Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}

By renandr

201K 16.1K 1.2K

Μια μικρή περίληψη βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο... More

Περίληψη 1
Η δουλειά 2
Στη Νύχτα 3
Η γνωριμία 4
Η μάχη 5
"...δεν μπορώ μακριά σου...ακούς;" 6
"...θέλω να ξυπνάω μαζί σου..." 7
"...μίλα μου..." 8
"...οι σκέψεις..." 9
"...πονάω..." 11
"...και μετά σιωπή..." 12
"Τα μελί μάτια.." 13
"...μου λείπεις...." 14
"...όπου βρίσκεσαι... εκεί υπάρχω..." Γ.Ρ. 15
"...σ' αγαπώ... μ' ακούς..." 16
"Μην κλαίς..οι δυνατοί ποτέ δεν κλαίνε.." 17
"... δως μου το χέρι σου ..." 18
"...της καρδιάς ο σπαραγμός..." 19
"...λύγισα..εγώ..που πέτρα μ'είχε κάνει ο πόνος..." 20
"...Σε περιμένω...μη ρωτάς γιατί..." 21
"...Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ᾿ αρέσαν.." 22
"...ψυχή μου λυτρώσου ..." 23
"...η σκιά της νύχτας πέφτει πάνω μου..." 24
"...άσε με να σ' αγαπώ.." 25
"...μη μου πάρετε το φως.."26
"..όταν είσαι μισός.."27
"..έλα σαν φως.." 28
"...Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου..." 29
" Η αρχή του τέλους..." 30
"...Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα..." 31
Επίλογος 32

"...μην μ' αφήσεις..." 10

5.8K 552 39
By renandr

Την περίμενε όπως της είχε υποσχεθεί έξω από την δουλειά και πήγαν μαζί στο σπίτι της. Σε όλη την διαδρομή δεν αντάλλαξαν κουβέντα.Ο Μάρκος ήταν προσηλωμένος στην οδήγηση, η Άννα μαζεμένη στο κάθισμά της. Ένιωθε το βλέμμα της καυτό κάποιες στιγμές πάνω του αλλά δεν γύρισε καθόλου το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν θολά απο πόθο και πόνο, δύο τόσο έντονα συναισθήματα έδιναν την μάχη τους μέσα του. Πάρκαρε, έκανε το γύρω του αυτοκινήτου, άνοιξε την πόρτα της και την έπιασε σφιχτά απο το χέρι. Περπατούσε βιαστικά προς την πολυκατοικία της αγνοώντας την έκφραση απορίας που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Την περίμενε, όχι και τόσο υπομονετικά, να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματός της, και μόλις μπήκαν μέσα την άρπαξε στην αγκαλιά του. Τα χείλη του έψαξαν τα δικά της και εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως στην δίψα τους. Την φιλούσε άγρια, σχεδόν μανιασμένα, την διεκδικούσε σαν να ήταν η πρώτη φορά ή σαν να ήταν απλά η τελευταία. Την έσπρωξε στον τοίχο και της κράτησε τα χέρια ψηλά, τα χείλη του κατέβηκαν στον λαιμό της, την γεύτηκε, την δάγκωσε, τα χέρια του σχεδόν την πλήγωναν. Εκείνη τύλιξε τα πόδια της στην μέση του, και ένιωσε τον πόθο του να την καίει. "Μάρκο..." προσπάθησε να του μιλήσει. Τα χείλη του σφράγισαν άγρια και πάλι τα δικά της. Δεν ήθελε να μιλάνε, ήθελε να της κάνει έρωτα, να την γευτεί, να την κατακτήσει. Την σήκωσε αγκαλιά και την πήγε στο κρεββάτι. Την ακούμπησε εκεί μαλακά και έγειρε απο πάνω της. Την κοίταξε με μάτια που έβγαζαν φωτιές. Καιγόταν όλο του το είναι για εκείνη, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Πως θα την αποχωριστεί, πως θα την αφήσει να φύγει απο δίπλα του, που θα βρει την δύναμη να ζήσει μετά απο 'κείνη;

Τα χάδια της τον απογείωναν, τον ένιωθε γυμνό δίπλα της, και την ανέβαζε στα ουράνια. Τα χείλη του γεύτηκαν κάθε εκατοστό του κορμιού της, τον ένιωσε μέσα της και ανέβασε τα χέρια στο πρόσωπό του. Τα μάγουλά του ήταν υγρά, τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα; Άνοιξε τα μάτια της προσπαθώντας να δει καθαρά, αλλά ήταν θολά απο τον πόθο της. Προσπάθησε να ανοίξει το στόμα της να τον ρωτήσει τι συμβαίνει, αλλά έφτανε ήδη στα αστέρια. Ίσως να της φάνηκε, ίσως να έκανε λάθος, ο Μάρκος δεν έδειχνε να έχει αδυναμίες σκέφτηκε με κόπο την στιγμή που επέστρεφαν και οι δύο πίσω στην γη. Την κράτησε σφικτά στην αγκαλιά του με την πλάτη της ακουμπισμένη στο στήθος του. Της έδινε απαλά φιλιά στα μαλλιά και το χέρι του ήταν περασμένο στην μέση της. Δεν μιλούσαν, και οι δύο τους ήταν σιωπηλοί, χαμένοι στις σκέψεις τους. Αναπάντητα ερωτήματα βασάνιζαν τον Μάρκο. Η μορφή της Άννα κατέκλυζε τις σκέψεις του, ήταν βαθιά ερωτευμένος μαζί της. Το ήξερε, το ένιωθε, το ζούσε. Πρώτη φορά άφησε τον εαυτό του τόσο ελεύθερο, πρώτη φορά ένιωσε τόσο ευτυχισμένος, να βλέπει φως στον δρόμο του, να φυτρώνει μέσα του ελπίδα για κάτι καλύτερο. Μια ζωή στα βαθιά σκοτάδια ήταν, έτσι είχε μάθει, έτσι ζούσε. Από τις εξαρτήσεις κατάφερε να βγεί μετά το θάνατο της αδελφής του, ο πόνος που ένιωσε τότε για τον χαμό της ήταν αβάσταχτος, όπως επίσης και ο πόνος που ήρθε και φώλιασε στην καρδιά του με τις κατηγορίες των γονιών του. Τον θεωρούσαν υπεύθυνο που η μικρή του αδελφή μπλέχτηκε με αυτά, και τελικά έχασε την ζωή της τόσο μικρή. Τον έδιωξαν, τον αποκύρηξαν, του απαγόρευσαν να ξαναπατήσει το πόδι του στον τόπο τους. Έκλαψε, πόνεσε, αδιαφόρησε, έπεσε ακόμα πιο βαθιά στο βούρκο των ναρκωτικών και των ουσιών. Έπρεπε να φτάσει στον πάτο, να μείνει άστεγος, να χωθεί στις φυλακές για μικροκλοπές για να σηκώσει επιτέλους κεφάλι και να πει "φτάνει". Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τον Αντώνη, που τον βοήθησε σαν πραγματικός πατέρας. Όλα αυτά τα χρόνια ο Μάρκος δούλεψε σκληρά για να δημιουργήσει απο το μηδέν αυτό το κλαμπ, το αγάπησε γιατί τον ξέμπλεξε, του έδωσε σκοπό στην ζωή. Πέρασαν αρκετές γυναίκες απο το κρεβάτι του, κάποιες για μια νύχτα μόνο, κάποιες για λίγο παραπάνω, χωρίς ποτέ να νιώσει ιδιαίτερο δέσιμο με καμία. Μέχρι που μπήκε στην ζωή του η Άννα και την άλλαξε εντελώς.

Απέκτησε νόημα η καθημερινότητά του. Αυτό το κορίτσι με τα πράσσινα μάτια και τα μαύρα μαλλιά τον έκανε να νιώθει ζωντανός, είκοσι χρονών ξανά, κι ας είχε πατήσει τα τριάντα εννιά. 'Καιρός να κάνεις οικογένεια' του έλεγε συχνά ο Αντώνης, 'καιρός να νοικοκυρευτείς' συνέχιζε να τον πειράζει. Τον τελευταίο χρόνο μόνιμη στο κρεβάτι του ήταν η Κατερίνα. Δεν μοιραζόταν τίποτα άλλο πέρα απο αυτό, αλλά όπως αποδείχτηκε στο τέλος εκείνη είχε άλλα στο μυαλό της. Με την Άννα όμως σκεφτόταν να μένει μαζί της, σε ένα δικό τους σπίτι, μακριά απο την πόλη, με ένα σωρό κουτσούβελα ανάμεσα στα πόδια τους. 'Αχ Άννα, με μάγεψες, έπεσα στην παγίδα σου σαν πρωτάρης' είπε απο μέσα του. Τις σκέψεις του διέκοψε εκείνη όταν σφίχτηκε περισσότερο στην αγκαλιά του. "Τι σκέφτεσαι;" τον ρώτησε σιγανά προσπαθώντας να βολευτεί καλύτερα. "Τίποτα σημαντικό" της απάντησε και την φίλησε απαλά στα μαλλιά. Η Άννα σήκωσε το βλέμμα της στο δικό του. Δεν την ξεγελούσε, τα μάτια του έλεγαν πολλά. Φουρτουνιασμένα και συννεφιασμένα ταυτόχρονα, δεν υπήρχε αμφιβολία οτι κάτι περνούσε απο το μυαλό του. "Κάτι σε απασχολεί τον τελευταίο καιρό Μάρκο" του είπε απαλά. Εκνευρίστηκε που μπορούσε να τον 'διαβάσει' τόσο καλά και σηκώθηκε απότομα απο το κρεβάτι. "Όλα είναι καλά Άννα, έχω τις μαύρες μου, θα περάσει. Πάω για ντους" της είπε κοφτά και χωρίς να κοιτάξει πίσω του μπήκε στο μπάνιο. Έμεινε πίσω απογοητευμένη. Κοιτούσε την κλειστή πόρτα και στα μάτια της μαζεύτηκαν δάκρυα. Αναστέναξε βαθιά και προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της. Ήταν συνεχώς έτσι τον τελευταίο καιρό ο Μάρκος, κάτι τον απασχολούσε και κλεινόταν στον εαυτό του, δεν μοιραζόταν ούτε λέξη εκείνες τις στιγμές, και κουβέντα για την προηγούμενη βραδιά που είχε εξαφανιστεί. Πόσο ήθελε να τον αγκαλιάσει σφιχτά και να διώξει όλα αυτά τα μαύρα σύννεφα που σκίαζαν τον ουρανό της αγάπης τους. Φοβόταν όμως και δεν μπορούσε να το κρύψει. Ήταν ερωτευμένη μαζί του, ένιωθε σιγουριά και ασφάλεια μόνο δίπλα στον Μάρκο και δεν άντεχε καν στην σκέψη οτι θα τον έχανε. Πρώτη φορά της μιλούσε τόσο απότομα, και αυτή η μυστικοπάθεια του, δεν την άντεχε!

Ο Μάρκος μπήκε στο μπάνιο έβαλε τα χέρια αριστερά δεξιά στον νιπτήρα και κοίταξε τον καθρέπτη μπροστά του. Κοίταξε τον εαυτό του, το πρόσωπό του, και έκλεισε τα μάτια... Πόσο θα ήθελε να μπορεί να κρύψει την αλήθεια, πόσο θα ήθελε να προσφέρει καταφύγιο στην αγάπη τους, να την προστατεύσει απο τα άσχημα βιώματα που κουβαλάει εκείνος. Όταν όμως ξυπνάει αυτό το τέρας των αναμνήσεων μέσα του, ψάχνει να ξεσπάσει, να σπάσει οτι υπάρχει μπροστά του, όταν ο πόνος του παρελθόντος τον πνίγει, δεν θέλει κανέναν δίπλα του, δεν θέλει να το μοιραστεί με άνθρωπο. Τόσα χρόνια στα σκοτάδια δεν υπέφερε τόσο όσο τώρα. Πως τα κατάφερε έτσι, την ερωτεύτηκε, την άφησε να τον ερωτευτεί, να τον πλησιάσει όσο ποτέ καμία άλλη γυναίκα δεν τόλμησε. Και τώρα; Τώρα που άρχισαν οι δαίμονες να τον κυνηγούν πάλι, την πληγώνει, απομακρύνεται απο κοντά της, την αφήνει με δάκρυα στα μάτια. Ήξερε οτι μόνο δίπλα της έβρισκε γαλήνη αλλά εκείνη την στιγμή δεν την αποζητούσε. Ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του, ήθελε να υποφέρει, να πονέσει συναισθηματικά, σωματικά, μήπως και πλησιάσει την λύτρωση κάποτε. Η απειλή του Ιωάννου ήταν το τελευταίο που περίμενε. Ήξερε οτι είχε εχθρούς, ήξερε οτι κάποια στιγμή τα πράγματα θα σοβάρευαν και παρόλα αυτά δεν κατάφερε να προστατεύσει την Άννα του. Το κάθαρμα θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να την βρει, να της κάνει κακό. Έπρεπε να χειριστεί το θέμα διαφορετικά. Έπρεπε να βάλει στον χέρι τον Ιωάννου, να τον απομακρύνει απο εκείνη, να τον αποπροσανατολήσει. Να τον κάνει να πιστέψει οτι τελείωσαν, οτι η Άννα ήταν απλά μια απο τις πολλές γυναίκες στη ζωή του. Έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του και έκλεισε τα μάτια του. Ο πονοκέφαλος δεν τον βοηθούσε καθόλου. Μπήκε στο ντους και άφησε το ζεστό νερό να τον χαλαρώσει.

Έμεινε για λίγο στο δωμάτιο πριν βγει για να της μιλήσει. Κοίταξε το κρεβάτι μπροστά του, οπου τα ανακατεμένα σεντόνια μαρτυρούσαν οτι μόλις είχαν κάνει έρωτα εκεί. Την είχε κάνει για άλλη μια φορά δική του, και ήλπιζε να μην ήταν η τελευταία. Την ώρα που της έκανε έρωτα, κάτι έσπασε μέσα του, άφησε τον εαυτό του ελευθερο, άνοιξε την ψυχή του και μπήκε εκείνη, τρύπωσε παντού μέσα του. Πως θα έβγαινε απο τον βούρκο που είχε πέσει; Πως θα έσπαγε τις αλυσίδες απο τα δεσμά με τα οποία ήταν χρόνια δεμένος; Να την πάρει και να εξαφανιστεί, να πουλήσει τα πάντα και να φύγει μαζί της; Να αφήσει όμως το καθίκι τον Ιωάννου να κάνει πάρτι στις πλάτες του; Να καταστρέψει κι άλλο κόσμο όπως κατέστρεψε κι εκείνον; Κούνησε το κεφάλι αρνητικά κλείνοντας σφικτά τα μάτια του. "'Οχι", είπε σιγανά "κάτι άλλο πρέπει να κάνω" συνέχισε τρίβοντας με δύναμη το πρόσωπό του. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει απο την ένταση. Ποτέ δεν πίστευε οτι θα έφτανε σε τέτοιο σημείο. Πολλά χρόνια τώρα δεν είχε κανέναν να νοιαστεί, παρα μόνο για τον εαυτό του. Δεν υπήρχε κανένας στην ζωή του που να σήμαινε τόσα πολλά για εκείνον. Και μόλις βρήκε την γυναίκα που μαζί της επιτέλους μπορούσε να κάνει όνειρα για το μέλλον, το παρελθόν του, του χτύπησε για άλλη μια φορά την πόρτα. "Σκατά" μονολόγησε, "όλα πάνε σκατά". Έκλεισε τα μάτια του και έσφιξε τα χέρια του μπροστά απο το μέτωπό του. 'Θα με μισήσει' σκέφτηκε, 'ο μόνος άνθρωπος που μου χάρησε απλόχερα το φως του θα με μισήσει'. Οι κλειδώσεις των δακτύλων του άσπρισαν απο την πίεση και σηκώθηκε απότομα απο το κρεβάτι λες και τον χτύπησε ρεύμα. Το βλέμμα του παρέμεινε θολό και ταραγμένο, άρπαξε το τζιν του, την μπλούζα του και ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. "Ότι είναι να γίνει ας γίνει τώρα, καλύτερα να με μισει παρά να με λυπάται ή να την αηδιάζω" μουρμούρισε σιγανά προσπαθώντας να δώσει κουράγιο στον εαυτό του.

Περπάτησε νευρικά στο σαλόνι σφίγγοντας την ρόμπα πάνω της. Φίδια την έζωναν. Δεν ήξερε που είχε φταίξει, δεν ήξερε καν εαν είχε κάνει κάτι και τον είχε θυμώσει. Έβραζε απο θυμό γιατί πίστευε οτι φέρθηκε ηλίθια και ανώριμα για δεύτερη φορά. Μήπως ήταν ένα παιχνιδάκι για τον Μάρκο, που επειδή του αντιστάθηκε για λίγο κόλλησε μαζί της; Εκείνη δεν είχε κάνει σεξ απο τότε που χώρισε τον Μάριο στην Σύρο. Δεν ήταν αστείο για την Άννα. Μαζί με το κορμί της έδινε και ένα κομμάτι απο την καρδιά της. Και στον Μάρκο την είχε δώσει όλη, όχι μόνο ένα κομμάτι. Και πάλι όμως την έδωσε σε κάποιον που ίσως δεν το άξιζε. Κάποιον που έπαιζε μαζί της και την θα την παρατούσε μόλις έβρισκε καινούριο παιχνιδάκι. "Γιατί, γιατί;" ρώτησε σιγανά χωρίς να τον δει που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. "Άννα;" άκουσε την βαθιά φωνή του και πετάχτηκε απο τρόμο. "Με τρόμαξες!" του είπε βάζοντας το χέρι της στη θέση της καρδιά της που χτυπούσε δυνατά. Την κοίταξε με βλέμμα θολό, και εκείνη τον κοίταξε με βλέμμα χαμένο. Δεν ήξερε τι να της πει, εκείνη τη στιγμή ήθελε να φύγει, να βρεθεί κάπου μόνος του να γλύψει τις πληγές του, να μάθει ο εχθρός οτι τελείωσε μαζί της μήπως και την αφήσει ήσυχη. Στεκόταν εκεί έτοιμος, ντυμένος για να βρεθεί έξω όσο πιο γρήγορα γινόταν. "Μάρκο;" ψιθύρισε λέγοντας το όνομά του "φεύγεις" είπε απογοητευμένη δίνοντας μια άλλη, μια αόριστη σημασία στην λέξη. "Λίγο χρόνο θέλω Άννα" της είπε παρακαλώντας μέσα του να τον καταλάβει. Τον κοίταξε με μάτια υγρά, κούνησε αρνητικά το κεφάλι λέγοντας του "αυτό ήταν;". Τα δάκρυα ήταν έτοιμα να τρέξουν στα μάγουλά της "έπρεπε να το περιμένω, θα τελείωνε κάποτε" είπε κουρασμένα. Ο Μάρκος αναστέναξε βαθιά και συνέχισε πλησιάζοντάς την. "Έγιναν πολλά και τα περισσότερα βιαστικά Άννα. Φταίω εγώ γιατί δεν μπορούσα να κρατήσω τα χέρια μου μακριά σου, όμως... έφερες το φως στην ζωή μου, και με τρομάζει αυτό, με τυφλώνει... δεν είχα μάθει έτσι, μπορείς να καταλάβεις;" την ρώτησε σταματώντας μπροστά της. Του χαμογέλασε ειρωνικά "προτιμάς τα σκοτάδια δηλαδή, αυτό μου δινεις για δικαιολογία;" τον ειρωνεύτηκε λυπημένη. Ο Μάρκος πήρε μια βαθιά ανάσα, "ίσως δεν κάνω για σένα, όπως λες κι εσυ, προτιμώ τα σκοτάδια, δεν έχω μάθει αλλιώς, είμαι σκάρτος Άννα" της είπε σχεδόν ψιθυριστά. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, αλλά δεν τα κατάφερε. Καυτά έτρεχαν στα μάγουλά της μα δεν έκανε καμιά κίνηση να τα σταματήσει. Κομμάτια είχε γίνει η καρδιά του, δεν μπορούσε να πιστέψει οτι πάλι πλήγωνε έναν άνθρωπο που λάτρευε. Έβαλε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του και σκούπισε με τον αντίχειρά του τα δάκρυα που έτρεχαν ακόμα. "Σ'αγαπώ, αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ, δίπλα σου θα είμαι ότι και να γίνει" της είπε ανοίγοντας πρώτη και τελευταία φορά την καρδιά του, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε μιλώντας της πιο σιγά "μην με μισήσεις Άννα, ένα τίποτα είμαι, αλλά εσένα σε αγαπώ περισσότερο απο οτιδήποτε άλλο στην ζωή μου". Τον κοίταξε κατάματα και τον ρώτησε με φωνή που μόλις ακουγόταν "γιατί; γιατί μου έδωσες τόση ευτυχία αν ήταν να μου την πάρεις όλη πίσω;". Το βλέμμα της γυάλιζε παρόλαυτα συνέχιζε να είναι έντονο "αφού λες οτι μ' αγαπας Μάρκο, μην φύγεις" του είπε σχεδόν ψιθυριστά ανάμεσα στα δάκρυά της. Ο Μάρκος πλησίασε τα χείλη του στο μέτωπό της "Είμαι κοντά σου Άννα, νιώσε το πόσο καίγομαι για σένα, αν δεις τα μάτια μου όμως μόνο σκοτάδια κρύβουν μωρό μου, εκεί κρύβονται όλοι μου οι δαίμονες, θα σου κάνουν κακό Άννα, θα σε πληγώσουν...πρέπει να σε αφήσω, σ' αγαπώ, το νιώθεις;" της είπε και την φίλησε απαλά. Η ανάσα του της χάιδεψε τα μαλλιά "μην φύγεις απο το μαγαζί, σε παρακαλώ". Άφησε τα χέρια του να πέσουν απαλά στα πλευρά του και πλησίασε την πόρτα. Βγήκε έξω αφήνοντας την καρδιά του μέσα και έφυγε χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω του.

Continue Reading

You'll Also Like

753K 28.4K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...
18.2K 862 17
«Στην αγάπη δεν υπάρχουν δρόμοι. Τους φτιάχνεις.» 🤍 Book tropes: meant to be, soulmates, falling in love all over again
572K 29.4K 55
"Πες μου σε παρακαλώ ότι το θες αυτό όσο το θέλω κι εγώ" είπε με κομμένη την ανάσα. Ένιωθα κατακόκκινη, η ντροπή μου ήταν εμφανής άλλη μία φορά. Τε...
33K 4.6K 26
"Ειλικρινά τι υπέροχο έχω δεσποινίς Ντέιζι? Πάντα καταλήγετε να ξεστομίζετε ανοησίες!"