Δύο Πρόσωπα

By angry_bird24

32.6K 1.1K 82

Δύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. More

ΜΑΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΦΥΓΗ
ΜΑΡΙΑ
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΛΑ
ΖΗΛΙΑ
ΜΑΡΙΑ
ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1
ΑΦΙΞΕΙΣ - part 2
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΛΙ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ
ΜΑΡΙΑ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ
ΦΥΓΗ
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΦΙΛΙ
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ
ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΛΕΝΙΩ
ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ
Η ΚΟΥΡΣΑ
ΔΡΟΣΩ
Η ΔΙΚΗ - part 1
Η ΔΙΚΗ - part 2
H ΔΙΚΗ - part 3
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ
ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

904 22 0
By angry_bird24

Καθόντουσαν στο πάτωμα και ο Λάμπρος είχε απλώσει κάτω το σακάκι του. Θα σκονιζόταν μα ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε. Ακουμπούσε την πλάτη του στον τοίχο και κρατούσε στην αγκαλιά του την Ελένη, που είχε γείρει στο στέρνο του. Εκείνη φορούσε μόνο το μεσοφόρι της. Δεν χόρταινε να αγγίζει το γυμνό δέρμα της. Κατέβαζε τα ακροδάχτυλα του, αργά-αργά, πάνω στα χέρια της, κάνοντας την να αναριγεί κάθε τόσο. <<Καλύτερα να φύγουμε>> ψέλλισε δειλά η Ελένη. Ήταν αργά και η γυναίκα δεν ήθελε να μείνουν άλλο εκεί. <<Θες να πάμε σπίτι σου;>> της πρότεινε, χωρίς να σταματήσει τα χαράζει νοητές γραμμές με τα δάχτυλα του. <<Λάμπρο, είναι περασμένη η ώρα. Καλύτερα να πας σπίτι σου>> πρότεινε, ξέροντας πως η ιδέα της θα τον θύμωνε. Εκείνος χαμογέλασε πονηρά. <<Θέλω να σε κάνω δική μου, ξανά και ξανά. Μην μου λες να φύγουμε>>, <<Σε παρακαλώ. Είναι αργά. Μην δίνουμε δικαιώματα>> του είπε, ελπίζοντας πως δεν θα έκανε καμία κίνηση, μιας και της ήταν δύσκολο να του αντισταθεί. Εκείνος κατέβασε το χέρι του και χάιδεψε το γυμνό δέρμα των ποδιών της, ανεβάζοντας ελαφρά το μεσοφόρι της. <<Πώς να σταματήσω να σε αγγίζω, μάτια μου;>> της ψιθύρισε αισθησιακά στο αυτί. <<Σε παρακαλώ...>> ψέλλισε εκείνη. Την αγνόησε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της κι έπειτα εισέβαλε στο στόμα της λαίμαργα. Εκείνη ανταποκρίθηκε. Μικρά βογκητά έβγαιναν από το στόμα της. Τα χέρια του την άγγιζαν άτσαλα κι όσο την έσφιγγαν, η Ελένη ένιωθε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά της και μία ανατριχίλα σε όλη την έκταση του κορμιού της. Τα δάχτυλα του γλίστρησαν μέσα στο εσώρουχο της, κάνοντας την να ανάστενάξει δυνατά. <<Μη... Σε παρακαλώ>> του είπε. <<Μόνο θα σε ακουμπήσω. Μόνο>> μουρμούρισε στο αυτί της. Εκείνη ένιωθε ανήμπορη, υπνωτισμένη να αντισταθεί. Άρχισε να παραδίδεται ολοκληρωτικά στα δάχτυλα του, που την πιέζαν ελαφρά και έκαναν κυκλικές κινήσεις πάνω στο δέρμα της. Τέντωσε τον λαιμό της πάνω στον ώμο του, δίνοντας του την ευκαιρία να γλιστρήσει το άλλο του χέρι, που την κρατούσε αγκαλιά, μέσα από το μεσοφόρι της. Το στήθος της είναι σκληρό, σαν να έχει πετρώσει. Η Ελένη ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και τα πόδια της να τρέμουν, κάνοντας μικρούς σπασμούς. Το δάχτυλο του που βούλιαξε μέσα της, της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Πλέον έτρεμε ολόκληρο το κορμί της και ο ιδρώτας έρεε άφθονος στη πλάτη και παντού πάνω της. <<Λάμπρο μη...>> ψέλλισε, κι εκείνος τράβηξε το χέρι του από μέσα της. Έκαιγε ολόκληρη. Το εσώρουχο της, που δεν αποχωρίστηκε ποτέ, ήταν βρεγμένο. Γύρισε απότομα και στάθηκε γονατιστή μπροστά του. Το μέτωπο της κόλλησε στο δικό του. Άφησε το μεσοφόρι της να πέσει ενστικτωδώς και το βλέμμα του άντρα έπεσε στο πρησμένο στήθος της που ακόμα τρανταζόταν από την ένταση. <<Με κάνεις και νιώθω...>> του ψιθύρισε. <<Τι καρδιά μου;>>, <<...γυναίκα>> συνέχισε τη φράση ντροπαλά. Εκείνος χαμογέλασε. <<Έτσι θα νιώθεις από εδώ και πέρα>> της απάντησε, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω απ΄τους μηρούς της. <<Σ' αγαπάω. Σε θέλω. Σε ποθώ. Σε θέλω συνέχεια. Δεν μπορώ να το ελέγξω>> συνέχισε να της ψιθυρίζει προκλητικά. Η Ελένη κοκκίνησε. <<Κι εγώ>> αρκέστηκε να πει κι έπεσε στην αγκαλιά του.

<<Καλημέρα>> είπε ευγενικά ο δάσκαλος στον πατέρα του και την Θεοδοσία, που έτρωγαν το πρωινό τους και έκατσε να πιει τον καφέ του. <<Τι ώρα γύρισες χτες; Ως και που πλάγιασα δεν είχες γυρίσει>> τον ρώτησε ψυχρά η Θεοδοσία κι εκείνος την κοίταξε θυμωμένα. <<Ανάκριση μου κάνεις;>>, <<Γυναίκα σου είμαι. Δεν πρέπει να ξέρω τι ώρα γυρνάς; Ξενοδοχείο είναι το σπίτι;>>. Ο Μιλτιάδης ανακάθισε ταραγμένος. Κοιτούσε τον γιο του με απελπισία, ελπίζοντας να προσέξει την απάντηση του. <<Για την ενημέρωση σου λοιπόν, ήμουν στο καφενείο ως αργά. Έπιασα μια κουβέντα με τον Τόλια και ξεχαστήκαμε. Όμως, είναι η τελευταία φορά που σου δίνω αναφορά. Δεν είμαστε ζευγάρι πια. Δεν θες να μου δώσεις το διαζύγιο; Κράτα το. Όμως δεν πρόκειται να σου λέω ούτε πού πάω, ούτε τι κάνω>>. Η γυναίκα σηκώθηκε ταραγμένα. <<Όσο είμαι γυναίκα σου, αναγκαστικά θα με σέβεσαι και θα μου δίνεις αναφορά, είτε το θες, είτε δεν το θες. Συγνώμη πατέρα>> απολογήθηκε και έφυγε για την κάμαρη της. Ο Λάμπρος χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. Η καλή του διάθεση μετά τις όμορφες στιγμές που έζησε το προηγούμενο βράδυ, είχε χαθεί. Ο Μιλτιάδης περίμενε να ακούσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να κλείνει. Ήπιε δυο ρουφηξιές καφέ και κοίταξε τον γιο του αυστηρά. <<Τα ξαναβρήκατε;>> πέταξε δειλά. Ο Λάμπρος ανακάθισε. <<Τι ρωτάς τώρα; Στο καφενείο ήμουν>>. Ο πατέρας του αναστέναξε. <<Ξέρω πως δεν ήσουν εκεί. Δεν πρόκειται να σε κρίνω, ούτε είσαι 17 χρονών για να σου πω τι να κάνεις. Παρόλα αυτά έχεις γυναίκα και πρέπει να τη σέβεσαι>>. Ο Λάμπρος εκνευρίστηκε και έσφιξε τις γροθιές του. <<Επειδή καθυστέρησα το βράδυ, δεν σέβομαι τη Θεοδοσία; Θες να πούμε πικρές κουβέντες μεταξύ μας πατέρα;>> αντέδρασε μαζί του. <<Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Κάνε ότι κάνεις απλώς να είσαι διακριτικός>>. Ο Λάμπρος βγήκε εκτός αυτού και σηκώθηκε όρθιος απότομα. <<Πώς μιλάς έτσι πατέρα; Τι νομίζεις; Πως έχω κάποια φιλενάδα που περνώ την ώρα μου;>> απάντησε θιγμένα και ο Μιλτιάδης μαγκώθηκε. <<Απλώς να προσέχεις θέλω και να σέβεσαι τη Θεοδοσία>>. Ο δάσκαλος φόρεσε το παλτό του και πήρε τη τσάντα του. <<Πάω στο σχολείο. Και πρόσεχε πατέρα...>>. Έσκυψε μπροστά του και του ψιθύρισε στο αυτί. <<Μην τολμήσεις και πεις καμία κουβέντα στην Ελένη. Αρκέτα ανακατεύτηκες κι εσύ και ο μακαρίτης ο Γιώργης. Τώρα αποφασίζω εγώ>> πέταξε και ο Μιλτιάδης κούνησε το κεφάλι. <<Άρα, δεν πέφτω έξω. Έτσι αγόρι μου;>> ρώτησε με ηρεμία. Ο Λάμπρος τον κοίταξε αυστηρά, πήρε το παλτό του, χτύπησε την πόρτα και έφυγε από το σπίτι.

Ο Περικλής Τόλιας, περπατούσε στην πλατεία του χωριού, την ώρα που οι μαθητές του δημοτικού σχολείου, βρισκόντουσαν σε διάλειμμα. <<Καλησπέρα κοινοτάρχα>> φώναξε ο Λάμπρος από μακρία και τον πλησίασε χαμογελαστός. <<Καλημέρα δάσκαλε>> είπε με τη σειρά του. <<Έχεις δουλειά; Να σε απασχολήσω για πέντε λεπτά;>>, <<Φυσικά δάσκαλε. Είναι δυνατόν; Πες μου>>. Ο Λάμπρος ξεροκατάπιε. Δεν ήταν σίγουρος για την απόφαση του, μα ίσως ήταν η μόνη λύση. <<Απλώς ήθελα να σε ρωτήσω, σε περίπτωση που χρειαστεί, το σπίτι που είχατε για τον δάσκαλο του χωριού, είναι ακόμα διαθέσιμο;>>. Ο Τόλιας τον κοίταξε με περιέργεια. <<Διαθέσιμο είναι, εσύ τι το θες; Σκέφτεστε να μετακομίσετε;>> τον ρώτησε με απορία. <<Θα μπορούσα να το δω;>>, <<Φυσικά. Έλα το απόγευμα να πάμε παρέα>>. Ο Λάμπρος χαογέλασε. <<Απλώς θα ήθελα, αν μπορείς, να μείνει μεταξύ μας. Σε παρακαλώ>> του είπε, ξέροντας πως δεν πρόκειται να γίνει αυτό που ήθελε. Ο κοινοτάρχης έγνεψε θετικά και συνέχισε το δρόμο του.

Η Ελένη άφησε μπροστά από τον Μιλτιάδη, ένα χαρτί, καθώς εκείνος σημείωνε. <<Το πρόγραμμα των εργατών που χρειαζόμαστε. Πόσους θεωρώ ότι πρέπει να έχουμε και για ποιες δουλειές ο καθένας>> εξηγησε και έκατσε δίπλα του. Βρισκόντουσαν στο σπίτι της, μιας και ήταν αρκετά άβολο οι συναντήσεις να γίνονταν στο δικό του. Ο Μιλτιάδης της χαμογέλασε αχνά. <<Θα το δούμε και μαζί αργότερα. Τώρα πρέπει να συζητήσουμε για τις καλλιέργειες>> της είπε και συνέχισε να κοιτάζει τα χαρτιά του. <<Σωστά. Να σου κάνω ακόμα έναν καφέ; Θα μας πάρει ώρα>> πρότεινε κι εκείνος έγνεψε θετικά. <<Παλιά έπινα πολλούς καφέδες. Ούτε θυμάμαι πόσους έψηνε η Αγορίτσα τη μέρα. Ειδικά όταν διάβαζα. Πρώτα σαν μαθητής, μετά σαν φοιτητής. Όσο μεγάλωνα τους περιόρισα, μα τώρα που έχω πιάσει πάλι τις δουλειές, νιώθω να τους έχω ανάγκη>> μονολογούσε και η Ελένη τον κοιτούσε φιλικά. <<Να προσέχεις μόνο. Δεν κάνουν καλό στο στομάχι. Εμένα χαρά μου να σου ψήσω και δέκα, αλλά μη σε τρέχουμε μετά>> τον συμβούλευσε παιχνιδιάρικα και άφησε τον καφέ μπροστά του. Εκείνος έριξε τα μάτια του, πάνω της κι έμεινε σιωπηλός. <<Τι είναι Μιλτιάδη;>> τον ρώτησε με απορία. <<Τίποτα. Αφαιρέθηκα>> απάντησε και συνέχισε να διαβάζει τις σημειώσεις του. <<Θες να μου πεις κάτι;>> επέμεινε η Ελένη. <<Άστο. Τίποτα...>>, <<Δεν ήξερα πως καταπίνεις αυτό που σκέφτεσαι. Πίστευα τα λες ευθέως>>. Ο άντρας την κοίταξε ξανά, με αυστηρότητα. <<Υποσχέθηκα σε κάποιον, να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, μιας και κάποτε το άνοιξα παραπάνω απ΄όσο θα έπρεπε. Μόνο πρόσεχε σου λέω και τίποτε άλλο>>, <<Τι να προσέξω δηλαδή;>> απάντησε ψυχρά η Ελένη. <<Νομίζω με καταλαβαίνεις. Πρόσεχε για να μπορέσεις μετά, να ζήσεις όπως θες εσύ και όχι όπως όρισαν άλλοι. Έλα να δούμε τώρα το πρόγραμμα>> πρότεινε κι εκείνη χαμογέλασε αχνά.

Η Θεοδοσία μπήκε στη τραπεζαρία και κοίταξε τον Λάμπρο, που καθόταν στο καναπέ. <<Λες να αργήσει ο πατέρας; Να σου βάλω να φας;>> τον ρώτησε ψυχρά. <<Πού έχει πάει;>>, <<Δεν ξέρεις;>> έκανε ειρωνικά. <<Θα έπρεπε;>>, <<Στην Ελένη για τον συνεταιρισμό>>, <<Α μάλιστα. Και για κάποιο λόγο, θα έπρεπε να το ξέρω, ε Θεοδοσία; Τέλος πάντων, έχω ένα ραντεβού με τον Τόλια, οπότε καλύτερα να μην τον περιμένουμε>> πρότεινε κι εκείνη έγνεψε καταφατικά. <<Θα γυρίσεις μετά το ραντεβού ή να σε περιμένουμε ξημερώματα;>> συνέχισε την ειρωνεία κι ο άντρας βγήκε εκτός εαυτού και πετάχτηκε από τη καρέκλα του. <<ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΑΚΟΜΑ; Και γιατί ακριβώς πρέπει να σε ενημερώσω τι θα κάνω, ε; Έχεις καταλάβει πως είμαστε σε διάσταση;>> της επιτέθηκε θυμωμένα. <<Εσύ είσαι σε διάσταση! Εσύ από μόνος σου. Εγώ παλεύω για μας, για τον γάμο μας και θα το κάνω θες/δεν θες>>, <<Έλα στα συγκαλά σου Θεοδοσία και κάτσε να βρούμε μια λύση. Θέλω να σε βοηθήσω, το καταλαβαίνεις; Δεν υπάρχει λόγος να γυρίσεις στο χωριό σου. Σταμάτα όμως αυτόν τον παραλογισμό, με οδηγείς στα άκρα>>, <<ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΚΑΜΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ ΛΑΜΠΡΟ, ΕΝΤΑΞΕΙ; Κι ούτε πρόκειται να γυρίσω στο χωριό μου. Όμως όσο είμαστε μαζί, ΘΑ ΜΕ ΣΕΒΕΣΑΙ και ΝΑΙ, θα μου δίνεις αναφορά>> φώναξε, παραπάνω απ' όσο έπρεπε, τρέμοντας από τα νεύρα. Εκείνος σηκώθηκε ψύχραιμα και έβαλε το σακάκι του. <<Όπως νομίζεις Θεοδοσία. Από εδώ και πέρα, ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του>> είπε και έφυγε από το σπίτι.

Ο Περικλής έσπρωξε την αυλόπορτα. Ήταν ένα μικρό σπίτι με μία μικροσκοπική αυλή μπροστά, που δεν χωρούσε ούτε καν τραπέζι και μία μεγαλύτερη πίσω. Δεν ήταν κατι σπουδαίο. Μία κουζίνα με ένα παλιό τραπέζι και μία μεγαλύτερη κρεβατοκάμαρα. Ο Λάμπρος ενθουσιάστηκε. Ήταν ότι έπρεπε. Ο κοινοτάρχης τον κοίταξε στραβά. <<Είσαι σίγουρος δάσκαλε;>>, <<Ναι και σε ευχαριστώ. Δεν χρειάζομαι κάτι περισσότερο. Δώσε μου το κλειδι και θα φροντίσω εγώ για όλα>>, Ο άντρας δεν καταλάβαινε, μα δεν ήθελε να επιμείνει. Ήταν σημαντικό για το χωριό να παραμείνει στο πόστο του ο δάσκαλος, που τόσο νοιαζόταν και αγαπούσε τους μαθητές του. <<Μπα και θέλει να φέρνει τίποτις αγαπητικές;>> σκέφτηκε μοναχός του, μα και πάλι σταμάτησε τις σκέψεις του απότομα. <<Ο Λάμπρος είναι σοβαρός άνθρωπος. Τον χρειαζόμαστε. Ακόμα και καμία περιπετειούλα να έχει, ούτε ο πρώτος είναι, ούτε ο τελευταίος>> είπε στον εαυτό του και του έδωσε το κλειδί. <<Σε καλή μεριά. Κι αν αλλάξεις γνώμη, εδώ είμαστε>>. Ο δάσκαλος χαμογέλασε. <<Δεν θα αλλάξω. Να είσαι βέβαιος>>.

<<Μεσημέριασε...>> πέταξε ο Μιλτιάδης και έκλεισε έναν μεγάλο φάκελο. Η Ελένη, τον μιμήθηκε. <<Λες να σταματήσουμε;>>, <<Ναι. Να πάω κι εγώ σπίτι, θα με περιμένουν για φαγητο. Το απόγευμα σας περιμένω, να τα συζητήσουμε όλοι μαζί. Θα ειδοποιήσω και τους άλλους>>. Η Λενιώ ανακάθισε. <<Μιλτιάδη, ελάτε εδώ καλύτερα>> πρότεινε διστακτικά. <<Όχι Ελένη. Θα έρθετε σπίτι μου. Τα προσωπικά σας, είναι εκτός του συνεταιρισμού. Αυτό είναι το σωστό. Πότε εδώ και πότε εκεί>>, <<Η Θεοδοσία...>>, <<Η Θεοδοσία ξέρει το σωστό. Σε παρακαλώ, μην το συνεχίζεις. Να μην σε κρατάω>> της πέταξε και σηκώθηκε να φύγει. Εκείνη τον ακολούθησε ως την αυλή. <<Καλό μεσημέρι>> του είπε κι ο άντρας έγνεψε χαμογελώντας. Στράφηκε προς το κοτέτσι και πήγε να πάρει μερικά αυγά για να φτιάξει μια ομελέτα. Ο Λάμπρος, που τόση ώρα κρυβόταν πίσω από τις λεύκες, πλησίασε και την αγκάλιασε από πίσω. Εκείνη τινάχτηκε τρομαγμένα. <<Είσαι με τα καλά σου; Με τρόμαξες!>> τον μάλωσε ταραγμένα. Ο άντρας έβαλε τα γέλια. <<Περίμενες άλλον;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα. <<Ούτε εσένα σε περίμενα. Πού ήσουν;>>, <<Πίσω από τις λεύκες. Παλιά μου τέχνη, κόσκινο. Περίμενα να φύγει ο πατέρας μου. Είδες; Κάποτε περίμενα τον δικό σου>> απάντησε κεφάτα και η Ελένη τον κοίταξε με περιέργεια. <<Έχει γίνει κάτι;>> ρώτησε διστακτικά. Ο Λάμπρος έπιασε το πρόσωπο της με τα χέρια του και τη φίλησε τρυφερά. <<Δεν πάμε πάνω, να φάμε και να σου πω;>>, <<Ο πατέρας σου πάει σπίτι για να φάτε. Θα σε ψάχνει>>, <<Πίστεψε με, δεν πρόκειται να με ψάχνει κανείς. Τι τρώμε;>>. Η Ελένη είχε αρχίσει να θυμώνει. <<Τι μου κρύβεις;>>, <<Τι θα φάμε καταρχήν;>>, <<ΛΑΜΠΡΟ!>>. Εκείνος την αγκάλιασε. <<Κανείς δεν με ψάχνει. Τσακώθηκα με την Θεοδοσία και έφυγα από το σπίτι, χωρίς να φάω>> εξήγησε. <<Γιατί;>>, <<Πεινάω καρδιά μου. Είμαι απ' το πρωί στο πόδι. Θες να πάω στη Βιολέτα;>> έκανε παραπονιάρικα. <<Δεν έχω μαγειρέψει. Μια ομελέτα θα κάνω>>, <<Το καλύτερο. Πάμε;>>

Ο Μιλτιάδης μπήκε στο σπίτι και είδε την Θεοδοσία να κάθεται αναστατωμένη. Μόλις τον άκουσε, πετάχτηκε όρθια ταραγμένα. <<Εσύ είσαι πατέρα;>> έκανε με έναν τόνο απογοήτευσης. <<Ναι κορίτσι μου. Μόνη σου είσαι;>>. Η γυναίκα έγνεψε θετικά. <<Ο Λάμπρος;>>, <<Πήγε... Είχε ένα ραντεβού με τον Τόλια. Να σου βάλω να φας;>>, <<Έχει συμβεί κάτι Θεοδοσία; Δεν με ξεγελάς εμένα>>. Η κοπέλα έκατσε ξανά στον καναπέ και έπιασε, με τα χέρια, το κεφάλι της. <<Είχαμε έναν καβγά με τον Λάμπρο. Για τα γνωστά. Νιώθω πολύ άσχημα πατέρα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Με πιέζει συνεχώς να χωρίσουμε. Δεν... Δεν μπορώ να βάλω το μυαλό μου σε μία σειρά και...>>. Η Θεοδοσία σταμάτησε. Ένιωθε απελπισία. Ο Μιλτιάδης έπιασε τον ώμο της τρυφερά. <<Δεν θέλω να σου πω τι να κάνεις κόρη μου. Η θέση μου είναι λεπτή. Θα σου πω να κάνεις ότι καλύτερο για σένα, χωρίς να υπολογίσεις κανέναν μας>>. Έκατσε δίπλα της και της έπιασε το χέρι. <<Συγνώμη πατέρα>> ψέλλισε λυπημένα. <<Μη μου ζητάς συγνώμη. Σε παρακαλώ. Νιώθω χειρότερα>>, <<Πάω να σου βάλω να φας>> ανακοίνωσε και σηκώθηκε να πάει προς την κουζίνα. <<Θεοδοσία...>> τη σταμάτησε ο Μιλτιάδης. <<...το βράδυ θα μαζευτούν εδώ τα μέλη του συνεταιρισμού. Απλώς στο ανακοινώνω>>, <<Τι φοβάσαι πατέρα; Μην δημιουργήσω πρόβλημα στην Ελένη;>> ρώτησε θυμωμένα. <<Όχι φυσικά. Ξέρω τι άνθρωπος είσαι. Απλώς, το λέω>> απάντησε με ηρεμία και η κοπέλα έγνεψε θετικά.

<<ΤΙ ΠΗΓΕΣ ΚΙ ΕΚΑΝΕΣ;>> φώναξε η Ελένη και άφησε κάτω το πιρούνι της. Ο Λάμπρος συνέχισε να τρώει ατάραχος. <<ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ!>>, <<Σιγά καρδιά μου, μασάω. Γιατί αντιδράς έτσι;>>, <<Με δουλεύεις Λάμπρο; Είπαμε να κρατήσουμε χαμηλούς τόνους, να μην δώσουμε αφορμές, να μην εξαγριώσουμε τη Θεοδοσία για να σου δώσει το διαζύγιο κι εσύ μου λες ότι μετακομίζεις;>>. Ο δάσκαλος ήπιε λίγο νερό και συνέχισε το φαγητό του. <<Δεν έχει να κάνει με σένα>>, <<Και με ποιον έχει να κάνει;>>, <<Η Θεοδοσία δεν καταλαβαίνει. Αν δεν την πιέσω, δεν θα μου δώσει ποτέ το διαζύγιο. Δεν μετακομίζω σπίτι σου Ελένη, στο σπίτι του δασκάλου πάω. Ηρέμησε σε παρακαλώ>>, <<Α ΜΑΛΙΣΤΑ! Τώρα ηρέμησα!>> έκανε ειρωνικά. Ο άντρας της έπιασε το χέρι. <<Δεν μπορώ να μένω άλλο εκεί μέσα καρδιά μου. Να αργώ λίγο παραπάνω και να με κατσαδιάζουν και ο πατέρας μου και η Θεοδοσία, σαν να είμαι σχολειαρόπαιδο. Δεν το καταλαβαίνεις; Όσο απομακρυνόμαστε...>>, <<... τόσο πιο έξαλλη γίνεται>>, <<Όχι μάτια μου. Τόσο γρηγορότερα θα το πάρει απόφαση. Κι είναι και μια καλή ευκαιρία, με προσοχή φυσικά, να βλεπόμαστε κι εμείς περισσότερο. Ε;>>. Η Ελένη ξεφύσηξε νευρικά. <<Ήμουν ΣΙΓΟΥΡΗ ότι εκεί το πας>> διαπίστωσε, κοιτώντας τον πονηρά. <<Εντάξει καρδιά μου, δεν το αρνήθηκα. Δηλαδή εσύ, δεν το θες;>>, <<Θέλω να γίνουν όλα σωστά Λάμπρο. Είσαι δάσκαλος. Είσαι παντρεμένος. Θα βουίξει η Θεσσαλία αν φύγεις από το πατρικό σου, δεν το καταλαβαίνεις;>>. Ο άντρας της έδωσε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο. <<Το καταλαβαίνω απόλυτα. Αλλά δεν με νοιάζει. Άσε με να το χειριστώ όπως νομίζω εγώ πιο σωστά και θα δεις που θα πάνε όλα καλά. Σε παρακαλώ καρδιά μου, μη μου γκρινιάζεις. Έλα... Χαμογέλασε μου>>. Η Λενιώ του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. <<Δεν καταλαβαίνεις, έτσι; Δεν παίρνεις από λόγια!>>. Ο άντρας μετακίνησε την καρέκλα του πιο κοντά της και της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. <<Όχι, δεν παίρνω. Κουράστηκα να κάνω ότι θέλουν οι άλλοι. Θέλω να ζήσω όπως νιώθω εγώ, με τη γυναίκα που λατρεύω όσο τίποτα>> της ψιθύρισε κι εκείνη χαμογέλασε ντροπαλά.

Η Θεοδοσία παρακολουθούσε από απόσταση τη συνεδρίαση του συνεταιρισμού, προσπαθώντας να πιάσει κάποια ύποπτη κίνηση μεταξύ του Λάμπρου και της Ελένης. Όλοι την περνούσαν για τρελή, μα εκείνη μέσα της ήξερε πως πλέον η σχέση μεταξύ τους δεν ήταν ίδια. Πριν νοσηλευτεί ο άντρας της, μετά το ατύχημα, ήταν γεμάτος πίκρα. Κάθε βράδυ έπινε ως αργά και κοιμόταν στον καναπέ. Πλέον παρόλο τους καβγάδες μεταξύ τους, τον έβλεπε πιο ανάλαφρο και χαρωπό. Όσο κι αν πάλευε, οι κινήσεις μεταξύ τους ήταν τυπικές και πάντα στα πλαίσια της επαγγελματικής συναναστροφής. Μόνο για μια στιγμή, τον είδε να της μιλάει σιγανά κι εκείνη να γνέφει θετικά, χωρίς όμως να φαίνεται πως η στιγμή έκρυβε κάτι το προσωπικό. Εντύπωση της έκανε και η ψυχρότητα μεταξύ της Λενιώς και του αγαπημένου της. Με το ζόρι αντάλλαξε δυο κουβέντες με τον Κυπραίο, ενώ εκείνος απέφευγε την οπτική επαφή. Όταν η συνάντηση έφτασε στο τέλος της, η Λενιώ χαιρέτησε τυπικά τους υπόλοιπους και έφυγε, χωρίς τον Θωμά, μιλώντας με τον επιστάτη της ενώ ο Λάμπρος έκατσε στην τραπεζαρία, αφού έφερε τρία ποτήρια και μια καράφα κρασί. <<Γιορτάζουμε κάτι;>> ρώτησε κεφάτα ο Μιλτιάδης. <<Όχι. Μια κουβέντα θέλω να κάνουμε και νομίζω πως το κρασί χρειάζεται>> απάντησε αυστηρά ο δάσκαλος. <<Τι συμβαίνει Λάμπρο;>> ρώτησε η Θεοδοσία. <<Πατέρα, πριν τον τραυματισμό μου, είχα αποφασίσει να ζητήσω μετάθεση για την Αθήνα>> πέταξε ο άντρας και ο Μιλτιάδης τον κοίταξε με περιέργεια. <<Είχατε αποφασίσει να φύγετε; Γιατί δεν μου είπατε κάτι;>>, <<Όχι, δεν κατάλαβες. Μοναχός μου θα έφευγα. Η Θεοδοσία το γνώριζε. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Μετά από αυτό που πέρασα, που είδα την ταραχή σου, άλλαξα γνώμη>>. Η Θεοδοσία έστρεψε το βλέμμα στον πεθερό της. <<Ωραία. Και;>>, <<Θα μείνω στο χωριό αλλά δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να μένουμε στο ίδιο σπίτι και να δέχομαι καθημερινά επιθέσεις, ούτε να σας δινω αναφορά που είμαι και τι κάνω. Επομένως αποφάσισα να μετακομίσω στο σπίτι που προορίζεται για τον δάσκαλο του χωριού. Έχω πάρει ήδη το κλειδί και θα φύγω σύντομα>> ανακοίνωσε. Η Θεοδοσία κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Τι λες αγόρι μου; Τι πράγματα είναι αυτά; Το σκάνδαλο δεν το σκέφτεσαι;>> ρώτησε έντρομος ο Μιλτιάδης. <<Αρκετά σκάνδαλα σκέφτηκα στη ζωή μου, πατέρα. Θέλω την ηρεμία μου. Ποτέ δεν θα έδιωχνα τη Θεοδοσία από το σπίτι όμως δεν πρόκειται να μείνω. Έχουμε χωρίσει. Όσο συντομότερα το καταλάβει, τόσο συντομότερα τα πράγματα θα γίνουν πολύ καλύτερα>> πέταξε θυμωμένα. <<Για την ηρεμία σου το θες το σπίτι Λάμπρο ή για να μην αναγκάζεσαι να δίνεις αναφορά και να το κάνεις ξενοδοχείο; Εντύπωση μου κάνει που δεν μετακομίζεις απευθείας στην αγαπητικιά σου. Προίκα της δεν είναι το σπίτι; Θα έχεις και την άνεση σου>>. Ο δάσκαλος πετάχτηκε όρθιος γεμάτος νεύρα. <<ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΛΕΚΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΣΕ ΟΛΕΣ ΜΑΣ ΤΙΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ; ΜΠΟΡΕΙΣ;>> της φώναξε, βράζοντας από θυμό. Ο Μιλτιάδης της έγνεψε να ησυχάσει. <<Αγόρι μου, καλύτερα να πάμε για ύπνο και να το ξανασυζητήσουμε αύριο. Δεν είναι καλός σύμβουλος η νύχτα>>, <<Δεν έχουμε να πούμε κάτι πατέρα. Απλά σας το ανακοίνωσα. Πάω για ύπνο. Καληνύχτα>> είπε και έφυγε από την τραπεζαρία. 

Ο Λάμπρος μπήκε στην παλιά κάμαρα του Γιάννου και κλείδωσε την πόρτα θυμωμένα. Η Ελένη καθόταν στο κρεβάτι και μόλις τον είδε ανακάθισε. <<Έμεινες τελικά>> της είπε όσο πιο σιγανά μπορούσε και χαμογέλασε αχνά. Έπειτα έκατσε δίπλα της και τη φίλησε στο κεφάλι. <<Δεν ήταν καλή ιδέα. Ίσως μπει κανείς. Ίσως μας ακούσουν να μιλάμε>> έκανε ντροπαλά. <<Κανείς δεν θα μας ακούσει. Λίγο να σε δω ήθελα. Δεν μπορώ να φύγω, μετά από τέτοια ανακοίνωση. Δεν θα μπει κανένας, μην ανησυχείς. Σε λίγο θα πάνε για ύπνο, θα σε πάω ως το σπίτι σου και θα επιστρέψω>>. Ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της και αφέθηκε σε ένα φιλί διαρκείας. <<Με τρελαίνει η γεύση σου>> της είπε πονηρά. <<Ξέχασε το!>> του δήλωσε και τραβήχτηκε πίσω. Εκείνος γέλασε. <<Τι είπαν;>> τον ρώτησε με αγωνία η Ελένη. Ο δάσκαλος σήκωσε τους ώμους του. <<Τα γνωστά. Τι να πουν; Μην ασχολείσαι με αυτά εσύ. Εσένα να σε ενδιαφέρουμε μόνο εμείς. Τη δικιά μας ζωή να κοιτάς>>. Η Λενιώ του χαμογέλασε και κούρνιασε στην αγκαλιά του. Εκείνος την άγγιξε ελαφρά με τα ακροδάχτυλα του. <<Μη φοβάσαι καρδιά μου. Δεν θα αφήσω τίποτα να μπει ανάμεσα μας πια. Όσα εμπόδια και να έρθουν, όσο κι αν μας πολεμήσουν, δεν θα ξανακάνω τα ίδια λάθη. Κι ο κόσμος να γυρίσει χαλάσει, δεν θα χωρίσουμε ξανά ποτέ...>>

Continue Reading

You'll Also Like

8K 453 21
Όταν του αποκάλυψε η Θεοφανω τον πραγματικό λόγο που η γυναίκα του αυτοκτόνησε, έπεσε από τα σύννεφα. Όμως η ζωή του επιφύλασσε μεγαλύτερες εκπλήξεις...
293 28 4
Η πορεία της Θεοφανώς προς το φως οδηγεί τον Αντρέι σε σκοτεινά μονοπάτια. Δύο κόσμοι,κριματα πολλά
1.5M 38.6K 102
[Ολοκληρωμένη] Η Τέσσα Γιάνγκ είναι μια δεκαοχτάχρονη μαθήτρια που ζει μια απλή ζωή. Έχει καλούς βαθμούς και ένα γλυκό αγόρι. Προσχεδιάζει τα πάντα...
57.5K 2.2K 40
Μια αναπάντεχη άφιξη θα καταφθάσει στο Hogwarts Ένας νέος καθηγητής θα αναστατώσει όλο το σχολείο και συγκεκριμένα μια μαθήτρια Δύο διαφορετικοί χα...