Γεννημένη Πόρνη

mariou tarafından

50.7K 4K 841

Γεννημένη Πόρνη, η συνέχεια της ιστορίας μου Πόρνη Πολυτελείας (https://www.wattpad.com/myworks/35029604--gw1... Daha Fazla

Πρόλογος
Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφαλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
only you ||
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17

Κεφάλαιο 14

572 52 15
mariou tarafından

   «ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ! ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΔΥΟ ΣΑΜΠΟΥΑΝ ΤΗΣ ΣΙΛΚΕΝ ΧΕΑΡ ΔΩΡΟ ΤΟ ΜΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΜΕ ΤΗ ΝΕΑ ΦΟΡΜΟΥΛΑ ΑΝΑΔΟΜΗΣΗΣ ΠΟΥ ΧΑΡΙΖΕΙ ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΜΑΛΛΙΑ ΧΩΡΙΣ ΛΙΠΑΡΟΤΗΤΑ». Σημειώνω μια γραμμή στο εσωτερικό του καρπού μου με το μαρκαδόρο. Δώδεκα σύνολο. Δώδεκα φορές έχω ακούσει αυτήν τη μαλακία από τα μεγάφωνα σήμερα...

Η βδομάδα πέρασε και αντί να αισθάνομαι ότι βρίσκω ρυθμό εδώ πέρα, κάθε μέρα είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Με έχω δει να προσαρμόζομαι πολύ γρήγορα σε πολύ πιο δύσκολα μέρη. Όμως η κυρία με το ηλίθιο χαμόγελο στο χαρτόνι του απορρυπαντικού πλυντηρίου μου μοιάζει πιο τρομαχτική από κάθε νταβατζή που είχα ποτέ. Περιμένω πως και πώς να περάσει η ώρα να βρεθώ στο λεωφορείο και να αφεθώ σε ένα περίεργο συναίσθημα. Νομίζω νοσταλγία είναι η σωστή λέξη. Παίζω ξανά και ξανά με τις αναμνήσεις μου και χάνομαι σε έναν κόσμο που δεν έχει τιμές και συσκευασίες δώρου αλλά ιδρωμένα σώματα και μυρωδιές από σκατά και τσίσα. Ξέρω ξέρω... μάλλον μου έχει στρίψει τελείως... να μου λείπει αυτή η ζωή. Όμως σιχαίνομαι τη σάρκα του σάπιου ροδάκινου περισσότερο απ' όσο σιχάθηκα ποτέ το πουλί ενός γέρου στο στόμα μου.

«Συγκεντρώσου σε παρακαλώ πάρα πολύ, αν είναι δυνατόν! Είκοσι λεπτά για μια κούτα, είσαι σοβαρή;» όσο και αν απελπίζεται ο Μαρκ μαζί μου, δεν καταφέρνει να με παρακινήσει.

Νεύω το κεφάλι μου ενώ μιλάει και μιλάει και μιλάει, και μιλάει... όμως το βλέμμα μου φεύγει στο καθρέφτη στον πάγκο με τα φρούτα. Και έτσι όπως καθρεφτίζομαι από πάνω, σκέφτομαι μόνο πόσο άσχημο είναι αυτό το γιλέκο που πρέπει να φοράω. Σκούρο πράσινο, με μεγάλες τσέπες και το όνομα μου καρφιτσωμένο σε ένα ταμπελάκι. Είναι καλό αυτό, έτσι δεν είναι; Κάποτε είχα πρώτα τιμή τώρα έχω πρώτα όνομα. Σταματούσε το αμάξι, κατέβαζε ο τύπος το παράθυρο, ένα βλέμμα να ελέγξει, «πόσο;» ρωτούσε και εκείνη τη στιγμή το πρώτο που ήξερε για μένα ήταν ένας αριθμός, μια τιμή, πόσο. Ε τώρα είναι ένα Μπίλι καρφιτσωμένο πάνω από το βυζί μου και εγώ ντρέπομαι πιο πολύ από ποτέ. Και όσο μιλάει ο Μαρκ, τόσο κοιτάζω το γιλέκο. Όσο κοιτάζω το γιλέκο, τόσο θυμάμαι το φόρεμα της Ρόζι που ήταν πεταμένο στο πάτωμα όταν ξύπνησα. Γύρισε τη νύχτα μετά από μένα και έφυγα το πρωί πριν από εκείνη. Την άφησα να κοιμάται. Τα μάτια της ήταν μουτζουρωμένα, τα μαλλιά της μύριζαν καπνό και το φόρεμα της, ένα μαύρο κουβαριασμένο ύφασμα με κορόιδευε τη στιγμή που φορούσα το τζιν και το φούτερ μου.

Η μέρα πέρασε αργά. Η προσφορά έκλεισε τριάντα δύο φορές που την άκουσα και τριάντα δύο γραμμές στον καρπό μου. Βγήκα από το σούπερ μάρκετ με τη φωνή του Μαρκ να με ακολουθεί, με οδηγίες για αύριο. Οδηγίες που και οι δυο ξέραμε πως δεν υπήρχε περίπτωση να ακολουθήσω.

Διασχίζω γρήγορα το εμπορικό όπως πάντα. Δεν κοιτάζω ούτε τα μαγαζιά, ούτε τους ανθρώπους τριγύρω και φεύγω σαν κυνηγημένη. Γρήγορα στις κυλιόμενες για τον κάτω όροφο και ακόμα πιο γρήγορα στην αυτόματη πόρτα. Λίγα βήματα και θα είμαι στο δρόμο, δέκα λεπτά περπάτημα και θα είμαι στη στάση τη λεωφορείου. Όμως ένα χέρι στον ώμο με σταματά. Γυρίζω με κομμένη την ανάσα. Όχι από αγωνία. Από εκνευρισμό που κάποιος διέκοψε το σχέδιό μου.

«Εις;»

«Τι έγινε; Γιατί βιάζεσαι έτσι;» γελάει λίγο. Τα μάτια του με τσεκάρουν και εγώ κατεβάζω το κεφάλι, σαν σκύλος που τον έπιασαν να προσπαθεί να το σκάσει.

«Γιατί είσαι εδώ;» στηρίζομαι στον τοίχο δίπλα του και προσπαθώ να χωνέψω ότι δεν θα φύγω. Όχι ακόμα... όχι, θα χάσω το λεωφορείο μου και τις αναμνήσεις μου. Θα κολλήσω εδώ με τα γάλατα και τα σαμπουάν για λαμπερά μαλλιά.

Ο Έις δεν βιάζεται να απαντήσει, σίγουρα όχι. Ψάχνει για λίγο στις τσέπες του και εγώ κοιτάζω ανυπόμονα, περιμένω να βγάλει από εκεί απαντήσεις. Αλλά βγάζει το πακέτο με τα τσιγάρα του. Το ανοίγει. Παίρνει ένα. Το χτυπάει μηχανικά πάνω στο πακέτο. Το φέρνει στο στόμα του. Αναπνέω. Και συνειδητοποιώ ότι κρατούσα την ανάσα μου τόση ώρα.

Το ανάβει. «Είναι τα γενέθλια της Μίλι.» λες σαν να έπρεπε να το ξέρω. «Σε πήρα τηλέφωνο και σου έστειλα μηνύματα, Μπίλι» συνεχίζει και δεν με κοιτάζει καν. Φαίνεται να βρίσκει πιο ενδιαφέρουσα την πόρτα που ανοιγοκλείνει όποτε κάποιος πλησιάζει. Δεν τον αδικώ, όλα αυτά τα αυτόματα πράγματα, που κάνουν πάντα τη δουλειά τους, τόσο σωστά και τόσο μόνα τους είναι εντυπωσιακά.

«Δεν... δεν το έχω μαζί μου το κινητό» λέω αλήθεια. Η Ναόμι μου έδωσε ένα πριν κάποιες μέρες –δεν θυμάμαι πότε, όλες μου φαίνονται το ίδιο- αλλά ούτε το άγγιξα.

«Γιατί όχι;» είναι πανεύκολο πλέον να κάνω τον Έις καχύποπτο. Οι λέξεις μου είναι περίεργες σαν να κρύβω μυστικά ή σαν να έχω ξεχάσει να μιλάω.

Ανασηκώνω τους ώμους. Ο δρόμος για τη στάση του λεωφορείου μοιάζει τόσο μακρύς. Χαζεύω λίγο τον ουρανό που είναι ακόμα φωτεινός, αλλά για πόσο ακόμα; Σύντομα θα σκοτεινιάσει, σύντομα θα-

«Μπίλι!» μου γυρνάει το κεφάλι απότομα στο μέρος του. «Γιατί δεν βλέπεις το κινητό;»

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω Έις.» τραβάω το πρόσωπό μου. Με αφήνει. «Απλά...»

«Απλά τι;»

Ένα ζευγάρι γέρων σταματάει και μας κοιτάζει έτσι που φωνάζει ο Έις. Η γριά σύντομα τραβάει τον γέρο από το μπράτσο. Πάμε, πάμε, δεν είναι δουλειά μας τι κάνουν τέτοιοι άνθρωποι, τη φαντάζομαι να λέει. Ο Έις ξεφυσάει.

«Έχει χίλιες δυο μαλακίες πάνω στην οθόνη, δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω τι...» ξεφυσάω και εγώ. Και μετά μια βαθειά ανάσα. Ζορίζομαι πολύ.

«Γιατί δε ρωτάς τη Ρόζι να σε βοηθήσει;» ο Έις μαλακώνει πάλι, όμως δεν μ' αρέσει αυτό. Μου είναι πλέον ξεκάθαρο. Με λυπάται.

Γι' αυτό αποφεύγει να με κοιτάξει. Γι' αυτό μαζεύει τον θυμό του. Δεν θυμώνεις σε ένα αβοήθητο πλάσμα, δεν θυμώνεις σε ένα παιδί, σε ένα ζώο... σε έναν τρελό. Ο Έις με λυπάται και εμένα η σκέψη και μόνο μου φέρνει αναγούλα. Το στομάχι μου σφίγγεται και σφίγγεται και νιώθω θα εκραγεί.

«Έλα εντάξει δεν πειράζει... απλά πες της να σε βοηθήσει.» μιλάει και πάλι εκείνος αφού εγώ έχω χάσει τη φωνή μου. Προσπαθώ τουλάχιστον να κουνήσω το κεφάλι μου. Το στόμα μου είναι ξερό σαν να μην έχω βγάλει άχνα όλη μέρα... Νεύει και εκείνος. Τα μαλλιά του προσπαθούν να ξεφύγουν με κάθε του κίνηση όμως τα μαγκώνει με τα δάχτυλά του πίσω από τα αφτιά του. Λυπάμαι, αλλά δεν θα το κάνω... το κινητό θα παραμείνει έξω από το παράθυρο της Ρόζι. Παρέα με γόπες, αναπτήρες τελειωμένους και ένα μανό που έχει ξεχαστεί εκεί πέρα. Δεν καταλαβαίνω πως λειτουργεί αυτή η μαλακία αλλά αλήθεια, Έις, δεν με νοιάζει. Δεν με νοιάζει καθόλου. Ξέρεις τι με νοιάζει, να με πάρεις από αυτό το μέρος. Όπως έκανες παλιά. Με έσωσες από μπράβους και τον κίνδυνο της νύχτας, σώσε με λοιπόν από τιμές, προσφορές και την ανία της ημέρας. Σώσε με γιατί θα πεθάνω. «Δεν έχει και πολύ σημασία. Θα ερχόμουν να σε πάρω, αυτό είναι όλο. Ήρθα. Δεν άλλαξε κάτι.» δεν άλλαξε κάτι «θα μαζευτούμε στου Ρέι για να γιορτάσουμε τα γενέθλια της Μίλι» στο μυαλό μου πετάγεται η πινακίδα από την φορά που την είδα. REY'S BREWERIE. Μεγάλα φωτεινά γράμματα για να θυμίζουν σε όλους σε ποιον ανήκει αυτό το μέρος. Στον μπαμπά του Έις. «Μου ζήτησε η ίδια να έρθεις... πολλές φορές!» ο Έις γελάει κάπως. Πετάει το τσιγάρο και το πατάει με το παπούτσι του, το έχει ξανακάνει αυτό, σωστά; Σωστά...

Μαγκώνει και πάλι τα μαλλιά του πίσω από τα αφτιά του και με κοιτάζει για λίγο. Περιμένω την ερώτηση να έρθει. Ακόμα και αν δεν τον ήξερα, ακόμα και αν ήταν ένας άγνωστος, η ερώτηση είναι υπερβολικά ξεκάθαρη στις εκφράσεις του για να μην την αναγνωρίσω. Στον τρόπο που σφίγγει τα χείλια του, σμίγει τα φρύδια του. Η γνώριμη κάθετη γραμμή, αλλά αντίθετα με άλλες φορές είναι μαλακή, ίσα που υπάρχει. Είσαι καλα;

Όμως δεν λέει τίποτα, φέρνει το χέρι του στον καρπό μου και το γλιστράει στην παλάμη μου. Με κρατάει σφιχτά. Το κοιτάζω, δεν καταλαβαίνω. Τα χείλια του σηκώνονται προς τα πάνω, ένα μικρό χαμόγελο. Γλύφω τα δικά μου και χαμηλώνω το βλέμμα μου. «Ας πάμε τότε, μην την κάνω να περιμένει»

Φτάνουμε στο αμάξι του και με βοηθάει να μπω, μα δεν χρειάζομαι βοήθεια. Δεν πονάνε τα πόδια μου, δεν έχω πυρετό... Αλλά δεν παραπονιέμαι, αν ο Έις προσπαθεί να είναι καλός μαζί μου μπορώ φαντάζομαι να προσπαθώ και εγώ να μη δημιουργώ προβλήματα.

Για λίγο δεν μιλάμε, αλλά δεν είναι όπως άλλες φορές. Δεν είναι θυμωμένος μαζί μου, είμαι σίγουρη. Είναι απλά λίγο κουρασμένος Αρκεί να δω το πρόσωπό του μέσα από τον καθρέφτη και είναι εκεί, οι σκούροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, τα συνεχόμενα χασμουρητά. Κοιτάζω μόνο έξω όταν περνάμε από τη στάση του λεωφορείου και γρήγορα την αφήνουμε πίσω μας, μαζί με όλα τα σχέδιά μου. Ίσως και να μου είχε λείψει λίγο αυτό το ηλίθιο αμάξι, είχα ξεχάσει πόσο πιο γρήγορο είναι –ακόμα και αυτό- από το λεωφορείο που σταματάει συνέχεια.

Ξανά κοιτάζω τον Έις. Αυτή τη φορά όχι μέσα από τον καθρέφτη. Ακόμα και κουρασμένος είναι σίγουρα όμορφος. Και όχι σαν τους τύπους σε διαφημίσεις σε αφίσες και τέτοια, αλλά με πιο πραγματικό τρόπο. Τα γένια του είναι κάπως ατημέλητα, τα μαλλιά του άτσαλα προς τα πίσω. Τα ρούχα του μοιάζουν πολυφορεμένα και τα χέρια του βαριεστημένα πάνω στο τιμόνι. Μια τούφα από τα μαλλιά του το σκάει και χωρίς σκέψη την πιάνω ανάμεσα στα δάχτυλά μου και την επιστρέφω στη θέση της, παρέα με τις άλλες, μαγκωμένη πίσω από το αφτί του. Με κοιτάζει, όμως σύντομα πρέπει να γυρίσει μπροστά, το φανάρι άναψε πράσινο.

«Θα σε πάω από την Ναόμι να αλλάξεις, να ετοιμαστείς...» Να ετοιμαστώ.

Σκέφτομαι τα κολλητά ρούχα της Ρόζι, τα σκούρα μανό της και το κατάμαυρο αιλάινερ, σαν μελάνι από στυλό. Πόσο θέλω να τα δοκιμάσω όλα, να σταθώ μπροστά στον καθρέφτη και να σηκώσω λίγο ακόμα το ήδη κοντό φόρεμα, να διαλέξω τους πιο μεγάλους κρίκους και να φουντώσω τα μαλλιά μου τόσο που να μοιάζουν με περούκα. «Είμαι εντάξει, ας πάμε κατευθείαν.» Άλλο τόσο όμως αισθάνομαι ανόρεχτο το σώμα μου να μπει στον κόπο.

«Σίγουρα; Δεν θες να-»

«Σίγουρα» καταφέρνω να πω όσο πιο μαλακά μπορώ. Μου ρίχνει ένα βλέμμα από τον καθρέφτη αλλά δεν με ξαναρωτάει. Σίγουρα... όμως υπάρχει κάτι που θα το ήθελα πολύ, πάρα πολύ. Ένα κόκκινο κραγιόν, σκούρο.

Περνάει λίγη ώρα ακόμα και δεν μιλάει κανείς μας. Από το ραδιόφωνο ακούγεται η μετάδοση κάποιου αγώνα που είναι εξίσου αδιάφορη και στους δυο μας. Ίσως εκείνος σκέφτεται ότι το πέναλτι του επιθετικού της Ισπανίας που ισοπέδωσε τις τελευταίες ελπίδες των Άγγλων είναι μακράν καλύτερο από την απόλυτη ησυχία μεταξύ μας.

«Δεν ευχαρίστησα τη Μίλι, όμως δεν είμαι αχάριστη, να ξέρεις. Προσπαθεί να με βοηθήσει και... και το βλέπω, ξέρεις» η φωνή μου καλύπτει τα προγνωστικά για την συνέχεια του πρωταθλήματος.

«Δεν είπα ποτέ πως είσαι»

«Ναι το ξέρω...» τώρα μαγκώνω τα δικά μου μαλλιά πίσω από τα αφτιά μου. «Δεν περίμενα να με καλέσει πουθενά. Ούτε στα γενέθλιά της ούτε πουθενά αλλού...»

«Γιατί έτσι; Η Μίλι σε συμπαθεί πολύ.»

«Ναι αλλά... όταν ήρθε να με πάρει για τη δουλειά, ίσως... ε»

«Από πότε μασάς τα λόγια σου εσύ;» τα φρύδια του ανασηκώνονται φευγαλέα, προκλητικά. Δεν μασάω τα λόγια μου! «Μην το πολύ σκέφτεσαι έλα, εξ άλλου το μόνο που μου είπε η Μίλι είναι ότι ανησυχεί κάπως για σένα, αν είσαι έτοιμη να δουλέψεις...» είμαι έτοιμη να δουλέψω, αλλά υπάρχει μόνο μια δουλειά που ξέρω να κάνω. Παίρνω μια ανάσα και μια δεύτερη. Πρέπει να του πω ότι δεν αντέχω άλλο ένα πρωί σε αυτό το μέρος. Ότι η Μίλι έχει δίκιο, ότι δεν την παλεύω εκεί, δεν είμαι έτοιμη για μπανάνες και απορρυπαντικά και ούτε θα είμαι ποτέ. «Της είπα ότι είσαι.» το χέρι του πιάνει το γόνατό μου. Κοιτάζω την παλάμη του, τα δάχτυλά του που σφίγγουν το τζιν ύφασμα και το μόνο που σκέφτομαι είναι πόσο ξένο άγγιγμα είναι αυτό. Άντρες έχουν πιάσει, δαγκώσει, σφίξει, λερώσει τα γόνατα μου, τις γάμπες μου, τα μπούτια και τις πατούσες μου αμέτρητες φορές. Όμως ο τρόπος που με αγγίζει ο Έις δεν έχει τίποτα από σεξ. Τίποτα απολύτως. Της είπα ότι είσαι. Επαναλαμβάνεται η φωνή του στα αφτιά μου και καταλαβαίνω ότι το είπε γιατί το πιστεύει και αυτό το χέρι στο πόδι μου είναι ο τρόπος του να το πει και σε μένα.

Μια τρίτη ανάσα...

«Όμως δεν πάει πολύ καλά, μου κάνουν συνέχεια παρατηρήσεις και-»

«Μπίλι ακούς τον εαυτό σου;» γελάει και με κάνει να αναρωτιέμαι τι διάολο είπα που τον κάνει να αντιδράει έτσι. «Ξεχνάς που γνωριστήκαμε;» η φωνή του σοβαρεύει, τα μάτια μου τσούζουν. Τραβάει απαλά το χέρι του από το πόδι μου και το φέρνει στο τιμόνι. Τώρα είναι ο Έις που παίρνει ανάσες. Μία, δύο... «Σου κάνουν συνέχεια παρατηρήσεις...» χλευάζει τα λόγια μου και καταφέρνει εύκολα να με τσιτώσει. «Έφυγες από ένα μέρος που παιζόταν η ζωή σου κάθε βράδυ. Που αν δεν προλάβαινες να φας έμενες νηστική ή καθόσουν στον κάθε καριόλη μπας και σου πετάξει τα αποφάγια του, σαν σκυλί! Ξεχνάς τη συνέβη με τον-» σιωπή. Ο Έις μιλάει, μιλάει δυνατά αλλά ο ήχος δεν περνάει μέσα μου. Αναπνέω γρήγορα, το μόνο που μπορώ να ακούσω είναι οι χτύποι της καρδιάς μου, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα... Δεν ακούω τι λέει όμως κάτι μέσα μου καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει αρκετά ώστε να ξυπνήσουν ολοζώντανες αναμνήσεις... μάσκες ζώων... ένα γουρούνι, ένα άλογο... ένας πίνακας με τέσσερις κοπέλες με μπλε φουστάνια και όμορφα λευκά δέρματα... θα μπορούσαν να λένε και ψέματα ότι είναι αδερφές. Ακούω τον αντίλαλο της φωνής μου... οι αδερφές Λεμάν... χωρίς πρόσωπα... δυστυχισμένες και βουτηγμένες στο αίμα. Όχι, όχι εγώ είμαι βουτηγμένη στο αίμα και ο Έις κρατάει το πιστόλι.

«Μπίλι» τον κοιτάζω με μάτι ορθάνοιχτα τη στιγμή που ακούω και πάλι τη φωνή του. Το δέρμα μου καίει, η ανάσα μου ακούγεται δυνατά και εκείνος τραβάει χειρόφρενο και σταματάει το αμάξι κάπου. Γυρνάει σε εμένα, σοβαρός. Και πάλι γελάει. Τι διάολο; «Πέρασες μερικά από τα χειρότερα σκατά Μπίλι και αλήθεια δεν προσπαθώ να στα θυμίσω. Τουλάχιστον όχι χωρίς λόγο.» Πιάνει το χέρι μου και το απομακρύνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ο Έις κουνάει το κεφάλι απογοητευμένος και όλες οι τούφες που τόσο πολύ παλέψαμε να κρατήσουμε εκεί, φεύγουν δεξιά και αριστερά. «Κοίτα να δεις πως έχει... αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει... αν δεν εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον.»

Τα μάτια μου καίνε σαν να θέλουν να βγούνε από το κεφάλι μου, σφίγγω τα χέρια μου και νιώθω τα νύχια μου να μπαίνουν στην σάρκα μου... αλλά έχει δίκιο. Το φεγγάρι θα είναι σύντομα στον ουρανό, η μέρα αυτή θα έχει τελειώσει και η εικόνα του Έις με το όπλο στο χέρι έχει ήδη χαθεί εδώ και πολύ καιρό στις μνήμες μου. Έχει δίκιο, πρέπει να τον εμπιστεύομαι τουλάχιστον για τώρα. Έτσι θάβω και πάλι όλες αυτές τις σκέψεις που ξεπηδάνε όποτε θέλουν και συγκεντρώνομαι στον Έις δίπλα μου.

«Ίσως να έχεις δίκιο» μουρμουράω και γελάω και εγώ κάπως.

Ο Έις με κοιτάζει κατάματα, νομίζω θέλει να βεβαιωθεί ότι δεν θα φρικάρω από στιγμή σε στιγμή. Το βλέμμα του κατεβαίνει, στο στόμα μου και νιώθω τα χείλια μου να ξεκολλάνε μεταξύ τους, από μόνα τους, σαν να θέλουν κάτι να πουν. Τα μάτια του Έις επιστρέφουν στα δικά μου και δυσκολεύομαι πολύ να καταλάβω την έκφραση του. Αν ήταν ένας οποιοσδήποτε άλλος άντρας θα έλεγα ότι τον ικανοποιεί πολύ αυτό που βλέπει. Με τον Έις όμως δεν μπορεί να είναι αυτό...

«Κοίτα Μπίλι, σε ξέρω. Είσαι το είδος ανθρώπου που θέλει να ζήσει και που θα τα καταφέρει. Θυμήσου ποια είσαι, άρπαξε την κάθε γαμημένη ευκαιρία και μην αφήσεις τώρα που γλίτωσες από όλες αυτές τις μαλακίες, τίποτα να σε κρατάει πίσω.» ανθρώπου, όχι γυναίκας, ανθρώπου. Χαμογελάω. «Έτσι το κορίτσι μου» μου λέει πειραχτικά και γελάω ακόμα πιο πολύ.

~~~~~~~~~~~

Πως είστε; Ελπίζω όλοι και όλες καλα! Ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη μέχρι τώρα και ελπίζω να σας άρεσε και αυτό το κεφάλαιο! Περιμένω τα σχόλια σας που πάντα με βοηθούν να εξελίσσομαι και αν συνεχίζω! Σας φιλώ, until next time...

Okumaya devam et

Bunları da Beğeneceksin

116K 4.4K 52
Η δεκαεπτάχρονη Νόα Μόργκαν λατρεύει την ήσυχη, φυσιολογική της ζωή στο Τορόντο. Αλλά όταν η μητέρα της επιστρέφει από μια κρουαζιέρα απροσδόκητα πα...
107K 3.7K 63
Η ταραγμένη σχέση του Νικ και της Νόα περνάει τη χειρότερη στιγμή της και φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να ξαναγίνει όπως ήταν πριν. Θα πρέπει να ξε...
16.7K 2.1K 31
Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς.
1.4M 83.9K 81
"ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΘΑ ΜΕΊΝΟΥΜΕ ΜΑΖΊ;!" Φωνάζω σοκαρισμένη. "Μην ανησυχείς κερασάκι. Θα περάσουμε ωραία μόνοι μας στο σπίτι μου για τρεις ολόκληρ...