Η θεωρία του μπαλκονιού

By astra-kai-noufara

25.7K 2.3K 1.4K

Η Μηλινόη Αμοριανού ως θεωρητικός φυσικός, είχε σκοπό να αφιερώσει την ζωή της στην επιστήμη. Δεν πίστευε ποτ... More

Πληροφορίες
Πρόλογος
Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 33
Επίλογος

Κεφάλαιο 32

420 54 15
By astra-kai-noufara

2 Οκτωβρίου 2022

Η Μηλινόη πάντα πάλευε με τις ταυτότητες. Υπήρχαν τόσες πολλές και τα όρια τους ήταν ρευστά, εκείνη δεν ήταν καλή με τα ασταθή και ανακατωμένα πράγματα. Της έδινε ασφάλεια η αρχή και το τέλος, ένα κύκλος καθαρά χαραγμένος που μπορούσε να υπάρχει είτε μέσα σε αυτόν είτε έξω. Δυστυχώς τα πράγματα πάντα περιπλέκονταν όταν ο άνθρωπος έμπαινε στην εξίσωση γιατί πάντα υπήρχε η παράμετρος των συναισθημάτων. Ένιωθε Ελληνίδα; Ευρωπαία; Ένιωθε λεσβία; Ή μήπως ασέξουαλ; Ένιωθε Αθηναία; Οι ταυτότητες και τα όρια τους μπερδεύονταν μέσα στο μυαλό της σαν χριστουγεννιάτικα φωτάκια και της προκαλούσαν βραχυκύκλωμα κάθε φορά που προσπαθούσε να βγάλει νόημα. 

Συνήθως υπήρχαν κάποιες σταθερές από τις οποίες μπορούσε να κρατηθεί. Ήταν σίγουρα σπουδάστρια, ήταν φυσικός που δούλευε πάνω στην έννοια του χρόνου, ήταν μέρος της ακαδημαικής κοινότητας. Πλέον δεν ίσχυε τίποτα από τα παραπάνω - για την ακρίβεια η Μηλινόη άνηκε πλέον στο είκοσι τα εκατό των άνεργων Ελλήνων και σύντομα θα αντιμετώπιζε την σκληρή πραγματικότητα όλων των νέων των 650 ευρώ εάν δεν έβρισκε δουλειά. Τα χρήματα μέρα με την μέρα μειώνονταν και αρνούνταν να πιάσει προσωρινή δουλειά. Την είχαν δεχτεί ήδη να διδάξει ένα μάθημα στο Φυσικό όμως ήταν μόνο για δύο εξάμηνα και η αίτηση της προς τον κρατικό σύλλογο ερευνών ακόμα να απαντηθεί, το οποίο ήταν λογικό δεδομένου πως ήταν δημόσιος. 

Αρνούνταν όμως να μετανιώσει την απόφαση της, διότι ακόμη κι αν ήθελε κάθε φορά που το πρωί ξεπρόβαλλε ο ήλιος από τις πολυκατοικίες ξεχνούσε τα πάντα. Ή κάθε φορά που της έλεγε ένα αστείο ο Θεμιστοκλής. Ή κάθε φορά που έβλεπε τον Απελλή να στέλνει με τον αέρα ένα φιλί στην Νάσια. Όμορφοι άνθρωποι σε γκρίζε πολυκατοικίες, αυτό έδινε χρώμα στην ζωή της μέχρι να ξημερώσει μία καλύτερη μέρα. 

''Εσύ δουλειά δεν έχεις;'' την ταρακούνησε από τις σκέψεις της η Νάγια πετώντας της το πορτοκάλι που προσπαθούσε να καθαρίσει εδώ και δέκα ώρες. 

''Είπα στα παιδιά πως θα ξεκινήσουμε την επόμενη εβδομάδα''. 

''Συνήθισες να τεμπελιάζεις;'' την ρώτησε χαμογελώντας πονηρά. 

''Προετοιμάζω ακόμα το μάθημα, ηλίθια'' της αποκρίθηκε και άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας να μπει καθαρός αέρας. 

''Θα ξεπαγιάσουμε'' μουρμούρισε η Νάγια ''Πήγες μισό χρόνο στην Αγγλία και μας ήρθες εδώ πέρα να μας προκαλέσεις κανένα κρύωμα''. 

''Απλά είστε υπερευαίσθητοι στο κρύο'' σχολίασε εκείνη και πρόσθεσε λίγα δημητριακά στο γάλα της. Κοίταξε έξω από το παράθυρο για να παρατηρήσει τους ανθρώπους που πήγαιναν τέτοια ώρα στην δουλειά τους και εντόπισε ένα ξανθό κεφάλι να προχωράει προς το περίπτερο της γειτονιάς, ''Ο αδελφός σου είναι αυτός; Δεν έχει σχολείο;'' ρώτησε την Νάγια η οποία αμέσως πετάχτηκε πάνω και κρεμάστηκε από το περβάζι. 

''Βασιλάκη!'' ούρλιαξε και ακόμα και οι κουφές γιαγιάδες από το απέναντι μπαλκόνι γύρισαν να την κοιτάξουν. ''Τι κάνεις τέτοια ώρα ακόμα εδώ;'' τον ρώτησε. 

''Ο μαθηματικός με πέταξε έξω από την τάξη'' έδωσε απάντηση το μικρό αγόρι. 

''Άμα σε πετάξει η Νάσια έξω από το σπίτι θα σου πω εγώ'' του απάντησε η αδελφή του ''Δρόμο, πήγαινε πίσω στο σχολείο''. 

''Δύσκολοι καιροί για εφηβεία;'' ρώτησε η Μηλινόη καθώς η Νάγια κάθισε πάλι πίσω στην θέση της ξεφυσώντας. 

''Δεν μπορείς να φανταστείς'' μονολόγησε η Νάγια ''Γιατί το παιδί μας να μην ήταν σαν τον Ματέο; Εκείνος ούτε που το σκέφτεται να αντιμιλήσει στην Έσμε''. 

''Εγώ το χαίρομαι που είναι τόσο ζωηρός ο Βασίλης'' ομολόγησε η Μηλινόη ''Είναι...παιδί. Σκέψου πως ο Ματέο είναι πιο ήσυχος επειδή έχει περάσει άσχημα όταν ήταν πιο μικρός. Και εγώ σαν αυτόν ήμουν και κατά βάθος ευχόμουν να μπορούσα να είμαι τόσο ξέγνοιαστη όσο ο Βασίλης''. 

''Μακάρι να έχεις δίκιο'' ξεφύσησε η κοπέλα και χαμογέλασε στο μπολ με τα δημητριακά της που κοίταζε απελπισμένα τόση ώρα ''Μία φορά...-''. 

Πριν ολοκληρώσει την πρόταση της, φωνές από το διάδρομο ακούστηκαν πολύ γνώριμες και ανήσυχες για να τις αγνοήσουν. ''Ο Θεμιστοκλής είναι αυτός;'' ρώτησε με περιέργεια η Μηλινόη. 

''Με την...αδελφή μου;'' πρόσθεσε η Νάγια και αμέσως οι κοπέλες σηκώθηκαν και ακολούθησαν τις φωνές έξω από το διαμέρισμα όπου ήταν μαζεμένοι οι υπόλοιποι ένοικοι των διαμερισμάτων. Πιο συγκεκριμένα, ο Απελλής φώναζε με την Νάγια να προσπαθεί να τον ηρεμήσει και ο Θεμιστοκλής μιλούσε με δυσκολία πάνω από τις φωνές στο κινητό του. 

''Τι γίνεται ρε παιδιά πρωί πρωί;'' ρώτησε η Νάγια όμως κανένας δεν είχε συνειδητοποιήσει την ύπαρξη τους στο διάδρομο. 

''Νάσια! Νάσια!'' φώναξε η κοπέλα και μόνο τότε η αδελφή της γύρισε να την κοιτάξει και έκανε νόημα στα δύο αγόρια. 

''Ωχ, δεν θα το αντέξω να τα χάσει και εκείνη'' μουρμούρισε ο Θεμιστοκλής ''Με ακούς; Έρχομαι να σε πάρω. Ναι, όλοι είναι καλά. Όχι, δεν...-''. 

''Ποιος είναι στο τηλέφωνο; Τι έγινε;'' ρώτησε η Μηλινόη και το βλέμμα της έπεσε στον Απελλή ο οποίο έσφιγγε τα χέρια τους λες και ήθελες να σπάσει το μπετό της πολυκατοικίας. 

''Λοιπόν'', την πλησίασε η Νάσια και την έπιασε από τους ώμους, ''θέλω να μείνεις ψύχραιμη, εντάξει;''. 

''Τι έγινε;'' επέμεινε η Μηλινόη που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. 

''Ο Θεμιστοκλής πάει να πάρει την Έσμε και τον Ματέο από την ΓΑΔΑ αυτήν την στιγμή'' της εξήγησε με ηρεμία. 

''Ορίστε; Τι κάνουν εκεί;'' ρώτησε έκπληκτη η Νάγια από δίπλα της. 

''Τους κράτησαν εκεί το βράδυ γιατί τους πέρασαν για παράνομους πρόσφυγες'' απάντησε ο Απελλής με άπειρο θυμό στην φωνή του ''Και το παιδί ρε παιδιά, έσερναν το και το παιδί μαζί. Αν είναι δυνατόν! Και παίζει να την χτύπησαν κιόλας''. 

''Χαλάρωσε ρε Απελλή, μας είπε ότι την χτύπησαν; Όχι! Μην σκέφτεσαι από μόνο σου τα χειρότερα'' του φώναξε η Νάσια. 

''Συγνώμη; Τι; Γιατί την πήγαν στην ΓΑΔΑ;'' ρώτησε η Μηλινόη η οποία ένιωθε τους χτύπους την καρδιάς της να πληθύνονται ''Δεν είναι παράνομη. Έτσι; Όχι, δεν το νομίζω''. 

''Δεν είναι'' την διαβεβαίωσε ο Θεμιστοκλής ''Όμως την προηγούμενη εβδομάδα κάποιος της έκλεψε την τσάντα στο λεωφορείο οπότε δεν έχει τώρα ούτε χαρτιά, ούτε ταυτότητα. Υπάρχει βέβαια στο σύστημα γιατί έχει και ΑΜΚΑ και ΑΦΜ, αλλά άντε να το εξηγήσεις στους ηλίους ΜΑΤάδες που προσλαμβάνουν με μισό φιστίκι για νοημοσύνη. Την κράτησαν όλο το βράδυ στα κρατητήρια με τους υπόλοιπους που μάζεψαν. Κατάφερε να πείσει κάποιον να την αφήσει να κάνει ένα τηλεφώνημα κρυφά και πριν λίγο πήρε τηλέφωνο τον Απελλή''. 

''Θα πάω εκεί και άμα μείνει όρθιος κανένας, εμένα να με θάψετε''. 

''Δεν είσαι καλά που θα σε αφήσω να πας έτσι όπως κάνεις'' του αποκρίθηκε η Νάσια και μετά γύρισε στον Θεμιστοκλή ''Θέμη εσύ θα πας και θα τους εξηγήσεις...-''. 

''Τι να τους εξηγήσει; Μήνυση θα τους κάνουμε! Θα σου πω εγώ τώρα, παίρνω τηλέφωνο τον θείο μου'' τους ανακοίνωσε η Μηλινόη με το κινητό στο χέρι. 

''Άρχισε και η άλλη'' σχολίασε απελπισμένη η Νάσια και της άρπαξε το κινητό από τα χέρια ''Δεν χρειάζεται να πανικοβαλλόμαστε, απλά...-''. 

''Απλά θα πάει εκεί ο Θεμιστοκλής και θα τους σπάσει τα μούτρα!'' φώναξε η Μηλινόη. 

''Δεν θα σπάσουμε τα μούτρα κανενός σήμερα'' τους ανακοίνωσε η Νάσια με πολύ σοβαρό τόνο ''Θα πάμε και θα πάρουμε την φίλη μας απο εκεί. Ύστερα ανάλογα με το τι εκείνη θέλει, θα την στηρίξουμε διακριτικά και χωρίς να μπλεχτούμε στα πόδια της''. 

''Καλύτερα να πηγαίνεις, Θέμη'' τον συμβούλεψε η Νάγια ''Θα ήταν σίγουρα δύσκολη νύχτα για την Έσμε. Εμείς λέω να της μαγειρέψουμε τίποτα να φάει όταν γυρίσει, εντάξει;''. 

Οι φίλοι συμφώνησαν να υπακούσουν την Νάγια και έτσι ο Θεμιστοκλής άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έφυγε για Πανόρμου ενώ οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν στο διαμέρισμα του Απελλή. Εκείνος και η Νάγια ανέλαβαν να φτιάξουν το αγαπημένο φαγητό της Έσμε ενώ η Μηλινόη και η Νάσια καθόντουσαν στο στο τραπέζι της κουζίνας και έπαιζαν χαρτιά για να περάσει η ώρα.

''Δεν το πιστεύω'' μουρμούρισε για εκατοστή φορά η Μηλινόη ''Δεν...δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου ποτέ ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο''. 

''Τον τελευταίο καιρό η αστυνομία κάνει συνέχεια επιδρομές εκκαθάρισης'' της εξήγησε η Νάσια ''Είναι μέσα στο πρόγραμμα της κυβέρνησης να καθαρίσει την Αθήνα. Ξέρεις πόσους ανθρώπους πέταξαν έξω από εγκαταλελειμμένα σπίτι των Εξαρχείων τα οποία λειτουργούσαν ως κατακλυσμοί προσφύγων; Άτυπα βέβαια αλλά και πάλι, δεν είναι ηθικό''. 

''Ναι αλλά αυτοί οι άνθρωποι...-''. 

''Στα μάτια τους δεν διαφέρουν πολύ από την Έσμε'' την διέκοψε ο Απελλής ''Δεν έχει σημασία που μιλάει Ελληνικά, που δουλεύει εδώ, ακόμα και που έχει χαρτιά. Ούτε καν το χρώμα. Κάποτε έτσι ήταν τα πράγματα και για τους μετανάστες από την Αλβανία και τις πρώην χώρες της Σοβιετικής Ένωσης''. 

''Μα να μην έχει τίποτα μαζί της; Ούτε ταυτότητα;'' μουρμούρισε η Μηλινόη. 

''Δεν φταίει η κακιά η στιγμή ρε Μήλι, η κοινωνία φταίει''.

''Οπότε εμείς θα πρέπει να ζούμε με τον φόβο;'' ρώτησε με πείσμα η Μηλινόη ''Εγώ; Εγώ θα πρέπει να ζω με τον φόβο;''. 

Ο Απελλής την κοίταξε με ένα στενάχωρο βλέμμα και επέστρεψε στην μαγειρική του. Η Μηλινόη δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο μίσος για την Αθήνα όσο εκείνη την μέρα. Εκείνη την αγαπούσε, την φρόντιζε, φώναζε σε όποιον έγραφε πάνω στους τοίχους της, μάζευε όσα σκουπίδια έβλεπε και τα πετούσε στους κάδους, πότιζε τα δέντρα του πεζοδρομίου έξω από το σπίτι της. Ως αντάλλαγμα η Αθήνα άφηνε την κοπέλα που αγαπούσε στην πιο τρομακτική μοίρα - εκείνη που ούτε ο νόμος δεν μπορεί να σε γλιτώσει, διότι εκείνος σε κυνηγάει εξ αρχής. 

Ίσως ήταν άδικο να κατηγορεί την πόλη τους όμως έπρεπε σε κάποιον να δείξει το δάχτυλο. Άλλωστε η πόλη στο τέλος της ημέρας ήταν πολλά παραπάνω από τα κτίρια και το τσιμέντο της. Ήταν οι άνθρωποι που ανέπνεαν στα σπλάχνα της και κατέστρεφαν τα πλακάκια της και φύτευαν λουλούδια στα στήθη της. Ένας μέρος της ήταν και οι αστυνομικοί που τράβηξαν μία κοπέλα με τον μικρό της αδελφό καθ' όλη την διαδρομή της Πανόρμου, κάνοντας την να αισθάνεται ξένη, λες και η Αθήνα δεν είναι δική της δικαιωματικά, κάνοντας την Μηλινόη να τρέμει από τον φόβο της. 

Η κοπέλα σκέφτηκε αν είχαν συμβεί κι άλλα τέτοια περιστατικά όσο έλειπε ή τι θα γινόταν εάν δεν γύριζε ποτέ πίσω. Θα της το έλεγε άραγε κανείς; Θα αισθανόταν περισσότερο ανίκανη απ' ότι εκείνη την στιγμή; Τα ερωτήματα της ποτέ δεν απαντήθηκαν, αντιθέτως τα κλειδιά στην πόρτα του διαμερίσματος την έβγαλαν από τις σκέψεις της και οι τρεις φίλοι στην κουζίνα έστρεψαν το βλέμμα τους στην πόρτα. Λίγες στιγμές αργότερα, ένα καστανό κεφάλι ξεπρόβαλε δειλά και ταλαιπωρημένα με τον Θεμιστοκλή να ακολουθεί σαν φρουρός πίσω της και στην αγκαλιά του ένα μικρό αγόρι αποκοιμισμένο. 

Πριν προλάβει να αντιδράσει κανένας η Έσμε έκανε νόημα να κάνουν ησυχία ενώ ο Θεμιστοκλής έφυγε από την κουζίνα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο για να αφήσει το αγόρι να κοιμηθεί επιτέλους σε ένα αληθινό κρεβάτι και να δώσει την ελευθερία στους ενήλικες να μιλήσουν. 

Την πρώτη κίνηση την έκανε ο Απελλής, ο οποίος με βαρύγδουπα βήματα άρπαξε την Έσμε σφιχτά στην αγκαλιά του. Μόνο τότε συνειδητοποίησε η Μηλινόη πως δεν τους είχε δει ποτέ μέχρι τώρα να αγγίζονται, όπως έκαναν συχνά εκείνη και ο Θεμιστοκλής. Το αγόρι κάτι της ψιθύρισε στο αυτί και εκείνη έγνεψε μέσα στον ώμο του. 

''Σου φτιάξαμε φαγητό'' της αποκρίθηκε γλυκά η Νάγια καθώς της σέρβιρε σε ένα πιάτο στο τραπέζι. Η κοπέλα έγνεψε ταλαιπωρημένη και πλησίασε με αργά βήματα το κάθισμα. Η παρέα συγκεντρώθηκε γύρω της σαν ένα τοίχος προστασίας, ακόμα κι αν ήταν πλέον αργά. 

Κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει οτιδήποτε όσο έτρωγε. Όλοι απλά την παρατηρούσαν και εκείνη δεν σήκωσε τα μάτια της από το πιάτο της. Μόνο για μία στιγμή κοίταξε ευθεία μπροστά και κατά λάθος συνάντησε το βλέμμα της Μηλινόης. Δεν ήξερε τι είδε η Έσμε στο βλέμμα της, όμως εκείνη την στιγμή φάνηκε σαν να ξύπνησε. Ήπιε λίγο νερό και έτριψε το πρόσωπο της, ύστερα γύρισε στους φίλους της και τους διαβεβαίωσε ''Είμαι καλά, μην με κοιτάτε λες και γύρισα από τον άλλο κόσμο''. 

''Τι συνέβη;'' ρώτησε ο Απελλής ''Πως έγινε αυτό; Που σε βρήκαν;''. 

''Είχαμε πάει με τον Ματέο στα Εξάρχεια που δουλεύει η Νίριμ σε ένα μαγαζί. Ήθελα να δω τι κάνει. Καθίσαμε να φάμε και σηκωθήκαμε να φύγουμε με το τελευταίο λεωφορείο. Εκεί που περπατάμε την Κωλέττη αρχίζουν να ακούγονται φωνές. Κατεβήκαμε λοιπόν πιο γρήγορα μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουμε πως διμοιρίες είχαν περικυκλώσει το τετράγωνο. Ταυτότητα και χαρτιά μου λένε. Τι να τους πω; Δεν είχα. Λέω πάμε στο τμήμα να σας δώσω πληροφορίες να γίνει η διασταύρωση στοιχείων. Θα δείτε λέω πως έχω κάνει και αίτηση για καινούρια ταυτότητα''. 

''Το να βγάλεις καινούρια ταυτότητα δεν γίνεται αμέσως;'' ρώτησε η Νάγια. 

''Άμα είσαι Ελληνίδα. Στους αλλοδαπούς παίρνει περισσότερο και πρέπει να πληρώσεις κιόλας'' της εξήγησε η Έσμε ''Τέλος πάντων, φτάνουμε στο τμήμα και συνειδητοποίησα πως δεν είχαν σκοπό να κάνουν καμία αναγνώριση ή ταυτοποίηση. Θα μας άφηναν στο κρατητήριο λέει και θα βλέπαμε το πρωί. ''Ποιο πρωί;'' ρώτησα και δεν ήθελαν καν να με ακούσουν. Όλη η διαδικασία εντελώς παράνομη. Φοβόμουν πως άμα μιλήσω ή κάνω φασαρία θα με χώριζαν με τον Ματέο. Οπότε απλά πήρα το κινητό από κάποιον που είχαν πιάσει μαζί με εμάς και κάλεσα τον Απελλή λίγες ώρες αργότερα''. 

''Πήρες ονόματα των υπαλλήλων; Θα το καταγγείλουμε'' της αποκρίθηκε έντονα η Μηλινόης. 

''Ακριβώς'' συνέχισε ο Απελλής ''Θα στείλουμε σε όλες αυτές τις αριστερές σελίδες για το περιστατικό να μαθευτεί. Εσύ ήσουν αρκετά τυχερή ώστε να έχεις φίλους. Οι υπόλοιποι; Πόσα παιδιά σαν τον Ματέο είναι εκεί μέσα;''. 

''Το μόνο που θέλω αυτήν την στιγμή είναι να κοιμηθώ'' τους ανακοίνωσε η κοπέλα και η παρέα σώπασε. Γύρισε στον Απελλή και του έδωσε ένα ζευγάρι κλειδιά ''Δεν θέλω να ξυπνήσω τον Ματέο, οπότε δώσε του τα κλειδιά όταν ξυπνήσει. Ευχαριστώ που ήρθατε και με πήρατε και μου φτιάξατε φαγητό''. 

''Πας καλά; Το λιγότερο ήταν αυτό'' της αποκρίθηκε η Νάσια και η Έσμε της χαμογέλασε κουρασμένα. Ύστερα σηκώθηκε και εξαφανίστηκε από την κουζίνα με έναν βηματισμό που δεν άνηκε σε εκείνη, διότι η Έσμε ακόμα και κουρασμένη να ήταν πάντα περπατούσε με ελπίδα ότι το επόμενο της βήμα θα την οδηγήσει σε έναν κόσμο σίγουρα καλύτερο. 

''Φεύγω και εγώ'' τους ανακοίνωσε η Μηλινόη και πριν προλάβει κανένας να την ρωτήσει γιατί, είχε αφήσει πίσω της το διαμέρισμα και βρισκόταν στον διάδρομο μαζί με την σκουρόχρωμη κοπέλα. 

''Θες να σε κρατήσω εγώ;'' την ρώτησε και η Έσμε την κοίταξε ξαφνιασμένη με το χέρι στο χερούλι έτοιμη να μπει στο διαμέρισμα της. 

''Ορίστε;''. 

''Θες να σε κρατήσω εγώ; Όπως έκανα όταν γυρνούσες κουρασμένη;'' την ρώτησε και κάτι έσπασε στην έκφραση της Έσμε. 

''Μηλι σε παρακαλώ, όχι τώρα'' ψιθύρισε και κρατήθηκε από το δοκάρι της πόρτας λες και θα την εγκατέλειπαν τα πόδια της. 

''Αν δεν το χρειάζεσαι εσύ, τότε άφησε με για εμένα. Ξέρεις πόσο ανησύχησα;''. 

''Δεν...-''. 

''Θα φύγω πριν ξυπνήσεις''. 

''Είναι ήδη δύσκολο να σου πω όχι'' της εξήγησε η Έσμε ''Μην το κάνεις ακόμη περισσότερο''. 

''Τι το κάνει τόσο δύσκολο;'' ρώτησε η Μηλινόη και η Έσμε δάγκωσε τα χείλη της. Ύστερα άφησε μία κουρασμένη ανάσα και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει. 

Οι δύο κοπέλες μπήκαν μέσα στο σπίτι χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, σιωπηλά η Μηλινόη έβγαλε τα χθεσινοβραδινά ρούχα της Έσμε και σιωπηλά ρίχτηκαν και οι δύο στο κρεβάτι λες και πρόκειται για ιερή τελετουργία και όχι για δύο συνηθισμένες κοπέλες να ξαπλώνουν μαζί. Η Έσμε ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στήθος της Μηλινόης και έκλεισε τα μάτια της όσο η νεότερη κοπέλα έπαιζε με τις καστανές της μπούκλες. Η εικόνα ήταν παράλληλα μακρινή και γνώριμη, ήταν σαν να επιστρέφει σπίτι μετά από ένα μακρινό ταξίδι, λες και πίνει την πρώτα γουλιά δροσερού νερού μετά από δέκα χρόνια λειψυδρίας. Ένιωθε λες και ο Θεός άπλωσε την παλάμη του και την έδωσε ένα χάδι, λες και ανακάλυψε δέκα καινούριους γαλαξίες, ένα νέο αλφάβητο και τον τρόπο σπάσει την μαυρίλα του κόσμου. 

''Σ' αγαπάω'' ψιθύρισε στο αυτί της κοπέλας όσο κοιμόταν. 

Ελπίζω να το ξέρεις. 

Continue Reading

You'll Also Like

347K 16.6K 100
"ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΞΑΝΑΔΏ ΜΠΡΟΣΤΆ ΜΟΥ" μου φωνάζει καθώς πιάνει ένα βάζο και το ρίχνει στο πάτωμα. Χιλιάδες γυαλιά εκτοξεύονται στο πάτωμα ενώ μερικά στ...
873K 34.6K 97
" ΕΊΠΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ ΓΑΜΩΤΟ! ΓΙΑΤΊ ΔΕΝ ΤΟ ΕΚΑΝΕΣ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ΜΟΥ ΜΈΣΑ;ΓΙΑΤΊ ΜΕΝΕΙΣ;" φώναξε μέσα στο πρόσωπο μου και έκλεισα τα μάτια μου. Δεν θα φύγω. Δεν...
25.7K 2.3K 36
Η Μηλινόη Αμοριανού ως θεωρητικός φυσικός, είχε σκοπό να αφιερώσει την ζωή της στην επιστήμη. Δεν πίστευε ποτέ όμως πως θα ερχόταν στον δρόμο της θεω...
385K 2.2K 10
©️Do not copy my story Αυτοτελής Ιστορίες ερωτικού περιεχομένου! Αυστηρά 18+ αλλιώς διαβάζεται με δίκη σας αποκλειστική ευθύνη! Καλο διάβασμα Hazel...