Δύο Πρόσωπα

By angry_bird24

32.6K 1.1K 82

Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. More

ΜΑΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΦΥΓΗ
ΜΑΡΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ
ΖΗΛΙΑ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 2
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΛΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΦΥΓΗ
ΤΟ ΦΙΛΙ
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ
ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΛΕΝΙΩ
ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ
Η ΚΟΥΡΣΑ
ΔΡΟΣΩ
Η ΔΙΚΗ - part 1
Η ΔΙΚΗ - part 2
H ΔΙΚΗ - part 3
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ
ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ

536 20 2
By angry_bird24

Ο Λάμπρος έσπρωξε ελαφρά τον μικρό να μπει στο σπίτι. Το παιδί τους κοιτούσε επιφυλακτικά. <<Γιάννο μου; Με θυμάσαι;>> έκανε ο Μιλτιάδης και το παιδί έγνεψε θετικά. Η Βιολέτα έριξε μια παγωμένη ματιά στον άντρα της κι έπειτα έσκυψε μπροστά στον μικρό. <<Εγώ είμαι η Βιολέτα. Εσύ είσαι ο Γιάννος;>>. Το παιδί κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Σου έφαγε η γατούλα τη γλώσσα;>> έκανε παιχνιδιάρικα, μα το παιδί δεν σάλεψε και στράφηκε στο Λάμπρο. <<Μπαμπά, θέλω τη μαμά>> είπε με παράπονο και ο δάσκαλος του χάιδεψε το κεφάλι. <<Τα είπαμε αυτά Γιάννο μου. Η μαμά έπρεπε να πάει στην Καβάλα κι εγώ έχω δουλειές στο χωριό. Σε παρακαλώ, μη το λέμε συνέχεια!>>. Η Βιολέτα, παρόλη την ταραχή που ένιωθε, του χαμογέλασε πλατιά. <<Γιάννο μου, θες να πάμε μέσα να σου βάλω ένα γαλατάκι με κεικ πορτοκάλι που έχω φτιάξει; Ε;>>. Το παιδί το σκέφτηκε για μερικές στιγμές. Η γυναίκα του φαινόταν συμπαθητική. <<Εντάξει>> αρκέστηκε να πει κι εκείνη άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του. Μόλις έφυγαν, ο Λάμπρος ξεφύσηξε δυνατά. <<ΤΙ ΕΓΙΝΕ;>> ρώτησε απότομα ο Μιλτιάδης. <<Ο Δούκας. Μας ανακάλυψε>>, <<ΤΙ;>>, <<Παρακολουθούσαν το σπίτι και τους είδε η Μαρία... Η Ελένη τέλος πάντων>>, <<ΚΑΙ ΗΡΘΑΤΕ ΕΔΩ;>>, <<Ναι πατέρα. Γιατί εμάς δεν θα μας πειράξει. Τον άκουσε να το λέει στα πρωτοπαλίκαρα του. Εκείνη κινδυνεύει όμως. Να κρυφτούμε όλοι μαζί ήταν αδύνατο. Άσε που... Με είχε βάλει να ορκιστώ πως αν συμβεί κάτι, θα σκεφτώ το παιδί πρώτα. Πάω να τρελαθώ πατέρα. Τι θα κάνω; Τι θα πω στον μικρό;>>. Ο Μιλτιάδης τον αγκάλιασε. <<Στον μικρό θα πεις την αλήθεια και τα υπόλοιπα θα τα βρούμε. Ήρθες στο σπίτι σου, στον τόπο σου, στους ανθρώπους σου. Δεν θα σας πειράξει κανείς. Εγώ θα μπω μπροστά>> δήλωσε με σιγουριά. Ο δάσκαλος χαμογέλασε αχνά. <<Χάρηκες που μας είδες. Το βλέπω στα μάτια σου>>, <<Εκατό χρόνια θα ζήσω, μετά από αυτό το καλό που μου έκανες. Κι ο γιος σου, πάνω απ' όλα>>.

Η Αμαλία άφησε ένα φλιντζάνι με καφέ στην Ελένη που ήταν σωριασμένη στη πολυθρόνα της. <<Τι λες βρε Μαριώ μου... Λενιώ μου, θέλω να πω. Τέτοια πράγματα έγιναν; Καλά κι αυτό το κάθαρμα, πήγε να βιάσει άβγαλτη κοπέλα και κουνιάδα του; Βρε δεν θα έβρισκε ο παπάς να θάψει>> μονολόγησε ταραγμένα. <<Το θέμα είναι ότι βρήκε ο παπάς και έθαψε κι εγώ ζω 6 χρόνια σαν κυνηγημένη. Και για μένα δεν με νοιάζει Αμαλία, όμως για τον άντρα μου και τον γιο μου, πέφτω και στη φωτιά>>. Η γυναίκα της έπιασε το χέρι. <<Φοβάσαι πως μπορεί να τους κάνει κακό;>>. Η Ελένη αναστέναξε. <<Δεν ξέρω. Μάλλον όχι. Όμως τη γυναίκα του δεν την εμπιστεύομαι. Είναι μια μέγαιρα. Αν μάθει την αλήθεια, δεν ξέρω πως θα αντιδράσει...>>. Η Αμαλία τη φίλησε στο κεφάλι τρυφερά. <<Να μην ανησυχείς. Θα βρεθεί λύση και θα φύγετε μαζί με τον Λάμπρο και τον μικρό. Να σου πω, εκείνον Λάμπρο τον λένε, ε; Δεν έχει άλλο όνομα>>. Η Λενιώ γέλασε νευρικά. <<Λάμπρο τον λένε... Να σου πω Αμαλία, αν φοβάσαι, αν νιώθεις άσχημα, θα φύγω. Αλήθεια στο λέω, θα....>>. Η γυναίκα έβαλε το χέρι της, μπροστά στα χείλη της Ελένης. <<Μη πεις κουβέντα. Πουθενά δεν θα πας. Σα κόρη μου σε νιώθω. Από εκείνη, πιο πολύ ενδιαφέρθηκες για μένα. Μου άνοιξες το σπίτι σου, με συνέτρεξες στις αρρώστιες μου. Τώρα θα σε συντρέξω εγώ. Εδώ θα κάτσεις. Παρέα θα βρούμε τη λύση>> της ξεκαθάρισε γεμάτη καλοσύνη. Η Ελένη της χαμογέλασε. <<Ψύχραιμη είσαι πάντως. Άλλη στη θέση σου, θα είχε τρελαθεί με αυτά που άκουσε>>. Η Αμαλία ήπιε λίγο καφέ. <<Το βλέπα εγώ πως δεν ήσουν αυτή που έλεγες. Τα μάτια σου πέταγαν φωτιές. Δεν ήσουν εκείνο το κορίτσι, το ορφανό, με το κεφάλι χαμηλά που ήθελες να πιστεύουμε. Εγώ βλέπω πιο βαθιά απ' τους άλλους>>. Η κοπέλα αναστέναξε. <<Ξέρεις γιατί σ' αγάπησα και σε έκανα φίλη μου; Γιατί μου θύμιζες κάποια που ήταν σαν εσένα. Έβλεπε αλλιώς και έκρινε αλλιώς. Δέσπω τη λέγανε. Σα μάνα μας είχε όλους στο χωριό>>, <<Σου λείπει το χωριό σου καλή μου; Ε;>> ρώτησε μελαγχολικά. <<Αν για ένα πράγμα χαίρομαι, είναι που θα πατήσει ο γιος μου στον τόπο του. Που θα πάει στο σπίτι του. Εγώ δεν ξέρω αν θα ξαναπάω σε αυτή τη ζωή, μα εκείνος είναι εκεί>>, <<Κι αν πας;>> έκανε με νόημα η Αμαλία. <<Θα φιλήσω το χώμα στα χωράφια του πατέρα μου και θα αγκαλιάσω τις λεύκες στην αυλή του σπιτιού μου. Κι ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω>>.

Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα στην παλιά καμαρη του Γιάννου και μπήκε μέσα κρατώντας από το χέρι τον μικρό. <<Σ' αρέσει το δωμάτιο; Ήταν του αδελφού μου, που έχεις το όνομα του. Θες να μείνεις εδώ;>>. Το αγόρι δεν απάντησε και περιεργάστηκε το χώρο με τα παλιά έπιπλα και τα μουντά χρώματα. <<Αν θες πάντως, για αρχή, μπορούμε να κοιμηθούμε και παρέα. Δεν νιώθεις άνετα και το καταλαβαίνω, όμως δεν είναι τόσο άσχημα, ε Γιάννο μου;>>. Το παιδί έκατσε στο κρεβάτι και τον κοίταξε λυπημένα. Ο Λάμπρος χαμήλωσε μπροστά του. <<Μη με πικραίνεις γιε μου. Γιατί είσαι έτσι; Τόσο πολύ δεν σου αρέσει εδώ; Μόλις ήρθαμε>>, <<Πού είναι η μαμά;>>, <<Τα είπαμε αγόρι μου. Μα με το ζόρι σε πήρα; Σου εξήγησα. Τη χαιρέτησες τη μαμά. Πιστεύεις ότι λέω ψέματα;>>. Ο Γιάννος έγνεψε ντροπαλά θετικά. Ο δάσκαλος αναστέναξε. <<Για ένα πράγμα σου έχω πει ψέματα και σου ζητάω συγνώμη, όμως δεν γινόταν αλλιώς. Σου είχα πει πως δεν έχω συγγενείς στο χωριό. Δεν είναι αλήθεια>>. Ο μικρός ανασηκώθηκε. <<Έχεις;>>, <<Έχω. Απλώς δεν μιλούσαμε για χρόνια. Δεν έχει σημασία ο λόγος, όμως τώρα ήρθαμε και όλα είναι καλά. Ο κύριος Μιλτιάδης είναι ο πατέρας μου. Άρα;>> τον ρώτησε χαμογελαστά. <<Είναι παππούς μου;>> έκανε με περιέργεια. <<Μπράβο αντράκι μου. Ξέρεις πόσο σ' αγαπάει; Πάρα πολύ>>, <<Γι' αυτό ήρθε στο σπίτι μας;>>, <<Για να σε δει ήρθε>> του επιβεβαίωσε κεφάτα. Ο Μιλτιάδης πλησίασε στην κάμαρη και μπήκε μέσα. <<Τα λέτε;>> ρώτησε ντροπαλά. <<Τα είπαμε. Ε Γιάννο μου;>>. Ο άντρας γονάτισε δίπλα στον Λάμπρο. <<Μπορεί να μη με ξέρεις αλλά είμαι ο παππούς σου και χαίρομαι πάρα πολύ που είσαι εδώ. Ελπίζω να με γνωρίσεις και να με συμπαθήσεις κι εσύ, ε αγόρι μου;>>. Ο μικρός χαμογέλασε. <<Να σε λέω παππού;>>, <<Και βέβαια να με λες. Φυσικά!>>, <<Και η κυρία Βιολέτα είναι η γιαγιά μου;>>. Ο Μιλτιάδης τον χάιδεψε στο πρόσωπο. <<Δεν είναι η μητέρα του πατέρα σου. Εκείνη την χάσαμε νέα. Είναι η γυναίκα μου. Θες να τη λες γιαγιά;>>. Η Βιολέτα που στεκόταν πίσω τους, μπήκε φουριόζα. <<Άντε καλέ που θα με λέει γιαγιά το παιδί. Βιολέτα θα με λες παλικάρι μου. Εντάξει; Άντε μπράβο. Πες μου τώρα ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό να στο φτιάξω για μεσημέρι. Ότι θες!>>. Ο μικρός σκέφτηκε για λίγο. <<Πατατούλες με αυγά!>> είπε με σιγουριά. <<Καλέ τόσο απλό φαί; Δεν θες ένα παστίτσιο; Έναν μουσακά; Θες κεφτέδες που είναι και το καλύτερο μου; Και θα σου τηγανισω και μια πιατέλα πατάτες μαζί!>>. Το παιδί χαμογέλασε. <<Η μαμά τις κάνεις στρογγυλές>>, <<Καλέ ότι θες θα τις κάνουμε. Θες στρογγυλές; Στρογγυλές!>> συμφώνησε κεφάτα και τους άφησε μόνους.

Οι δύο άντρες καθόντουσαν μέσα στο αυτοκίνητο για αρκετές ώρες. Κανείς δεν είχε φανεί στο σπίτι, ούτε είχαν δει κάτι να κινείται. Η ώρα ήταν 10:15, όταν ο ένας κοίταξε τον άλλον παραξενεμένοι. <<Καλά ακύμα κοιμούνται;>>, <<Νωρίς είναι. Μπορεί να τη γλένταγε αυτή τη Μαρία,Ελένη,πώς τη λένε ο άντρας της χτες. Βγήκε σε άδεια ο δασκαλάκος, ο αργόσχολος>>. Ο συνοδηγός ανακάθισε. <<Κι ο μικρός; Αυτά ξυπνάνε νωρίς. Ξέρω από τα ανίψια μου. Πού στο κέρατο είναι;>>, <<Κάνε υπομονή>>, <<Μπα και μας κατάλαβαν;>>. Ο οδηγός του έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Ούτε για αστείο μη το ξαναπείς. Θα μας σκοτώσει το αφεντικό>>. Από το απένατι σπίτι, η Αμαλία τους παρακολουθούσε από το παράθυρο της κουζίνας. <<Ανάθεμα τους. Εκεί την έχουν στημένη. Μην πολυγυρνάς εσύ, αν και κλείσαμε κουρτίνες και παντζούρια>> της πέταξε, χωρίς να πάρει τα μάτια της από το παράθυρο. <<Σε λίγο θα πάω στην κάμαρη να κλειστώ και θα τα ανοίξεις. Μη δώσουμε στόχο>> πρότεινε η Λενιώ. <<Καλά τα λες. Να σου πω, πιστόλι έχεις;>>. Η Ελένη την κοίταξε αγχωμένα. <<Όπλο ντε!>>, <<Έχω>> απάντησε ψυχρά. <<Θα βγάλω και του άντρα μου. Δυο έχει και σφαίρες μπόλικες. Δεν ξέρεις ποτέ. Να τα έχουμε κοντά μας. Ξέρεις από δ' αύτα ε; Σκοποβολή είσαι πρώτη>>. Η Λενιώ χαμογέλασε δειλά. <<Ξέρω>>, <<Ωραία. Και σε λίγο θα πάω να τηλεφωνήσω στο καφενείο του χωριού σου>>. Η Λενιώ λούφαξε στη θέση της. <<Τι θα κάνω Αμαλία;>>, <<Προς το παρόν θα περιμένουμε. Δεν θα τους πάρει πολύ να καταλάβουν πως δεν είναι μέσα κανείς. Άσε που σε λίγο θα σκάσει η είδηση ότι ο δάσκαλος γύρισε με το γιο του και θα το μάθει αυτός ο Δούκας>>, <<Και μετά τι;>>, <<Έχουμε χρόνο να το σκεφτούμε. Ως τότε, περιμένουμε>>.

Ο Λάμπρος μπήκε στη κουζίνα και χαμογέλασε αχνά στη Βιολέτα που έπλαθε το κιμά. <<Να σου κάνω κάτι να φας;>> τον ρώτησε. <<Δεν πεινάω... Συγνώμη για την αναστάτωση Βιολέτα μου>>. Εκείνη αναστέναξε. <<Τι είναι αυτά τα λόγια; Δεν ντρέπεσαι; Εγώ σε ευχαριστώ που ήρθατε όμως περιμένω να με εμπιστευτείς Λάμπρο μου. Γιατί αγόρι μου μας έκρυβες το παλικαράκι τόσα χρόνια; Η μάνα του, που τη ζητά συνέχεια, πού είναι;>>. Ο δάσκαλος έκατσε δίπλα της και την κοίταξε θλιμμένα. <<Εμπιστεύσου με αγόρι μου. Εγώ σε άκουσα να μιλάς με τη γυναίκα σου και χάρηκα τόσο πολύ! Δεν περίμενα να σε ξανακούσω τόσο χαρούμενο. Μόνο με τη συγχωρεμένη τη Λενιώ μας ακουγόσουν τόσο ερωτευμένος κι ευτυχισμένος>>. Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα πικραμένα. <<Όχι, όχι. Δεν το είπα για να νιώσεις άσχημα. Έπρεπε να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου. Μη νιώθεις πως την πρόδωσες! Σε παρακαλώ!>> έκανε ταραγμένα κι εκείνος την κοίταξε στα μάτια. <<Δεν την πρόδωσα ποτέ Βιολέτα. Μόνο εκείνη υπήρχε και υπάρχει για μένα>>, <<Ε πως βρε αγόρι μου. Κι η γυναίκα σου; Η μάνα του γιου σου;>>, <<Εκείνη είναι η μάνα του Γιάννου. Εκείνη είναι η γυναίκα μου>>. Η Βιολέτα ανακάθισε. <<Τι λες Λάμπρο μου; Τι εννοείς;>> ρώτησε με απορία. <<Δεν πέθανε Βιολέτα. Δεν ήταν μες την κούρσα. Έγκυο την πήρα στη Αθήνα και γέννησε το γιο μας. Και τώρα, όλη αυτή την απάτη, την ανακάλυψε ο Δούκας>>. Η Βιολέτα έφερε το χέρι μπροστά στο στόμα της. <<Τι λες παλικάρι μου; ΖΕΙ; Ζει η Ελένη;>>. Εκείνος έγνεψε θετικά. <<ΘΕΟΣ ΦΥΛΑΞΟΙ! Γι' αυτό ο Μιλτιάδης γύρισε τόσο ταραγμένος από το σπιτικό σας; ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΕΙΔΕ;>>, <<Πάψε Βιολέτα, σε παρακαλώ>>, <<Χριστός και Παναγία. Γι' αυτό βρε έριξες μαύρη πέτρα πίσω και δεν μας έφερες μια φορά τον μικρό;>>, <<Γι' αυτό>>, <<Και τώρα πού είναι το κορίτσι; Κρύβεται;>>, <<Κρύβεται αλλά δεν ξέρω τι θα γίνει. Θέλω να φύγουμε στο εξωτερικό. Θα το προσπαθήσω. Έχω... μια άκρη>>. Η γυναίκα του έσφιξε το χέρι. <<Να κάνεις ότι χρειαστεί και να υπολογίζεις σε μας! Κι ας μην σας ξαναδούμε ποτέ. Φτάνει να σωθεί εκείνη και να είστε ξανά όλοι μαζί>>.

<<Κάτι συμβαίνει Ανέστη. Δεν μπορεί να είναι μέσα. Πάω να δω>> δήλωσε ο ένας από τους δύο άντρες. Ο άλλος τον έπιασε από το μπράτσο. <<Θα κάνεις καμία κουταμάρα και θα τρέχουμε!>>, <<Τι κουταμάρα να κάνω ρε; Είναι έρημο το σπίτι. Δεν το βλέπεις; Πάω να δω!>> δήλωσε αποφασιστικά και βγήκε από το αυτοκίνητο. Η Αμαλία έγνεψε στην Ελένη. <<Πάει να δει. Ωραία. Σε πέντε λεπτά θα βγω να ποτίσω τον κήπο. Κλειδώσου στη κάμαρη>> είπε και η κοπέλα έφυγε για το δωμάτιο. Ο Ανέστης έκανε ένα γύρo στο σπίτι και κοίταζε μέσα από τις χαραμάδες. Ήταν πράγματι άδειο. Κανείς δεν βρισκόταν μέσα. Ξαναγύρισε στην κούρσα και χτύπησε δυνατά στο καπό. <<ΠΟΤΕ ΦΥΓΑΝΕ ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΟΥΣ; ΤΙ ΕΓΙΝΕ; ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ>> φώναξε θυμωμένα. Η Αμαλία βγήκε ψύχραιμη και άρχισε να ρίχνει νερό στα ζουμπούλια της. Η Λενιώ παρακολουθούσε από τις γραμμές στο κλειστό παντζούρι και έσφιξε το όπλο στο χέρι της. <<Δεν ρωτάς αυτή εκεί απέναντι που ποτίζει; Κουτσομπόλα φαίνεται, μπορεί να ξέρει τίποτα>> του πρότεινε και ο Ανέστης την πλησίασε χαμογελώντας. <<Καλημέρα. Να σας ενοχλήσω; Μια ερώτηση θα ήθελα>>, <<Ναι παλικάρι μου. Ότι θες. Πες μου>> απάντησε ευγενικά η Αμαλία και τίποτα δεν πρόδιδε την ενοχή της. <<Ψάχνω τον δάσκαλο, τον Λάμπρο. Δεν είναι στο σπίτι;>>, <<Τί τον θέλετε;>> ρώτησε με περιέργεια κι ο άντρας δαγκώθηκε. <<Για τον ανιψιό μου. Μεγάλος σκράπας. Μπα και του έκανε κανένα μάθημα να ξεστραβωθεί, να τελειώσει το δημοτικό>> δικαιολογήθηκε χαρούμενα. <<Έφυγε παλικάρι μου, ο δάσκαλος. Έφυγαν οικογενειακά για το χωριό του>>. Ο άντρας την κοίταξε σοκαρισμένος. <<Τι πράγμα;>>, <<Ναι ναι, εξαιρετικός άνθρωπος. Πήρε τη φαμίλια του και πήγαν εκεί για το θέρος. Μου ζήτησαν να τους ποτίζω τα λουλούδια>>, <<Είστε σίγουρη;>>, <<Και βέβαια είμαι. Ξημερώματα ξεκίνησαν για Θεσσαλία. Με θες κάτι άλλο λεβέντη μου; Έχω να μαγειρέψω>>. Ο άντρας ξεροκατάπιε. <<Όχι κυρά μου. Ευχαριστώ για την πληροφορία. Μη τον περιμένω άδικα>>, <<Να σαι καλά>> απάντησε καλοσυνάτα κι ο άντρας έφυγε ταραγμένος.

Ο Προκόπης κοίταξε τον Μιλτιάδη σοκαρισμένος. <<Τι λες βρε άνθρωπε; Έχει ο Λάμπρος παιδί; Καλά και πού το κρύβατε τόσα χρόνια; Εσύ το ήξερες;>>. Ο άντρας αναστέναξε. <<Πρόσφατα το έμαθα. Ήθελε να αποτραβηχτεί από το Διαφάνι, με τη γυναίκα του είχαν προβλήματα... Τέλος πάντων, το σημαντικό είναι πως τώρα πήρε το παιδί και ήρθαν για διακοπές>>, <<ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ! Μπράβο βρε Μιλτιάδη. Ε πούντοι να τους δούμε;>> έκανε ο Παναγιώτης. <<Θα έρθουν σε λίγο. Σας παρακαλώ, μη ρωτάτε πολλά για τη μάνα του. Έχουν... Έχουν προβλήματα και δεν χρειάζονται πολλά λόγια>>. Η Θεοδοσία στάθηκε μπροστά από τη Βιολέτα με περιέργεια. <<Τι έγινε; Αλήθεια ήρθε ο Λάμπρος με τον μικρό;>>, <<Ναι βρε είδες κάτι πράγματα; Ένα ωραίο αγοράκι;! Τι να σου λέω, θα τον δεις>> πέταξε βιαστικά η γυναίκα. <<Βιολέτα τι συμβαίνει; Γιατί σας ελεγε ψέματα τόσα χρόνια; Σας εξήγησε;>>, <<Ε ξέρεις τώρα, να μη λένε ότι ξεπέρασε τόσο γρήγορα την Ελένη>>, <<Και δεν το είπε στον πατέρα του; Σαν να μην στέκει η δικαιολογία>>, <<Τι θες βρε Θεοδοσία και τρώγεσαι; Άντε κανένα κεφτέ στον παπά. Δεν ήθελε, δεν το είπε! Δεν σκέφτονται όλοι σαν εσένα>>.

Ο Λάμπρος περπατούσε, κρατώντας τον μικρό από το χέρι που κοιτούσε γύρω-γύρω με περιέργεια. <<Σ' αρέσει; Την αλήθεια να μου πεις όμως!>> ρώτησε σοβαρά ο δάσκαλος. <<Ωραία είναι. Έχει και δάσος;>>, <<Αμέ. Θα σε πάω. Και ζωάκια, και ποτάμια. Απ' όλα έχει>> πέταξε κεφάτα. <<Τώρα πού πάμε;>>, <<Πάμε να κάνω ένα τηλέφωνο κι έπειτα στο καφενείο της Βιολέτας. Μπορεί να έχει και τίποτα παιδάκια να παίζουν στη πλατεία και να τα γνωρίσεις>> απάντησε, φτάνοντας έξω από τη χωροφυλακή. <<Θα πάμε στην αστυνομία;>>, <<Ναι, θα πάμε να σε συλλάβουν. Έλα βρε Γιάννο, ένα τηλέφωνο θέλω να πάρω και έχει μόνο εδώ και στο καφενείο>>, <<ΤΗ ΜΑΜΑ;>> ρώτησε χαρούμενα. <<Όχι αγοράκι μου. Όχι ακόμα τη μαμά. Έλα, πάμε>>. Ανέβηκαν τις σκάλες και έπεσαν πάνω στον Άγγελο που χαιρέτησε τον δάσκαλο με χειραψία. <<Κι εσύ είσαι ο Γιάννος;>>, <<Με ξέρετε;>> ρώτησε αυθόρμητα ο μικρός. <<Εγώ είμαι ο Άγγελος. Ακουστά σε έχω. Καλώς όρισες>>. Το παιδί του χαμογέλασε. Ο δάσκαλος του ζήτησε να καθίσει σε μία καρέκλα έξω από το γραφείο και να περιμένει. Πληκτρολόγησε τον αριθμό και περίμενε για λίγο. <<Καλησπέρα. Λάμπρος Σεβαστός ονομάζομαι. Τον Νικόλα ψάχνω, που κάνει τα μερεμέτια. Κληρονόμησα ένα σπίτι στο Λενίδι και θέλω να το αναλάβει. Δεν είναι εκεί; Μάλιστα. Θα τον ειδοποιήσετε να με καλέσει; Σημειώστε τον αριθμό... Πείτε του πως του στέλνει χαιρετισμούς η ξαδέλφη του από το Κιβέρι>>.

Ο Δούκας πετάχτηκε όρθιος από την καρέκλα του. <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>> ουρλιαξε έντρομος. <<Έτσι μας είπε η γειτόνισσα. Ψέματα προφανώς. Σιγά μη γύριζε η φόνισσα σπίτι της>>, <<ΣΑΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΑΝΟΗΤΟΙ! Τι την περάσατε μωρέ την Σταμίρη; Καμία γυναικούλα; ΕΝΑΣ ΔΙΑΟΛΟΣ ΕΙΝΑΙ! ΑΧΡΗΣΤΟΙ! Άντε να τη βρεις τώρα!>> φώναξε και έκλεισε το ακουστικό. Έβραζε από θυμό και έσπασε ένα ποτήρι. Η Αγορίτσα μπήκε στο γραφείο φοβισμένη. <<Τι έπαθες Δούκα; Μύγα σε τσίμπησε;>>, <<ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ. Πάω έξω. Χρειάζομαι αέρα>> της είπε και βγήκε τρέχοντας. Περπατούσε σα χαμένος, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, μα κόντευε να χάσει το μυαλό του. Ένιωθε πως θα εκραγεί. Έστριψε στο στενό της χωροφυλακής με κατεύθυνση προς το χωριό. Η θέα ενός άντρας που έβγαινε από το κτίριο, παρέα με ένα αγοράκι, τον έκανε να παγώσει. Ο δάσκαλος τον είδε από μακριά και έκανε να τον πλησιάσει. <<Γεια σου Δούκα. Χρόνια και ζαμάνια>> πέταξε ειρωνικά και έσφιξε το χέρι του μικρού μέσα στο δικό του.

Continue Reading

You'll Also Like

1.7K 101 9
Μάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της...
37.7K 2.9K 64
Complete✨✔ Το αγόρι που αγαπάς και ειναι διάσημος, απο άλλη χωρα, μετακομίζει διπλα σου! Δώσε μου έναν λόγο να μην τον χαζεύεις όλη την ωρα απο το πα...
79.3K 459 25
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
308K 14.4K 66
Νικ και Αμέλια. ~~~~~~~~~~ Έκλαιγα τόσο έντονα και με λυγμούς που δεν μπορούσα να αναπνεύσω καλά καλά. Ο Νικ τρομοκρατηθηκε και στάθηκε στα γόνατα απ...