Δύο Πρόσωπα

By angry_bird24

32.6K 1.1K 82

Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. More

ΜΑΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΦΥΓΗ
ΜΑΡΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ
ΖΗΛΙΑ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 2
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΛΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΦΥΓΗ
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΦΙΛΙ
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ
ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΛΕΝΙΩ
ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ
Η ΚΟΥΡΣΑ
ΔΡΟΣΩ
Η ΔΙΚΗ - part 1
Η ΔΙΚΗ - part 2
H ΔΙΚΗ - part 3
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ
ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

526 21 1
By angry_bird24

Η Βιολέτα στάθηκε λίγο πέρα από τη χωροφυλακή και περίμενε τον Λάμπρο να απομακρυνθεί. Έπειτα σωριάστηκσε στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού και άρχισε να επεξεργάζεται τα όσα άκουσα. <<Ποια ήταν η γυναίκα που μιλούσε και έχουν μαζί παιδί;>>. Ήταν σίγουρη πως ο Λάμπρος κάτι τους έκρυβε και υπήρχε λόγος που επέλεγε να μην επιστρέψει στο Διαφάνι, όμως δεν περίμενε να είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα. <<Βιολέτα;>>. Η φωνή της Θεοδοσίας που στεκόταν από πάνω της. <<Είσαι καλά; Τι έπαθες;>>, <<Ε; Καλά είμαι>> ψέλλισε, μα το κορίτσι έσκυψε δίπλα της. <<Ζαλίστηκες;>>, <<Ναι λίγο αλλά μην ασχολείσαι. Δεν έχω τίποτα>>. Η κοπέλα έκατσε δίπλα της ταραγμένη. <<Τι να μην ασχοληθώ καλέ; Εσύ είσαι άσπρη σαν το πανί>>, <<Καλά είμαι Θεοδοσία. Πήγαινε στο μαγαζί!>> της είπε αυστηρά. <<Έγινε κάτι;>> επέμεινε η κοπέλα. Η Βιολέτα ξεφύσηξε νευρικά. <<Τίποτα>> πέταξε ξερά. <<Γιατί δεν μου λες Βιολέτα; Δεν με εμπιστεύεσαι;>>. Η γυναίκα ανακάθισε. <<Γιατί δεν ξέρω πως θα το πάρεις Θεοδοσία και γιατί δεν θέλω να το μάθει ΚΑΝΕΙΣ>> εξήγησε, χαμηλώνοντας το βλέμμα της. <<Άρα δεν με εμπιστεύεσαι. Είναι δυνατόν εγώ, να προδώσω εσένα; Εσύ μου στάθηκες καλύτερα κι από αδελφή!>>, <<Το ξέρω κορίτσι μου και εγώ έτσι σε νιώθω αλλά... Αφορά το Λάμπρο και δεν είμαι ακόμα βέβαιη πως αντέχεις να μάθεις για εκείνον>> απάντησε. <<Τι φοβάσαι; Πως δεν τον έχω ξεπεράσει κι αν μάθω πως προχώρησε θα στεναχωρηθώ; Μα εσύ έχεις ασπρίσει. Τόσο φοβερό είναι αυτό;>>. Η Βιολέτα σηκώθηκε απότομα. <<Πάμε σπίτι. Μια ψυχή που είναι να βγει... Έλα!>>.

Ο Λάμπρος περπατούσε στο δρόμο προς τα χωράφια όταν οι δρόμοι του ενώθηκαν με του Νικηφόρου. <<Ξάδελφε;>> έκανε εκείνος και ο δάσκαλος χαμογέλασε πλατιά. Οι άντρες αγκαλιάστηκαν και χτύπησαν φιλικά ο ένας τη πλάτη του άλλου. <<Έμαθα πως ήρθες κι ήλπιζα να σε πετύχω. Αν δεν το κατάφερνα και σήμερα, θα ερχόμουν από το σπίτι>> δικαιολογήθηκε ο Νικηφόρος και ξεκίνησαν να περπατούν. <<Στην Αθήνα ζω. Δεν έχει κάτι συναρπαστικό η ζωή μου...>>, <<Δεν βλέπω βέρα, άρα να υποθέσω δεν παντρέυτηκες>>. Ο Λάμπρος χαμήλωσε το χέρι του και ακούμπησε ενστικτωδώς τη βέρα του, που βρισκόταν στη τσέπη του παντελονιού του. Έπειτα έγνεψε αρνητικά. <<Όχι. Δεν παντρέυτηκα>>, <<Τουλάχιστον έχεις κάτι στη ζωή σου; Μια συντροφιά;>>, <<Μπα... Καλύτερη η μοναξιά. Το έμαθα καλά αυτό. Άσε με εμένα όμως. Εσύ; Η Ασημίνα; Δυστυχώς από εκείνη, δεν κατάφερα να μάθω και πολλά>> είπε ντροπαλά, μα ο Νικηφόρος γέλασε. <<Ναι, φαντάζομαι. Είμαστε καλά. Το μόνο αγκάθι ανάμεσα μας είναι το παιδί που δεν ήρθε όμως προσπαθούσε. Πήγαμε και σε μερικούς γιατρούς, κάνει κάποιες θεραπείες... Τώρα λέμε να πάμε σε έναν ακόμα που βρήκε η Ανέτ στο Λονδίνο>>, <<Υπέροχα. Εύχομαι ότι καλύτερο>> απάντησε τυπικά και η σκέψη του ταξίδεψε στο γιο του στην Αθήνα. <<Λάμπρο... Θα ήθελα να συζητήσουμε κάτι και να σου ζητήσω μια χάρη. Πάμε μέχρι το γεφύρι;>> είπε σοβαρά ο Νικηφόρος. <<Ναι φυσικά. Πάμε>>.

Η Ελένη σήκωσε το πιστόλι και σημάδεψε τον στόχο που βρισκόταν απέναντι της, στο τοίχο. Σιωπή επικρατούσε και οι φωνές που ακουγόντουσαν ήταν από μακριά. Πάτησε την σκανδάλη και αρχισε να πυροβολεί κάτι μικροσκοπικά ψαράκια που βρισκόντουσαν πάνω σε ένα ράφι. Όταν έριξε και την τελευταία βολή, ο Γιάννος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και χοροπήδησε χαρούμενος. <<Μπράβο μαμά!>> έκανε ενθουσιασμένα και η Ελένη χμαογέλασε αχνά. Μαζί με ακόμα δύο μητέρες και γειτόνισσες αλλά και την αγαπημένη της Αμαλία, είχαν επισκεπτεί το λούναρ παρκ της Χαλκίδας και ο γιος της, κατάφερε να ξεχάσει για λίγο την απουσία του πατέρα του, που τόσο τον πλήγωνε. Ο μικρός διάλεξε έναν μεγάλο λούτρινο σκύλο και τον άφησε στη μητέρα του για να τρέξει κοντά στους φίλους του που έπαιζαν σε ένα παραπλήσιο παιχνίδι. Η Αμαλία την πλησίασε και την κοίταξε με περιέργεια. <<Πού έμαθες να πυροβολείς έτσι;>> ρώτησε. <<Σιγά... Ψευτοπράγματα. Κι εσύ να ρίξεις, θα τα πετύχεις>> δικαιολογήθηκε η Ελένη. <<Δε νομίζω Μαριώ μου. Όλος ο κόσμος ρίχνει και σχεδόν κανείς δεν τα πετυχαίνει>>, <<Τι να πεις... Η τύχη του πρωτάρη...>>. Περπάτησαν λίγο αμίλητες και η γυναίκα της χαμογέλασε. <<Ξέρεις, έχω ταλέντο να διαβάζω τους ανθρώπους>>. Η Ελένη γέλασε νευρικά. <<Όχι μόνο τους μπελντέδες;>>, <<Στο φλιτζάνι βλέπεις τις ψυχές των ανθρώπων. Κι εσύ Μαριώ μου, έχεις ψυχή μάλαμα, μα έχεις κι ένα σκοτάδι στο βλέμμα σου. Σαν να κρύβεις ένα μυστικό βαθιά μέσα σου>>. Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα, προσπαθώντας να μη φανεί η ταραχή της. <<Τι λόγια είναι αυτά Αμαλία μου; Τι να κρύβω εγώ; Σάμπως έχω και καμία συναρπαστική ζωή;>>, <<Εγώ αυτό βλέπω μέσα σου. Μόνο όταν κοιτάς τον άντρα σου, χάνεται αυτό το σκοτάδι. Σαν να μπορεί μόνο αυτός να δει μέσα σου. Μόνο τότε είσαι καθαρή>> εξήγησε η γυναίκα. Τη συντροφιά τους πλησίασαν οι άλλες τρεις μητέρες. Η Ελένη χαμογέλασε στη Ματίνα, μια συμπαθητική έγκυο που κρατούσε τη φουσκωμένη κοιλιά της. <<Πότε με το καλό γλυκιά μου;>> τη ρώτησε η Αμαλία. <<Σε κανά δυο μήνες περιμένουμε>>, <<Άντε με το καλό. Τι λες να είναι;>>, <<Αχ κυρία Αμαλία μου. Εγώ κορίτσι θέλω. Με έχει τρελάνει ο Γιωργάκης μου. Ζωή να έχει αλλά πολύ φασαριώζικο παιδί. Κι αγόρι να ναι, τουλάχιστον να βγει πιο ήσυχο>>. Όλες γέλασαν. <<Όνομα έχετε αποφασίσει;>>, <<Αν βγει γιος, θα βγάλω τον πατέρα μου. Βαγγελάκης. Αν βγει κόρη, αναγκαστικά, θα πάρει της πεθεράς μου>> έκανε πικραμένα. <<Και πώς την λένε;>> ρώτησε η Ελένη. <<Ασημίνα. Δεν μ'αρέσει καθόλου. Κατερίνα ήθελα να το πω, σα τη μάνα μου>>. Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο της Ελένης κι ο κόμπος ήρθε στο στομάχι της. <<Είναι πολλή όμορφο όνομα>> είπε λυπημένα η Ελένη και χάιδεψε τη κοιλιά της. <<Άντε Μαριώ, σειρά σου. Με ένα θα μείνεις; Τώρα που θα πάει ο Γιάννος σχολείο, να βάλεις μπροστά και για το δεύτερο. Τι περιμένετε;>> πέταξε η Ματίνα. <<Θα δούμε... Μακάρι...>> απάντησε ντροπαλά η Ελένη, χαμηλώνοντας το βλέμμα.

Η Βιολέτα περπατούσε νευρικά στο σαλόνι, με τη Θεοδοσία να πρσοπαθεί να την ηρεμήσει. <<Περίμενε, να τα βάλουμε κάτω>>, <<Τι να βάλουμε κάτω; Εγώ υπέθεσα πως έχει κάποιο φλερτ κι αυτός μπορεί να έχει και παιδί! Γιατί να το κρύβει; Γιατί; Βρες μου έναν λόγο!>>. Η κοπέλα ανακάθισε. <<Μπορεί να μην είναι δικό του αλλά δικό της. Ίσως... Ίσως είναι κάποια ανούσια σχέση με κάποια ζωντοχήρα ή και παντρεμένη. Μπορεί να ντρέπεται>>. Η Βιολέτα αναστέναξε. <<Θα έμπλεκε ο Λάμπρος με παντρεμένη;>>, <<Βιολέτα δεν είναι Άγιος. Κι εμένα με απάτησε αν θυμάσαι>> πέταξε η Θεοδοσία, μα η Βιολέτα της έριξε μια παγωμένη ματιά. <<ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ! Ήταν... Ήταν ο έρωτας της ζωής του. Την αγαπούσε από παιδί. Όχι, όχι... Κάτι άλλο είναι>> συμπέρανε. Η Θεοδοσία αναστέναξε. <<Τι άλλο;>>, <<Δεν ξέρω. Τίποτα δεν κολλάει. Κι αν άκουγες πως της μίλαγε. Λες και ήταν η..>>. Η Βιολέτα σταμάτησε απότομα. <<Συγνώμη Θεοδοσία μου, δεν ήθελα...>>, <<Μη νοιάζεσαι. Ξέρω τι ένιωθε ο Λάμπρος κι άλλωστε πέρασαν τόσα χρόνια>> απάντησε πικραμένα. <<Τι να κάνω; Να μιλήσω στο Μιλτιάδη μου; Δεν θέλω!>>, <<ΟΧΙ ΦΥΣΙΚΑ! Γιατί να τον ξεσηκώσεις; Καλύτερα να κινηθείς αλλιώς>>, <<Πώς αλλιώς;>>. Η Θεοδοσία σκέφτηκε για λίγο. <<Ο Άγγελος, ο εγγονός του Νέστωρα, είναι ήσυχος άνθρωπος και εχέμυθος. Είναι και χωροφύλακας. Ζήτα του να μάθει πράγματα για το Λάμπρο>>, <<Πώς να το κάνω αυτό;>>, <<Είναι καλό παιδί. Πες του πως υποψιάζεσαι πως κάτι κρύβει και φοβάσαι. Αν μπορεί να ζητήσει τον φάκελο του, να δείτε που μένει. Αν ισχύει το σχολείο που σας έχει πει ότι δουλεύει. Ούτε τη διεύθυνση του δεν ξέρετε Βιολέτα! Είναι μια αρχή>> διαπίστωσε η Θεοδοσία. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. <<Δίκιο έχεις αλλά προσοχή. ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΠΟΥΘΕΝΑ ΘΕΟΔΟΣΙΑ! ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;>>, <<Ούτε να το ξαναπείς>> συμφώνησε.

Ο Λάμπρος στάθηκε πλάι στο Νικηφόρο και χάζεψε τη θέα από το γεφυράκι. <<Δεν μπορώ να βλέπω τη γυναίκα μου να μελαγχολεί Λάμπρο. Ο θάνατος της Ελένης τη τσάκισε. Έχει ανάγκη έναν δικό της άνθρωπο. Εκτός από εμένα, τη Θεοδοσία και τον Φανούρη, δεν έχει κανέναν>> εξήγησε ο Νικηφόρος και ο δάσκαλος έσφιξε τις γροθιές του. <<Το καταλαβαίνω ξάδελφε αλλά εγώ, πώς μπορώ να βοηθήσω;>>. Ο Νικηφόρος ξεφύσηξε. <<Ψάχνω να βρω τη Δρόσω. Έβαλα έναν ντεντέκτιβ να ψάξει, μα δεν μπόρεσε να κάνει δουλειά και έμαθα για ένα μεγάλο όνομα στην Αθήνα. Σκαμπαρδόνη τον λένε. Θέλω να πας να τον βρεις και να του αναθέσεις τη δουλειά. Φυσικά όλα τα έξοδα, θα τα καλύψω. Και τα δικά σου. Ξέρω πως δεν ζεις μέσα στην Αθήνα>>. Ο Λάμπρος τον κοίταξε νευρικά. <<Νικηφόρε, λείπει τόσα χρόνια. Μπορεί να μην θέλει...>>, <<Λάμπρο, από τα ελάχιστα που έμαθε ο ντεντέκτιβ είναι πως μετά από εδώ, κατέληξε να δουλεύει στη Τρούμπα. Μπορεί να μη ζει καν, αλλά μπορεί να χρειάζεται τη βοήθεια μας. Δεν ξέρεις που μπορεί να έμπλεξε. Αυτά τα κυκλώματα, δεν σε αφήνουν εύκολα. Σε παρακαλώ. Κάντο για την ψυχή της Ελένης. Δεν θα άφηνε ποτέ τη Δρόσω στη μοίρα της>>. Ο δάσκαλος τον κοίταξε πικραμένα. <<Έχεις δίκιο. Θα το κάνω. Έχεις το λόγο μου. Θα βρω τον Σκαμπαρδόνη και θα κανονίσω να τη ψάξει>>.

----------------------------------------------------

Ο Γιάννος έπαιζε βαριεστημένα, στην μπροστινή αυλή του σπιτιού του, στον Ωρωπό, κλωτσώντας την μπάλα στον τοίχο και περιμένοντας να επιστρέψει πάλι σε εκείνον. Δεν του άρεσε να είναι μόνος του. Ήταν κοινωνικό παιδί και αποζητούσε να βρίσκεται μέσα σε κόσμο. Ζήλευε τα άλλα γειτονόπουλα με τις μεγάλες οικογένειες, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια και τους πολλούς συγγενείς. Εκείνος ζούσε μοναχός του, με μοναδική παρέα τους γονείς του που τον λάτρευαν. <<ΓΙΑΝΝΟΟΟΟ>> άκουσε τη φωνή της μητέρας του από το κηπάκι πίσω από το σπίτι. Δεν έπαιζε ποτέ εκεί. Η μητέρα του, είχε φυτέψει κάθε λογής λουλούδια και ασχολούταν με τις ώρες, απολαμβάνοντας τα αρώματα και τις μυρωδιές από τα άνθη. <<ΝΑΙΙΙ;>> έκανε το παιδί. <<Τίποτα. Άστο>> του απάντησε εκείνη και το παιδί αναστέναξε ξανά. Αν τον έστελνε για κάποιο θέλημα, θα πέρναγε η ώρα του. Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν πως από τον Σεπτέμβρη, θα ξεκινούσε σχολείο, πλάι στο πατέρα του, που τον είχε ήδη προετοιμάσει, μαθαίνοντας τον να διαβάζει και να γράφει. Ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου, τον έκανε να αναπηδήσει και να κοιτάξει από την καγκελόπορτα. Σπάνια περνούσαν κούρσες από την γειτονιά τους, ειδικά όταν ο άντρας της κυρίας Αμαλίας απέναντι, έλειπε σε ταξίδι. Ένα ταξί προχωρούσε στο δρόμο και σταμάτησε έξω από το σπίτι τους. Ο Γιάννος σηκώθηκε στις μύτες για να δει καλύτερα. Επιτέλους, ο πατέρας του είχε επιστρέψει. <<ΜΠΑΜΠΑ!>> φώναξε ο μικρός, καθώς τον έβλεπε να παίρνει τη βαλίτσα του και να πληρώνει τον ταξιτζή. Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα και τον σήκωσε στην αγκαλιά του. <<Αγοράκι μου!>> έκανε χαρούμενα και ακούμπησε το κεφάλι του, στο στέρνο του παιδιού. <<Μπαμπά μου! Μου έλειψες!>> είπε ο μικρός και ο άντρας τον φίλησε στο κεφάλι. <<Κι εμένα μου έλειψες παλικάρι μου. Η μαμά;>>, <<Στο κήπο με τα λουλούδια>>, <<Τη πρόσεχες όσο έλειπα;>>, <<Ναι μπαμπά! Κοιμόμουν και μαζί της για να μην είναι μόνη της>>. Ο Λάμπρος γέλασε παιχνιδιάρικα. <<Άντε, πάμε να της κάνουμε έκπληξη. Δεν το ξέρει πως θα ερχόμουν σήμερα>> έκανε συνωμοτικά και του έδωσε ακόμα ένα φιλί.

Η Ελένη κρατούσε το κλαδευτήρι της και έκοψε τα ξερά φύλλα από τα λουλούδια του κήπου. Η άνοιξη ήταν η αγαπημένη της εποχή. Όλα άνθιζαν. Η φύση αναγεννιόταν και τα φυτά της έπαιρναν πανέμορφα χρώματα. Φορούσε ένα ψάθινο καπέλο κι ένα λουλουδάτο κίτρινο φόρεμα. Ήταν τόσο απορροφημένη που δεν άκουσε τα βηματα πίσω της. Ο άντρας άφησε κάτω τον Γιάννο και ακούμπησε τα πλευρά της ελαφρά. Εκείνη αναπήδησε. <<Λάμπρο!>> έκανε τρομαγμένα κι ο μικρός ξέσπασε σε γέλια. <<Μου έκοψες το αίμα! Μα πότε ήρθες;>> τον ρώτησε κι έπιασε το χέρι του ασυναίσθητα. <<Μόλις. Είπα να σας κάνω έκπληξη>> της απάντησε και αντάλλαξαν ένα απαλό φιλί, που έκανε τον Γιάννο να κοιτάξει από την αντίθετη κατεύθυνση. <<Όλα εντάξει;>> τον ρώτησε δειλά η Ελένη. <<Ναι. Όλα καλά>>, <<Έπρεπε να μου πεις πως θα έρθεις, να μαγείρευα...>>, <<Ότι κι αν έχεις φτιάξει, θα είναι υπέροχο. Δεν χρειάζομαι ξεχωριστές μαγειρικές>> την πρόλαβε κι εκείνη του χαμογέλασε δειλά. <<Μπαμπά, θα παίξουμε;>> ρώτησε το παιδί παρακαλετά. <<Είναι κουρασμένος ο μπαμπάς, Γιάννο μου. Άστον να ξαποστάσει και θα παίξετε μετά>>, <<Δεν πειράζει. Καλά είμαι. Πήγαινε και θα έρθω>> του είπε και το αγοράκι έφυγε τρέχοντας. Όταν ο μικρός είχε απομακρυνθεί αρκετά, εκείνη αφέθηκε σε ένα φιλί διαρκείας, που ξεκίνησε από τα χείλη της και κατέληξε στο λαιμό της. <<Μη... Έλα...>> του είπε παιχνιδιάρικα. Εκείνος σταμάτησε και την κοίταξε λάγνα. <<Πρώτη φορά σε αποχωρίζομαι τόσο. Το ξέρεις πως σε αποζητούσα στον ύπνο μου;>>. Εκείνη του χαμογέλασε. <<Κι εγώ αλλά... Είχαν άλλον άντρα στη θέση σου>>, <<Α μπα; Ποιον;>> τη ρώτησε γελώντας πονηρά. <<Α δεν σου λέω, πάντως σου μοιάζει>>, <<Μου μοιάζει;>>, <<Ναι, ναι, είναι έτσι μελαχρινός, γλυκός...>>. Ο δάσκαλος έπνιξε ένα χάχανο. <<Θα παρακαλάει να ξαναφύγω για να έχει τη μαμά δική του;>>. Η Ελένη ακούμπησε στο στέρνο του. <<Όχι. Του έλειψε ο μπαμπάς του>> έκανε τρυφερά και τον φίλησε.

Είχε βραδιάσει, όταν η Ελένη μπήκε στην αδειανή κάμαρη, τυλιγμένη με την πετσέτα της, μετά από ένα ζεστό μπάνιο κι έκλεισε την πόρτα. Ο Λάμπρος είχε πάει ήδη στο δωμάτιο του μικρού για να του διαβάσει κάποιο παραμύθι, πριν τον βάλει για ύπνο. Πήρε τη νυχτικιά από το κρεβάτι της και άνοιξε το συρτάρι για να βρει κάποιο καθαρό εσώρουχο. Το χέρι της έπιασε μία λευκή διάφανη δαντέλα. Δεν το φορούσε σχεδόν ποτέ αυτό, παρόλα αυτά τις λίγες φορές που το είχε τολμήσει, ο άντρας της είχε ξετρελαθεί. Χαμογέλασε ντροπαλά και το ψηλάφησε με το χέρι της. Το φόρεσε διστακτικά, χαζεύοντας το σώμα της στον καθρέφτη. Έπειτα έριξε μια ματιά στη βαμβακερή νυχτικιά της. Δεν ταίριαζε με ένα τόσο προκλητικό, για τα δεδομένα της, εσώρουχο. Την άφησε στην καρέκλα, πλάι στο κρεβάτι και έψαξε ξανά στο συρτάρι και βρήκε ένα κοντό λευκό νυχτικό με δαντέλα στο στήθος και το τελείωμα, που άφηνε γυμνές τις γάμπες της. Το φόρεσε βιαστικά κι αυτό και κοίταξε ξανά το είδωλο της. Το στήθος της διαγραφόταν έντονα μέσα από το ύφασμα. Χτένισε τα μακριά μαλλιά της και τα άφησε ξέπλεκα στους ώμους της. Έριξε μια ρόμπα από πάνω της, σε περίπτωση που εμφανιζόταν ο μικρός. Δεν ήθελε να τη δει σε καμία περίπτωση να φορά κάτι τέτοιο. Έκλεισε την πόρτα της κάμαρης και έφυγε για το σαλόνι, περιμένοντας τον να τη συναντήσει.

<<Ποιο παραμύθι θες να διαβάσουμε;>> ρώτησε ο Λάμπρος τον Γιάννο, ψάχνοντας το μικρό ράφι με τα βιβλία, στο δωμάτιο του. <<Τα τρία γουρουνάκια>> απάντησε με σιγουριά το παιδί. Ο άντρας πήρε το βιβλίο, έβαλε την καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του και πήγε να ξεκινήσει να διαβάζει. <<Μπαμπά...>>, <<Πες μου>>, <<Άμα ξαναπάς στο χωριό σου, θα με πάρεις κι εμένα μαζί;>> ρώτησε στεναχωρημένα το παιδί. <<Γιε μου, δεν έχει κάτι στο χωριό μου και πήγα για δουλειές. Για ποιο λόγο να ξεσηκωθούμε, εφόσον εδώ είναι πολύ πιο όμορφα! Έχουμε θάλασσα, έχεις τους φίλους σου... Εκεί μόνο χωράφια έχει>>, <<Μπορεί να μου αρέσει>> απάντησε ντροπαλά το αγόρι. <<Μπορεί. Τέλος πάντων, θα δούμε. Άλλωστε δεν θα ξαναπαώ σύντομα>> σχολίασε και πήγε να ανοίξει το παραμύθι. <<Δεν θέλω να είμαστε μόνοι μας, χωρίς εσένα. Κι η μαμά στεναχωριέται κι ας μη το λέει γιατί είναι μεγάλη. Κλαίει...>>, <<Κλαίει;>>, <<Ναι μπαμπά. Δύο φορές την είδα όσο έλειπες>>. Το στομάχι του Λάμπρου δέθηκε κόμπος. <<Δεν θα φύγω σύντομα αγοράκι μου. Μη στεναχωριέσαι. Κι η μαμά, θα είναι πάλι χαρούμενη, όπως πάντα. Να διαβάσουμε τώρα για τα γουρουνάκια ή θα τα αφήσουμε με το παράπονο;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα. Ξεκίνησε να διαβάζει το παραμύθι και κάθε τόσο άλλαζε το ηχόχρωμα της φωνής του για να γίνεται περισσότερο αρεστός στο Γιάννο. Όταν τελείωσε τον έβαλε να ξαπλώσει και άφησε ένα φιλί στο μέτωπο του. <<Άντε, κοιμήσου τώρα. Καληνύχτα>>, <<Μπαμπά...>>, <<Γιάννο, τελευταία ερώτηση, ε; Θα φωνάζει η μαμά που είσαι ξύπνιος ακόμα>>, <<Τα γουρουνάκια ήταν τρία. Εγώ γιατί δεν έχω αδελφάκια;>>. Ο δάσκαλος μαγκώθηκε και του χάιδεψε τρυφερά το μέτωπο. <<Δεν έτυχε αγόρι μου. Ίσως στο μέλλον>>, <<Η Βαγγελίτσα έχει τρία αδελφάκια κι εγώ κανένα. Θα μου πάρετε κι εμένα ένα, να παίζω;>>, <<Θα δούμε παιδί μου. Κοιμήσου τώρα>> του είπε αμήχανα και έκλεισε το φως στη κάμαρη του.

Η Ελέν τον περίμενε στο σαλόνι. Είχε σερβίρει κρασί στα ποτήρια τους ενώ το ραδιόφωνο έπαιζε χαμηλόφωνα. <<Κοιμήθηκε; Ήθελε να σε χορτάσει, ε;>> έκανε εύθυμα κι ο Λάμπρος έγνεψε θετικά κι έκατσε δίπλα της. <<Ναι. Του έλειψα είπε...>>, <<Πολύ. Κάθε μέρα ρωτούσε πότε θα γυρίσεις. Τον ξέρεις, σου έχει αδυναμία>>, <<Και στους δύο έχει, μη το λες. Θέλει να είμαστε πάντα όλοι μαζί. Ξέρεις τι μου ζήτησε; Αδελφάκι...>>. Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα της. <<Καλό θα ήταν, κάποια στιγμή να του το φέρναμε με τρόπο, πως δεν πρόκειται να αποκτήσει αδελφάκι...>> σχολίασε ντροπαλά. Εκείνος της έπιασε το χέρι. <<Γιατί καρδιά μου;>>, <<Λάμπρο...>>, <<Μα γιατί; Τώρα που ο Γιάννος μεγάλωσε και...>>, <<Τα έχουμε πει αυτά! Δεν θα κάνουμε άλλο παιδί. Σε παρακαλώ. Ξέρεις το λόγο>>. Εκείνος αναστέναξε. <<Εντάξει κορίτσι μου. Όπως θες>> απάντησε πικραμένα. Τον πλησίασε, σε απόσταση αναπνοής και τύλιξε τα χέρια γύρω από το λαιμό του. <<Κι εμένα μου έλειψες. Θες να δεις πόσο;>> έκανε παιχνιδιάρικα και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, για να φτάσει τα χείλη του. Εκείνος ανταπέδωσε το φιλί, μα τραβήχτηκε διστακτικά. <<Ξέρεις πόσο μου έλειψες, μα θέλω πριν πάμε στη κάμαρη μας, να κάνουμε μια κουβέντα>> της είπε σοβαρά. Εκείνη πάγωσε. Τον κοίταξε ψυχρά κι έκανε ένα βήμα πίσω. <<Κάτι είπαμε>>, <<Το ξέρω. Όμως χρειάζεται να πούμε κάτι>>, <<Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα. Πάμε για ύπνο. Μου έφυγε η όρεξη>>. Ο Λάμπρος την έπιασε από τον καρπό. <<Γιατί το κάνεις αυτό;>>, <<Ποιο αυτό;>>, <<ΞΕΡΕΙΣ! Ούτε μια κουβέντα δεν μπορούμε να κάνουμε;>>, <<ΟΧΙ! Δεν μπορούμε. Άσε με να πάω μέσα>> απάντησε απότομα και τράβηξε το χέρι της. Εκείνος τη σταμάτησε ξανά. <<Σε παρακαλώ, μην αντιδράς έτσι. Ξέρω πως...>>, <<ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ! Άσε με να φύγω, θα ξυπνήσει το παιδί!>>, <<Μαρία...>>, <<Συνεχίζεις!>>, <<ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΗΡΕΜΗΣΕ!>> έκανε νευρικά ο Λάμπρος. <<Παράτα με!>>, <<ΣΤΑΜΑΤΑ ΕΙΠΑ!>>, <<ΕΣΥ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ!>>, <<ΣΤΑΜΑΤΑ ΛΕΝΙΩ!>>.

Στο άκουσμα του ονόματος, η γυναίκα έφερε το χέρι μπροστά στο στόμα της και τον κοίταξε σοκαρισμένη. <<ΠΩΣ ΜΕ ΕΙΠΕΣ;>>, <<Συγνώμη>> έκανε εκείνος και χαμήλωσε το βλέμμα ντροπιασμένα. <<ΠΩΣ ΜΕ ΕΙΠΕΣ ΛΑΜΠΡΟ;>> τον ρώτησε ξανά και τα μάτια της, πέταγαν φωτιές από θυμό. <<Καρδιά μου...>>, <<ΠΩΣ ΜΕ ΕΙΠΕΣ! Έχουμε ορκιστεί πως θα ξεχάσεις αυτό το όνομα. ΠΩΣ ΘΑ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ!>> φώναξε με μάτια γεμάτα δάκρυα. <<Το ξέρω, το ξέρω ζωή μου. Συγνώμη. Δεν...>> πήγε να της πιάσει τα χέρια, μα εκείνη τραβήχτηκε. <<Πάω να πάρω αέρα. Πνίγομαι εδώ μέσα>> του ανακοίνωσε και βγήκε στο κήπο, τρέμοντας από ταραχή.

Η Ελένη στάθηκε στην αυλή του σπιτιού της, κοιτάζοντας τα λουλούδια της, με μάτια δακρυσμένα και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη κοιλιά της. Ο αέρας ήταν παγωμένος και το νυχτικό της, δεν κάλυπτε το σώμα της αρκετά, για να το προστατεύσει από το κρύο. Σχεδόν έτρεμε από ταραχή και ένιωθε έναν κόμπο στο στομάχι. Ο άντρας της, την πλησίασε δειλά και ακούμπησε τα χέρια του στη μέση της. <<Συγνώμη. Σε παρακαλώ, ηρέμησε, μην κάνεις έτσι. Δεν... Δεν ξέρω πως μου ξέφυγε αλλά σου ζητάω ειλικρινά συγνώμη>> είπε μετανιωμένος. <<Ακόμα με λες έτσι;>> τον ρώτησε, χωρίς να τον κοιτάζει. <<Τι; Όχι!>>, <<Μέσα σου, ακόμα με λες με αυτό το όνομα;>> επέμεινε νευρικά. <<Όχι ζωή μου!>>, <<Αποφεύγεις να με λες Μαρία. Αγάπη μου, καρδιά μου, ζωή μου, ανάσα μου... Ποτέ Μαρία>> ψέλλισε. <<Αυτό είναι ψέμα κορίτσι μου!>>, <<Να το πάλι... Ακόμα να το δεχτείς>>. Ο Λάμπρος την αγκάλιασε κι έσφιξε το κορμί του, πάνω στο δικό της. Έπιασε με τα χέρια του τα δικά της και φίλησε απαλά το πίσω μέρος του κεφαλιού της. <<Τόσο σημασία έχει, αν σε λέω Μαρία ή σε φωνάζω αγάπη μου;>>, <<Και τι έχει σημασία;>> ρώτησε λυπημένα. <<Ότι είσαι η γυναίκα μου, η μάνα του παιδιού μου και ο μοναδικός μου έρωτας σε αυτή τη ζωή. Και σ' αγαπάω όσο τίποτα. Έκανα ένα λάθος. Θα με σκοτώσεις; Πάμε μέσα. Θα κρυώσεις. Σε παρακαλώ>> της ψιθύρισε και τη φίλησε μαλακά στο κεφάλι, οδηγώντας την ξανά στο σπίτι.

Έκατσε στο πλάι του κρεβατιού τους κι εκείνος έκανε το ίδιο, ακουμπώντας το στέρνο του, στη πλάτη της. <<Μη μου κρατάς κακία, ζωή μου>> της είπε παρακαλετά και εισέπνευσε το άρωμα από τα μαλλιά της. <<Μου έλειψες τόσο πολύ>> ψιθύρισε λάγνα, μα εκείνη τραβήχτηκε. <<Δεν έχω όρεξη πια. Συγνώμη...>> ψέλλισε. Ο Λάμπρος την έπιασε από τους καρπούς και τη γράπωσε στην αγκαλιά του. Έγειρε τον δείχτη του χεριού του στο πηγούνι της. Εκείνη άνοιξε το στόμα της για να πάρει μια ανάσα. Τα μάτια τους έμειναν αιχμάλωτα, ώσπου τη φίλησε. Τα χείλη του σύρθηκαν πάνωστα δικά της, σε ένα μακρόσυρτο βαθύ φιλί. Εκείνη αναρρίγησε και ένιωσε μια έξαψη να την κυριεύει. Τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό του, ενώ τα δικά του γλίστρησαν στα πλευρά της, θοπεύοντας τις καμπύλες της. Η χούφτα του έσφιγγε τη σάρκα της κι εκείνη βόγγιξε έκπληκτη κι ερεθισμένη. Έβγαλε τη ρόμπα της αργά και χαμογέλασε. Το νυχτικό της, τον τρέλανε. Το στήθος της διαγραφόταν από μέσα, σκληρό και διογκωμένο. Τα μάτια της γυάλιζαν, σημάδι πως το σώμα της ήταν έτοιμο για εκείνον. Κατέβασε τις ράντες από το νυχτικό και δάγκωσε τις ρώγες της, που τόση ώρα τον προκαλούσαν να δεχτεί την γλύκα τους. Το στόμα του κλείνει γύρω από το στήθος της, πιπιλώντας και στριφογυρίζοντας την γλώσσα του, ολόγυρα, ρουφώντας με δύναμη. Χαμήλωσε τον κορμό του και το στόμα του περιπλανήθηκε στο δέρμα της κοιλιάς της. Τα χέρια του γαντζώθηκαν από το εσώρουχο της και το κατέβασαν προκλητικά. Το άγγιγμα από τη γλώσσα του, την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη. Ήταν αμίλεικτη, ανελέητη. Η Ελένη βόγκηξε και γράπωσε τα μαλλιά του, ανασηκώνοντας τη μέση της. Τα χείλη του, την καταβροχθίζουν, φιλώντας και ρουφώντας την δυνατά και τα χέρια του οδηγούνται στο στήθος της. Πριν φτάσει στο χείλος της απελευθέρωσης, σταματά και ανασηκώνει το κορμί του. Γλίστρησε μέσα της μαλακά και νιώθει τα δάχτυλα της να σφίγγουν τη πλάτη του, παλεύοντας να μην ουρλιάξει από ηδονή. Το κεφάλι της τινάζεται αισθησιακά προς τα πίσω. Εκείνος το σηκώνει για να την κοιτάξει. Πιέζει το μέτωπο του στο δικό της, νιώθοντας την καυτή ανάσα της στο στόμα του. Έχει λαμπερό βλέμμα, ικανό να ζεστάνει ακόμα και τη πιο παγωμένη νύχτα. Εκείνη δυσκολεύεται να κοντρολάρει την αναπνοή της και τους χαμηλόφωνους αναστεναγμούς της. Το σώμα της ανατριχιάζει καθώς το οδηγεί προς τα πίσω, και τον νιώθει βαθύτερα μέσα της. Μάχεται να κρατήσει τα ουρλιαχτά της εγκλωβισμένα, κλείνοντας με το χέρι το στόμα της. Η απουσία τον ημερών, τον κάνει να μη σταματάει να κινείται μέσα της. Σέρνει το χέρι του στο λαιμό της και τον σφίγγει ελαφρά, ίσα να νιώθει πως την αγγίζει. Το στόμα του περιπλανιέται στο λαιμό της, πιάνοντας τις δονήσεις των παλμών της. Το πρόσωπο της αναψοκοκκινισμένο, μουσκεμένο στον ιδρώτα. Γλιστρούν στα σεντόνια που είναι μούσκεμα. Εκείνος συνεχίζει να λικνίζεται μέσα της. <<Μη με αφήνεις>> ψέλλισε με τα χείλη της κολλημένα στα δικά του. Σφίγγει αδύναμα το μπράτσο του και τρέμει ολόκληρη. Ο Λάμπρος σπρώχνει βαθύτερα μέσα της για να αισθανθεί καλύτερα την ολοκλήρωση της. Το σώμα της υποκύπτει σε μια σειρά από δυνατούς σπασμούς. Τραβιέται από μέσα της, και γυρίζει μπρούμυτα το κορμί της, πιάνοντας τους γοφούς της, με μία διαφορετική διείσδυση αυτή τη φορά. Η άρνηση της για άλλο παιδί, τους έκανε να μάθουν να απολαμβάνουν τον έρωτα και διαφορετικά. Εκείνη κλαψουρίζει σιγανά. Δεν της αρέσει πάντα αυτή η αίσθηση. Παρόλα αυτά, τρέμει ακόμα από ηδονή κι εκείνος τελειώνει με τρεις βαθιές ωθήσεις, κρατώντας το σώμα της ακίνητο και γεμίζοντας φιλιά το σβέρκο της.

Έπεσε δίπλα της εξαντλημένος από την ένταση τους, χορτασμένος από έρωτα, με τα πόδια τους μπλεγμένα μεταξύ τους. <<Μη ντυθείς. Θέλω να αγγίζω το δέρμα σου όλο το βράδυ>> της ψιθυρίζει τρυφερά, κι εκείνη γυρίζει τη πλάτη της σε εκείνον και κουρνιάζει στην αγκαλιά του. <<Συγνώμη για πριν. Ήμουν υπερβολική>> ψελλίζει ντροπαλά. <<Όχι καρδιά μου. Όχι. Μην το ξαναπείς. Εγώ φταίω. Δεν ξέρω πως... Τέλος πάντων. Κοιμήσου μάτια μου>>, <<Κι εσύ;>>. Ο Λάμπρος χαμογέλασε. <<Ε άσε με λίγο να σε χορτάσω. Τόσα βράδια κοιμόμουν μοναχός. Μου έλειψε να σε κοιτάζω>> της είπε χαμογελώντας ντροπαλά. Η Ελένη έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Έμεινε να την ακουμπάει, με τα ακροδάχτυλα του και μετράει τις ανάσες της. <<Μαρία;>> έκανε σιγανά λίγη ώρα αργότερα. Η κοπέλα δεν τον άκουσε. Ο ύπνος της ήταν ήρεμος, βαθύς, χωρίς έννοιες. Τη φίλησε απαλά στο κεφάλι. <<Ότι και να γίνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα είσαι πάντα το Λενιώ μου. Κι ας μην μπορώ να σε λέω πια έτσι>> είπε και έκλεισε κι εκείνος τα μάτια μου.

---------------------------------------

Ο Γιάννος κλωτσούσε την καινούργια του μπάλα μες το σαλόνι, όταν μπήκε η Ελένη θυμωμένη. <<Τι είπα; Ολόκληρη αυλή έχουμε, εδώ θα παίζεις;>>, <<Δεν θέλω να τη λερώσω! Μου την έφερε ο μπαμπάς από τη Λάρισα>>. Η γυναίκα γονάτισε μπροστά του για να έρθει στο ύψος του. <<Λες να μην το ξέρω; Και στην έδωσε κρυφά για να μην φωνάζω. Δεν έχουμε πει δεν κάνουμε συνέχεια δώρα; Κανονικά πρέπει να την κρύψω ως τη γιορτή σου>> έκανε παιχνιδιάρικα. <<ΟΧΙ! Είναι σε ένα χρόνο! Σε παρακαλώ μαμά!>>. Η Ελένη αναστέναξε. <<Τέλος πάντων. Μην την ξαναδώ όμως εδώ μέσα. Οι μπάλες είναι για να λερώνονται, όχι για να παίζουμε μες το σπίτι. Κι αν λερωθεί, θα τη πλύνεις εσύ όπως πλένεις το ποδήλατο σου. Ντάξει;>>. Ο Γιάννος της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. <<Ναι μαμά>>, <<Άντε έξω τώρα>> του είπε και ο μικρός έτρεξε στην αυλή. Η Αμαλία μπήκε πίσω του και έκλεισε την πόρτα. <<Πού πάει αυτό καλέ τρέχοντας; Καλημέρα>>. Η Ελένη έβαλε τα γέλια. <<Ήρθε ο πατέρας του χτες. Του έφερε και μια καινούργια μπάλα και είναι τρελαμένος>> εξήγησε γλυκά. <<Καλά τον είδα τον Λάμπρο χτες. Δεν ήμουν και σίγουρη. Του έφερα και τη χτεσινή εφημερίδα να διαβάσει. Να λύσει και τα σταυρόλεξα που τα κάνει κέφι>>. Η Αμαλία έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας και χάζευε την εφημερίδα ως να ετοιμαστεί ο καφές της. <<Βρε Μαριώ, ήθελα να σε ρωτήσω, έχει ο άντρας σου κανά θείο βουλευτή; Σεβαστός κι αυτός, από Θεσσαλία>>. Η Ελένη ανασηκώθηκε. <<Βουλευτή; Είναι συνηθισμένο το Σεβαστός στη Θεσσαλία. Μα δεν έχω ακούσει κανέναν Σεβαστό βουλευτή>>, <<Κρίμα. Θα σου ζήταγα ρουσφέτι για τον γαμπρό μου>> πέταξε εύθυμα και την Ελένη την έπιασαν τα γέλια. <<Τελικά υπάρχει Σεβαστος βουλευτής;>>, <<Συμπάθα με, τα μπέρδεψα. Υποψήφιος βουλευτής λέει. Έχει εδώ συνέντευξη του. Τάζει κι αυτός λαγούς με πετραχείλια, σαν και τους άλλους. Ωραίος άντρας πάντως. Λεβέντης σαν τον Λάμπρο σου>>. Η Ελένη χαμογέλασε αχνά. <<Και πώς τον λένε; Αθηναίος είναι;>>, <<Τη διάβασα νομίζεις; Α να χαθούν, οι ψεύτες! Για να δω>>. Η γυναίκα έβγαλε τα γυαλιά της και κοίταξε το φύλλο. <<Όχι, από ένα χωριό της Θεσσαλίας. Ούτε το ξέρω. Δούκα τον λένε. Δούκα Σεβαστό>>. Ο ήχος από το γυαλί που έσπασε, τάραξε την ηρεμία τους. Η Ελένη ένιωσε τα χέρια της να παραλύουν και το ποτήρι με το νερό έπεσε στο πάτωμα με ορμή. <<ΓΟΥΡΙ! Πώς σου έπεσε κορίτσι μου;>>. Η Ελένη τινάχτηκε απότομα. <<Δεν... Δεν ξέρω. Αφαιρέθηκα>>, <<Καλά δεν πειράζει>> έκανε αδιάφορα και έκατσε ξανά στη θέση της, καθώς η Ελένη μάζευε τα γυαλιά. <<Τον ξέρεις τελικά; Αυτόν τον Δούκα>>, <<Ε; Όχι... Όχι, πού να τον ξέρω;>>, <<Α βρήκα από που είναι, το λέει παρακάτω. Διαφάνι Θεσσαλίας>> σχολίασε και η Ελένη έσφιξε τις γροθιές της. Έξι χρόνια είχε να ακούσει το όνομα του μέρους όπου γεννήθηκε και τώρα το άκουγε για πρώτη φορά. Πλησίασε την εφημερίδα και της έριξε μια ματιά, νιώθοντας το αίμα της να παγώνει.

Η Βιολέτα σέρβιρε τον Προκόπη στο καφενείο, όταν μπήκε μέσα ο Άγγελος και καλημέρισε τους συγχωριανούς του. <<Καλώς τον. Να σου κάνω καφέ;>> ρώτησε η Βιολέτα. <<Πάω στη χωροφυλακή και έλα να με βρεις. Δεν είναι εκεί ο ενωμοτάρχης προς το παρόν. Πρέπει να σου πω>> ψιθύρισε και έπειτα πλησίασε τον παππού του. Η Βιολέτα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα και πέντε λεπτά μετά την αποχώρηση του Άγγελου, τράβηξε για να τον βρει. Ο άντρας περπατούσε αναστατωμένος μες το γραφείο, όταν μπήκε η γυναίκα. <<Τι έγινε; Έμαθες;>>. Ο Άγγελος αναστέναξε. <<Η διεύθυνση που είχατε σωστή. Σε εκείνο το σχολείο διδάσκει. Δημοτικό Σχολείο Ωρωπού. Βρήκα το διορισμό του>> εξήγησε και η γυναίκα ανάσανε. <<Άρα δεν μας λέει ψέματα>>. Ο χωροφύλακας δαγκώθηκε ελαφρά. <<Τι; Μας λέει; Μίλα Άγγελε!>>. Ο Άγγελος της έδωσε ένα χαρτί κι εκείνη το διάβασε βιαστικά. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: ΕΓΓΑΜΟΣ, ΤΕΚΝΑ: ΝΑΙ, ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΕΚΝΩΝ: 1. <<Είναι παντρεμένος Βιολέτα. Είναι παντρεμένος και έχει ένα παιδί>>. 

Continue Reading

You'll Also Like

20K 1.3K 86
Η Μαριέτα και ο Στέφανος. Αγαπήθηκαν. Πολύ. Ο έρωτας τους έμελλε να περάσει από πολλά εμπόδια, το μεγαλύτερο όλων έναν θάνατο. Αλλά θαύματα γίνονται...
106K 5.8K 74
《Τι είναι αυτά ;;》τον ρώτησα με θυμό και έδειξα τις πιπιλιές που έχει στον λαιμό του. 《Με απάτησες;;》τον ρώτησα με ένταση στην φωνή μου Με κοίταξε μ...
79.8K 461 25
Ιστοριουλες για να σας κρατάν συντροφιά τα βράδια Τα πάντα αποτελούν προϊόν της φαντασίας μου και μόνο. Δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα διαβάστε...
1.7K 101 9
Μάνη, 1818 Ένας ξένος πατάει τα χώματα του τόπου του για πρώτη φορά. Αναζητά μια πατρίδα, ένα σπίτι και τις ρίζες του . Μια γυναίκα, που τα μάτια της...