για τη βοήθεια>> τον ορμήνευσε ο δάσκαλος. <<Ευχαριστώ Θεοδοσία. Θα ξανάρθεις να πάιξουμε;>>, <<Αμέ! Βέβαια θα ξαναρθώ>> του απάντησε καλοσυνάτα και βγήκε από το δωμάτιο. Ο μικρός φίλησε τον Μιλτιάδη και έμεινε μόνος με τον Λάμπρο που τον βοήθησε να αλλάξει. Έκατσε δίπλα του και πήρε ένα από τα παραμύθια που είχαν φέρει μαζί. <<Για να δούμε...>> πέταξε ο δάσκαλος και ξεκίνησε το διάβασμα μα ο μικρός τον σταμάτησε. <<Μπαμπά;>>, <<Τι ναι παιδί μου;>>, <<Θέλω να μιλήσω στη μαμά. Μου έλειψε>> έκανε πικραμένα. <<Θα το κανονίσω γιε μου. Λίγο υπομονή και θα μιλήσετε>>, <<Θα της λείπουμε πολλή>>, <<Το ξέρω αγόρι μου. Θα της μιλήσεις. Στο υπόσχομαι>> του είπε και το παιδί έγειρε στην αγκαλιά του. Αποκοιμήθηκε χωρίς να ακούσει το παραμύθι κι ο δάσκαλος σηκώθηκε αργά και πήγε να φύγει από την κάμαρη. Πριν το κάνει έριξε μία τελευταία ματιά μέσα. Σε αυτό το δωμάτιο έμενε όταν αποφάσισε να χωρίσει τη Θεοδοσία. Εκεί βρισκόντουσαν με την Ελένη κρυφά κάποιες φορές, σαν παράνομοι εραστές, λίγο πριν αφήσει οριστικά την πρώην γυναίκα του. Άφησε τις σκέψεις του να τον ταξιδεύσουν, σε εκείνες τις ανέμελες στιγμές.

.......................

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1959

Η συνεδρίαση του αγροτικού συνεταισμού τελείωσε λίγο μετά τις 22:00 το βράδυ και τα μέλη άρχισαν να φεύγουν από το σπίτι του Μιλτιάδη. Εκείνος είχε πιάσει κουβέντα με τον Ζήση και ο Λάμπρος βρήκε την ευκαιρία να ξεπροβοδίσει την Ελένη, μιας και η Θεοδοσία είχε πλαγιάσει από νωρίς για να αποφύγει να συναντηθεί μαζί της. Όταν έφτασαν πλάι στη πόρτα, ο δάσκαλος βεβαιώθηκε ότι ο πατέρας του δεν του έβλεπε κι έσκυψε στο αυτί της. <<Πήγαινε στην κάμαρη μου, πρώτη πόρτα δεξιά και περίμενε με>> ψιθύρισε και η Λενιώ τον κοίταξε ταραγμένη, μα υπάκουσε στη θέληση του. Όταν ο Ζήσης έφυγε, ο Μιλτιάδης τον κοίταξε νευρικά. <<Θα φύγεις;>> ρώτησε με ένα τόνο αυστηρότητας. <<Όχι>>, <<Πάλι καλά. Και πρόσεχε λίγο. Δεν θα σου θυμίζω κάθε μέρα πως είσαι παντρεμένος ακόμα>>, <<Τι μου το λες πατέρα; Λες να το ξεχνώ;>>, <<Έχεις δει πως κοιτάζεις την Ελένη; Τέλος πάντων. Πάω να ξαπλώσω. Εσύ;>>, <<Θα πλαγιάσω κι εγώ. Κουράστηκα σήμερα>>. Η απάντηση του ευχαρίστησε τον Μιλτιάδη, που έγνεψε φεύγοντας. Ο Λάμπρος πήγε με τη σειρά του στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του, κλειδώνοντας. Έπειτα έριξε μια παθιασμένη ματιά στην Ελένη που καθόταν στο κρεβάτι. <<Έχεις τρελαθεί; Τι δουλειά έχω εδώ; Καλύτερα να ερχόσουν σπίτι μου!>> τον μάλωσε χαμηλόφωνα. <<Δεν γίνεται καρδιά μου, να φεύγω κάθε βράδυ>>, <<Εντάξει, δεν σου είπα τίποτα. Εγώ δεν έπρεπε να μείνω εδώ>> απάντησε με απελπισία. Εκείνος γονάτισε μπροστά της. <<Και να μη σε έβλεπα καθόλου; Με το ζόρι κρατιόμουν να μην σε φιλήσω μπροστά σε όλους>> ψέλλισε παιχνιδιάρικα και τη φίλησε αισθησιακά, δαγκώνοντας τα χείλη της. <<Θα μας ακούσουν Λάμπρο>> τον μάλωσε σιγανά. <<Δεν θα βγάλουμε άχνα. Κανείς δεν θα μας ακούσει>> της είπε αποφασιστικά και το χέρι του τρύπωσε ανάμεσα στα πόδια της, χαιδεύοντας την απαλά ενώ ένας μικρός αναστεναγμός πρόδωσε την ευχαρίστηση που ένιωσε. Τα δάχτυλα του έπιασαν το εσώρουχο της από την άκρη και το τράβηξαν μαλακά ως τις γάμπες της. Έσπρωξε το σώμα της πάνω στο κρεβάτι και έφερε το πρόσωπο του, κάτω από το φουστάνι της, κάνοντας την να νιώθει τον ηλεκτρισμό στο κορμί της. Η γλώσσα του που κουνιέται με αργές και κάθετες κινήσεις ασκώντας της πίεση, έκανε τα πόδια της να μουδιάζουν. Τα χέρια του ακολουθούν την πορεία του σώματος της κάτω από το φόρεμα κι όταν έφτασαν στο στήθος της, κατέβασε το μεσοφόρι με τον στηθόδεσμο τόσο όσο να χαϊδέψει τις θήλες της που είχαν πετρώσει. Εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω από το κεφάλι του, πιεζόντας τον να συνεχίσει να την ερεθίζει. Λίγο πριν αφήσει τους χυμούς της, άνοιξε σχεδόν βίαια τα πόδια της και ανασηκώθηκε κυρτώνοντας τους γοφούς του και χώνοντας το σώμα του ορμητικά μέσα στο δικό της. Κρατούσε τη λεκάνη της με δύναμη και λίκνιζε το κορμί του ρυθμικά, πετυχαίνοντας να παραλύει κάθε της κύτταρο. Κάθε του διείσδυση είναι πιο βαθιά και επιτακτική, κάνοντας την ηδονή να μαζεύεται άργα μέσα στο στήθος της και να σκορπίζεται σε όλο το σώμα της. Δαγκώνονται και οι δύο, προσπαθώντας να μην βγάλουν τον παραμικρό ήχο, καθώς το πάθος τους κορυφώνεται κι αφού τα σωθηκάν τους τρέμουν χωρίς σταματημό, ο Λάμπρος σωριάζεται στο πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια της που κρέμονται από το κρεβάτι. Το εσώρουχο της είναι πεταμένο στο πάτωμα δίπλα του, μα εκείνη αντί να το αναζητήσει, απαλλάσσεται απότομα από το φουστάνι της και βολεύεται στην αγκαλιά του. <<Με τρελαίνεις, το ξέρεις; Χάνω το μυαλό μου>> της ψιθύρισε, ακουμπώντας ελαφρά τα χείλη του στήθος της. Η Ελένη κράτησε το κεφάλι του, πάνω της και του χάιδεψε τα μαλλιά με τα δάχτυλα της. <<Κάντο ξανά>> ψέλλισε ντροπαλά και η φωνή της σχεδόν δεν έβγαινε. <<Ποιο;>> αναρωτήθηκε εκείνος με αφέλεια. <<Ξέρεις ποιο. Θέλω ξανά>> του ζήτησε ντροπαλά. Ο δάσκαλος την ξάπλωσε στο κρύο πάτωμα και χύθηκε στο λαιμό της. <<Ξανά και ξανά, γυναίκα μου. Δεν θα σε χορτάσω ποτέ>>

........................

Η Θεοδοσία έβαλε ακόμα ένα ποτήρι κρασί και βολεύτηκε στον καναπέ. Η ημερομηνία δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό τις. 20 Φεβρουαρίου. Άρα η μητέρα του μικρού, έμεινε έγκυος 9 μήνες πριν, δηλαδή το Μάιο. Πώς γίνεται αυτό; Το Μάιο του 1959, ο Λάμπρος ζούσε στο Διαφάνι και είχε σχέση με την Ελένη. Να την απατούσε με την μητέρα του μικρού; Να μην ήταν γιος του; Όχι, αυτό δεν το πίστευε. Του έμοιαζε καταπληκτικά το παιδί. Η είσοδος του δάσκαλου στο σαλόνι, διέκοψε τις σκέψεις της. Ήταν πανέμορφος. Η γοητεία του, είχε ακόμα επιρροή πάνω της. <<Δεν έφυγες;>> τη ρώτησε δειλά. <<Είπα να μην κλειστώ από τώρα στο καμαράκι μου. Κάθομαι κάποια βράδια, περιμένω τη Βιολέτα. Θες την ησυχία σου; Να φύγω; Δεν παρεξηγώ>> είπε με μια ανάσα, μα εκείνος της έγνεψε να μείνει. Πήρε ένα ποτήρι κι έβαλε λίγο κρασί. <<Κοιμήθηκε ο Γιάννος;>>, <<Ναι ευτυχώς. Δεν περίμενα να κοιμόταν τόσο εύκολα εδώ, μα κουράστηκε όλη μέρα και τον πήρε με μιας ο ύπνος>>. Η Θεοδοσία του έτριψε το χέρι. <<Του λείπει η μητέρα του;>>. Εκείνος κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Χωρίσατε; Γι΄αυτό γύρισες;>>. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Όχι. Μην τα ρωτάς καλύτερα>>, <<Δεν με εμπιστεύεσαι;>>, <<Φυσικά, μα δεν είμαι έτοιμος να μιλήσω. Κάποια στιγμή, ίσως τα πούμε...>>. Εκείνη τέλειωσε το κρασί από το ποτήρι της και τον κοίταξε λάγνα. <<Την αγάπησες τουλάχιστον;>>, <<Καλύτερα να πάω κι εγώ για ύπνο>> ψέλλισε κι έκανε να σηκωθεί. <<Ποτέ δεν σε ξεπέρασα. Παρόλα αυτά που έγιναν, παρότι γύρισες με το παιδί μιας άλλης, ποτέ δεν έπαψα να σε σκέφτομαι. Γι' αυτό δεν προχώρησα...>>. Εκείνος ξεφύσηξε νευρικά. <<Με φέρνεις σε δύσκολη θέση και...>>, <<Ξέρω πως δεν μ' αγαπάς, μα αν αυτό που έγινε με τη γυναίκα σου, είναι ανεπανόρθωτο, εγώ να ξέρεις είμαι εδώ για να γίνω μια δεύτερη μάνα για τον μικρό και για σύζυγος ξανά για σένα. Αρκεί να το θες έστω λίγο>> του είπε με θράσος και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. 

Continue Reading

You'll Also Like

116K 10K 36
Η Μαρια ειναι ενα κανονικο 16 χρονο κοριτσι που δεχεται bullying εδω και ενα χρονο, ο εκφοβιστης της, Γιωργος, ξαφνικα την ερωτευεται τι θα γινει τοτ...
13K 1.1K 54
H Y/n είναι Ελληνίδα αλλά λόγο σπουδών θα μετακομίσει Κορέα. Εκεί έχει ήδη κλείσει σπίτι για να μείνει με έναν συγκάτοικο που δεν ξέρει ακόμα γιατί έ...
117K 595 28
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
33.4K 1.1K 54
Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.