Problems in Paradise #Μεταφυσ...

By WrittenFlower

7.1K 1.1K 2.3K

|Book 1 of the "Hair of copper and heart of a lion" trilogy| Είναι μερικές φορές που σκεφτόμαστε ότι οι μεγαλ... More

Λεπτομέρειες
Trailer
Cast
Theme song
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΝΑ
ΔΥΟ
ΤΡΙΑ
ΤΕΣΣΕΡΑ
ΠΕΝΤΕ
ΕΞΙ
ΕΦΤΑ
ΟΚΤΩ
ΕΝΝΙΑ
ΔΈΚΑ
ΈΝΤΕΚΑ
ΔΩΔΕΚΑ
ΔΕΚΑΤΡΙΑ
ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ
ΔΕΚΑΠΈΝΤΕ
ΔΕΚΑΈΞΙ
ΔΕΚΑΕΦΤΆ
ΔΕΚΑΟΚΤΏ
ΔΕΚΑΕΝΝΙΆ
ΕΊΚΟΣΙ
ΕΙΚΟΣΙΈΝΑ
ΕΙΚΟΣΙΔΎΟ
ΕΊΚΟΣΙ ΤΡΊΑ
ΕΊΚΟΣΙ ΤΈΣΣΕΡΑ
ΕΊΚΟΣΙ ΠΈΝΤΕ
ΕΊΚΟΣΙ ΈΞΙ
ΕΙΚΌΣΙ ΕΦΤΆ
ΕΊΚΟΣΙ ΟΚΤΏ
ΤΡΙΆΝΤΑ
ΤΡΙΆΝΤΑ ΈΝΑ
ΤΡΙΆΝΤΑ ΔΎΟ
ΤΡΙΆΝΤΑ ΤΡΊΑ
ΤΡΙΆΝΤΑ ΤΈΣΣΕΡΑ
ΤΡΙΆΝΤΑ ΠΈΝΤΕ
ΤΡΙΆΝΤΑ ΈΞΙ
ΤΡΙΆΝΤΑ ΕΦΤΆ
ΕΠΊΛΟΓΟΣ
Sneak peak into the past

ΕΊΚΟΣΙ ΕΝΝΙΆ

113 20 49
By WrittenFlower

Song: Impossible - Nothing but Thieves

"Όχι, εδώ διαφωνώ" ξεκίνησε να λέει η Άριελ, βάζοντας το αριστερό χέρι βαθύτερα στην τσέπη της.

Η προβλήτα ήταν άδεια, η ησυχία τους ανακούφιζε. Το δεξί χέρι της κρυβόταν μέσα στο δικό του και άφηνε το χάδι από τα δάχτυλά του να το νανουρίζουν. Την ώρα που περάσανε μπροστά στην θάλασσα, διαδέχθηκε μία συζήτηση που διασκέδαζε και τους δύο: τον έναν ως αιώνιο γνώστη του αντικειμένου, τον άλλον ως αιώνιο πνεύμα αντιλογίας - και οι δύο ήταν και τα δύο. Η διαφωνία τους πάνω στο ποιο είναι το καλύτερο έργο του Σαίξπηρ, πέρασε από την τρικυμία της διαφωνίας για το νόημα του Μάκβεθ, για να καταλήξει στην διαφωνία για τα 'Ανεμοδαρμένα Ύψη' της Μπροντέ.

"Όχι ότι συμφώνησες στα υπόλοιπα" παρατήρησε ο Νίκολας ανασηκώνοντας τα φρύδια του.

Η Άριελ σούφρωσε την μύτη της δήθεν ενοχλημένα. "Λεπτομέρειες".

"Δεν είναι κακοί άνθρωποι" συνέχισε και ο Νίκολας κάγχασε.

"Και για αγιοποίηση δεν πάνε"

"Είναι ανθρώπινοι άνθρωποι"

"Εδώ δικαιολόγησες τον Μάκβεθ, στον Χίθκλιφ θα κολλήσεις;"

"Αν κάτσεις να σκεφτείς γιατί κατέληξαν να είναι τα άτομα που είναι, θα δεις ότι είναι απλά ταλαιπωρημένοι από τον κύκλο της κακίας, της βίας και της αλαζονείας στον οποίο έχουν καταδικάσει τον εαυτό τους από μικροί"

"Άρα συμφωνούμε στο ότι είναι εγωιστές, βίαιοι, αλαζόνες-"

"Κι έχουν τους λόγους τους" τον διέκοψε η Άριελ και ο Νίκολας ξεφύσησε.

"Αυτό δεν αναιρεί τίποτα"

"Αναιρεί την έλλειψη κατανόησης." Ένιωσε το γνωστό κουβάρι του πείσματος της να γαργαλάει ευχάριστα το στομάχι της. "Δεν λέω ότι τους συμπαθώ ή ότι πρέπει να τους συμπαθείς, αλλά να τους καταλάβεις"

"Καταλαβαίνω ότι τους αντιπαθώ" επέμεινε και της χαμογέλασε πλατιά, δείχνοντάς της ότι δεν υπήρχε περίπτωση να υποχωρήσει.

Η ξεροκεφαλιά που χαρακτήριζε και τους δύο αντί να τους απομακρύνει, τους έκανε να κρατάνε τα χέρια τους λίγο σφιχτότερα.

Τα μάτια της Άριελ ελάχιστα άφηναν τα δικά του. Προσπαθούσε ασυνείδητα να αναπληρώσει τον χρόνο που πέρασε να τα αποφεύγει. Τα έβλεπε να γίνονται από καφέ μελί όταν έπεφτε ο ήλιος πάνω τους, αναρωτιόταν αν οι ρυτίδες στις γωνίες τους γέμιζαν δάκρυα.

Η αγάπη είναι μεγάλη λέξη, μεγαλύτερη από κάθε άλλη. Ίσως ακόμα κι από τον έρωτα. Βέβαια εκείνον δεν τον μικραίνει η απουσία έντασης ή ειλικρίνειας, αλλά το εφήμερο του, η πιθανότητα να ξεθωριάσει τόσο εύκολα όσο πυροδοτήθηκε. Η αγάπη, όμως, μένει. Τρίψε όσο θες. Κάθε επίπεδο, κάλυμα, δέρμα επί δέρματος που αφαιρείς, δεν αλλάζει τίποτα. Πάντα εκεί θα είναι, σαν ουλή. Ακατανίκητο πράγμα, ενίοτε ανυπόμονο -ρώτα και τον Ορφέα.

Τι είναι το να αγαπάς; Να παρηγορείς; Να συμπαραστέκεσαι; Να ακούς; Να μένεις και να υπομένεις; Στην βάση του είναι σίγουρα η επιθυμία να πάρεις τον πόνο του άλλου και να γεμίσεις την άδεια θέση με κάτι καλύτερο - καλές αναμνήσεις, παρουσία αντί για απουσία, χέρια που σε κρατάνε αντί να σε διώχνουν. Να γεμίσεις τις χαραμάδες με φως και να χαρίζεις έναν χτύπο της καρδιάς σου για κάθε έναν που χάνει. Θυσία για θυσία.

"Αγύριστο κεφάλι" σχολίασε η Άριελ κουνώντας το κεφάλι της και τον κοίταξε έντονα -τα νωπά μαλλιά του από την ώρα που πέρασαν δίπλα στην θάλασσα, τα ελαφρώς κοκκινισμένα μάγουλα και την μύτη του από το κρύο.

Ένιωσε την επιθυμία να τον φιλήσει.

"Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα" απάντησε και η Άριελ άνοιξε δήθεν έκπληκτη το στόμα της.

Άφησε το χέρι του. Η παλάμη της πάγωσε από το απότομο κρύο. Γύρισε την πλάτη της ώστε να περπατάει ανάποδα και να κοιτάει το πρόσωπό του. Της χαμογελούσε, σε κάθε ευκαιρία που έβρισκε  -φαίνεται ότι κι εκείνος αναπλήρωνε τον χαμένο χρόνο.

"Ε δεν τρώγ-"

"Πρόσεχε!" φώναξε ο Νίκολας.

Το πόδι της Άριελ ξέφυγε από την άκρη της αποβάθρας. Η έκφρασή του Νίκολας διαλύθηκε. Ο πανικός σχεδιάστηκε στα ζυγωματικά του, στα εκφραστικά μάτια του, στην ουλή στην βάση του σαγονιού του. Με μία γρήγορη κίνηση άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της.

Η Άριελ πήρε μία κοφτή ανάσα και ένιωσε τα δάχτυλά του να ακουμπούν ανώφελα την άκρη της μπλούζας της. Με έναν εκκωφαντικό ήχο, έπεσε στο νερό. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν το απίστευτο κρύο που τύλιξε το σώμα της. Το παγωμένο νερό κάλυψε τα ρούχα της, τρύπησε το δέρμα της και έκοψε την ανάσα της. Το δεύτερο πράγμα που ένιωσε ήταν το βάρος όσων φορούσε. Οι μπότες, το δερμάτινο, το πουλόβερ, όλα όσα πριν την προστάτευαν από το κρύο, τώρα την προέδιδαν, παίρνοντας το μέρος του νερού, βυθίζοντας την στο βαθύ εκείνο σημείο της θάλασσας. Η άνωση που τόσο θαύμαζε την είχε εγκαταλείψει.

Και το τελευταίο πράγμα που ένιωσε ήταν το νερό που είχε μπει στο στόμα της, όταν πήρε εκείνη την αναθεματισμένη κοφτή ανάσα. Έβηξε και κούνησε τα χέρια της, μα τίποτα δεν έπιανε. Βρέθηκε για ακόμα μία φορά στην θέση που είχε βρεθεί ενάμιση αιώνα πριν.

Και τι πιο βασανιστικό από το να πνίγεσαι, ενώ ξέρεις κολύμπι;

"Άριελ!" η φωνή του Νίκολας μόλις που έφτανε πνιγμένη στα αυτιά της.

Κουνήσου. σκέφτηκε, μα ήταν εξαντλημένη, τα άκρα της φάνταζαν ασήκωτα. Κουνήσου!

Τα βλέφαρά της άρχισαν να κλείνουν, όταν με την άκρη του ματιού της είδε τον Νίκολας να βουτάει μέσα στο νερό. Τύλιξε επιτυχώς αυτήν την φορά τα χέρια του γύρω από την μέση της και με μία δυνατή κίνηση την τράβηξε στην επιφάνεια. Ήταν πάλι η Μαριέλα, οι γονείς της θα την μάλωναν για τα βρεγμένα ρούχα, το αφεντικό του πλοίου θα την απέλυε αν δεν ολοκλήρωνε την δουλειά της.

"Πιάσε το ξύλο. Με ακούς; Πιάσε το ξύλο και προσπάθησε να ανέβεις!" της έλεγε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να ακουμπήσει αδύναμα τα δάχτυλά της στην αποβάθρα.

Ο Νίκολας βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. Το κρύο δεν τον επηρέαζε λιγότερο από όσο εκείνη. Αλλά έπρεπε να την βοηθήσει, να την ανεβάσει, να κάνει κάτι. Με ό,τι του είχε μείνει την έσπρωξε πάνω στην αποβάθρα και η Άριελ εξαντλημένη κύλησε μπρούμυτα λίγο παραδίπλα. Ο Νίκολας την ακολούθησε στηρίζοντας τα χέρια του στο ξύλο και ανεβάζοντας το σώμα του.

Το βλέμμα της Άριελ πέρασε στιγμιαία πάνω από το πεταμένο παντελόνι, την μπλούζα και το παλτό του. Τα παπούτσια και το κινητό του, μόλις ακουμπούσαν τις πατούσες της πιο πέρα. Για μία στιγμή κοκκίνισε, πριν αρχίσει να βήχει μανιωδώς. Ο Νίκολας έσπευσε να την γείρει στο πλάι.

"Είσαι καλά;"

Είχε κοκκινίσει, τρανταζόταν ολόκληρη. Ο λαιμός της είχε γδαρθεί και τα πνευμόνια της έκαιγαν από τον βήχα. Αλλά το παραπανίσιο νερό που είχε πιει έφευγε και την θέση του πήρε καθαρός αέρας. Ο Νίκολας γονάτισε δίπλα της και ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της.

"Ναι" μουρμούρισε τόσο σιγανά, ώστε δεν την άκουσε.

"Με ακούς;" ρώτησε ξανά, επίμονα μα στον πανικό του και πάλι δεν την άκουσε.

"Ναι" η φωνή της βγήκε βραχνή ανάμεσα στον βήχα της.

Ήταν ζαλισμένη, είχε πιει αρκετό νερό, ο πανικός είχε θολώσει τα πάντα. Για αυτό και δεν συνειδητοποίησε τι είπε αργότερα.

"Με άκου-"

"Είπα ναι, Ορφέα!" αναφώνησε και γύρισε αμέσως προς το μέρος του σοκαρισμένη. "Δεν-"

"Δεν πειράζει" βιάστηκε να την καθησυχάσει αλλά το βλέμμα του είχε κι όλας καρφωθεί στο σαπισμένο ξύλο της αποβάθρας. "Πρέπει να σε πάμε κάπου στεγνά".

"Νίκολας"

Η καρδιά του αναπήδησε στο στήθος του, σταμάτησε να κινείται. Προέφερε του όνομά του με τέτοια αποφασιστικότητα και ένταση, ώστε για μία στιγμή ξέχασε και τον εκνευρισμό του και το κρύο και την πνευμονία που περίμενε και τους δύο. Πώς μπορούσε να της κρατήσει κακία όταν ήξερε ότι ήθελε να την ακούσει να το λέει ξανά -και ξανά και ξανά και ξανά;

Το στομάχι της Άριελ σφίχτηκε. Πριν την παρακαλούσε να τον ακούσει και τώρα δεν την άκουγε εκείνος; Για σχέση δύο ωρών, έμοιαζε για τρομερή επιτυχία.

"Θα πάρω την Άλεξ τηλέφωνο, να μας καλύψει στην Ζενισέλ, να μας βρει σε εκείνο το μαγαζί με τα ρούχα που έλεγε" συνέχισε ακάθεκτος, με έναν τόνο αδιαφορίας που η Άριελ είχε γνωρίσει μόνο την περίοδο του καβγά τους.

"Το είπα κατά λάθος, δεν σημαίνει τίποτα" συνέχισε να προσπαθεί να εξηγήσει κάτι ανεξήγητο, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.

Έκαναν δύο διαφορετικές συζητήσεις.

Ο Νίκολας ήδη ντυνόταν. Και η Άριελ το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τρέμει κλέβοντας ανάσες και μερικές ματιές από την γυμνασμένη πλάτη του. Ξαφνικά οι ώμοι του χαλάρωσαν, άφησε μία ανάσα, φόρεσε το φούτερ του και σήκωσε το παλτό του. Γύρισε προς το μέρος της, κοιτώντας την στα μάτια με έναν τρόπο που την έκανε να νιώθει σαν παιδί που έκανε αταξία.

"Βγάλε την μπλούζα σου" είπε σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου.

"Συγγνώμη τι;" η φωνή της βγήκε πιο τσιριχτή από ότι περίμενε.

"Βγάλε την μπλούζα σου, είναι μούσκεμα"

"Καλά είμαι" βιάστηκε να πει κοκκινισμένη.

"Θα παγώσεις"

"Θα πάρεις μάτι"

Ο Νίκολας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γελάκι. Την κοίταξε γλυκά και έτεινε το στεγνό παλτό του προς το μέρος της.

"Θα γυρίσω από την άλλη" της είπε και υπήρχε κάτι το απόλυτα όμορφο σε αυτήν την φράση, που έκανε την Άριελ να κοκκινίσει ακόμα περισσότερο.

Ο κόμπος από τον τρόμο που του προκάλεσε η σκηνή που προηγήθηκε λύθηκε λίγο παραπάνω. Την είχε σώσει; Τι κι αν έψαχνε απλώς για έναν ακόμη άνθρωπο να σώζει; -Ποιός ήταν ο Ορφέας;- Τι κι αν ό,τι ένιωθε για την Άριελ ήταν το ηλίθιο κόμπλεξ του ήρωα που δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί; Τι κι αν αυτό που τον τράβηξε σε αυτήν δεν ήταν τίποτα παρά η αίσθηση που απέπνεε ότι τραμπάλιζε διαρκώς στην άκρη ενός γκρεμού;

Κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήταν αυτό. Κι ο Ορφέας ας ήταν όποιος ήθελε. Ήταν μαζί του, επιτέλους τον κοιτούσε στα μάτια και τον άφηνε να την φιλάει και καμία ηλίθια ζήλια δεν θα του το στερούσε αυτό. Το δικό του άκρο του μίτου είχε ενωθεί με το δικό της, την είχε βρει στην έξοδο του λαβυρίνθου την οποία έψαχνε σε όλη του την ζωή -ή μήπως ήταν το κέντρο του;

Ήταν ο άνθρωπος που έσωζε ανθρώπους. Το είχε ανάγκη -όταν δεν μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου, προσπαθείς να σώσεις του άλλους, συνήθως έτσι πάει. Του προσέφερε ένα είδος γαλήνης, το να κάνει ευτυχισμένους αυτούς που αγαπάει. Όταν μειώνεις την βαβούρα γύρω σου, νιώθεις σαν να μειώνεται λίγο και η δική σου. Δεν εξαφανίζεται, μειώνεται, αλλά ακόμα κι αυτό είναι μία ανακούφιση. Είναι κάτι.

Η Άριελ τον κοίταξε λίγο καλύτερα. Ο Φλέιμς είναι περισσότερα από όσα δείχνει. Δεν ήταν πια θέμα περιέργειας. Ένιωθε την ανάγκη να μάθει την σημασία αυτής της φράσης. Το άτομο που την ξεκλείδωσε, το άτομο που την έβγαλε στην επιφάνεια για να αναπνεύσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Το αγόρι που αποκάλεσε δική του την κρυψώνα της, που έδωσε σάρκα και οστά στους ήρωες του κάποτε φίλου της, που την κοιτούσε από την άλλη μεριά της φωτιάς και στο μεθυσμένο πρόσωπό της έβλεπε άλλα μεθυσμένα πρόσωπα. Το αγόρι που γελούσε δυνατά και πονούσε σιωπηλά και έβρισκε παρηγοριά σε σελίδες παλιών βιβλίων. Άσε με να μάθω, έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται.

Άσε με να μάθω και σε αντάλλαγμα θα σου δώσω ό,τι μπορώ. Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό; Πάρε και τα υπόλοιπα.

Έτσι, σηκώθηκε όρθια, αναπνέοντας βαριά και με τα μάτια της ακόμα καρφωμένα στα δικά του έβγαλε το δερμάτινο της και μετά την μπλούζα της. Το μήλο του Αδάμ κινήθηκε αργά κατά μήκος του λαιμού του.

Οι μοίρες απέτυχαν. Τα άκρα του μίτου συναντήθηκαν. Το θέμα ήταν πού; Και, κυρίως, ήταν πράγματι στόχος των μοιρών να τα κρατήσουν μακριά;

[...]

"Ε όχι!" φώναξε η Άλεξ σοκαρισμένη. "Οριακά ήμουν έτοιμη να σας κλειδώσω σε δωμάτιο για να μιλήσετε. Με προλάβατε"

Η Άριελ κοκκίνισε, αλλά όποια αβεβαιότητα πρόλαβε να συννεφιάσει την έκφρασή της εξαφανίστηκε, όταν ο Νίκολας της έσφιξε το χέρι. Φαινόταν να την είχε συγχωρέσει, αλλά μέσα της ήξερε ότι αν δεν προσπαθούσε να εξηγήσει τι έγινε, το όνομα "Ορφέας" θα ξεπηδούσε από το πουθενά στο επόμενο λάθος της. Και δεν μπορούσε να ξέρει πόσο σύντομα θα ήταν αυτό.

Το βλέμμα της Άλεξ ενθουσιασμένο ταξίδεψε από τα ενωμένα χέρια τους, στο πρόσωπο της Άλεξ και μετά, ανήσυχο, στα βρεγμένα μαλλιά τους, το παλτό του Νίκολας πάνω της, του κουβάρι με τα βρεγμένα ρούχα της στο άλλο χέρι.

"Τι στα κομμάτια κάνατε;" ρώτησε και με μεγάλες δρασκελιές κατευθύνθηκε προς το μέρος τους.

"Είχα ένα ατύχημα"

"Ατύχημα;" ρώτησε η Άλεξ και σήκωσε δύσπιστα το ένα της φρύδι.

"Ήμασταν στην προβλήτα και σκόνταψε" εξήγησε ο Νίκολας παραλείποντας κάθε άλλη λεπτομέρεια και γέλασε.

"Να χαρώ εγώ αγγελική χάρη" κοίταξε την Άριελ ειρωνικά.

Η κοκκινομάλλα γέλασε λίγο και τράβηξε το χέρι του Νίκολας, ώστε να φτάσουν πιο κοντά της.

"Οι άλλοι πού είναι;" ρώτησε ο Νίκολας, χωρίς να μπορεί να αφαιρέσει το χαζό χαμόγελο από το πρόσωπό του.

Άφησε το ατύχημα έξω από το κεφάλι του. Τι ήταν αυτό μπροστά στην αίσθηση που του προκαλούσε το χέρι της στο δικό του; Χαμογέλασε και χάιδεψε το χέρι της με τον αντίχειρά του.

Μπροστά του έβλεπε μία διαφορετική και ταυτόχρονα ίδια Άριελ. Δεν ήταν η ψυχρή, απόμακρη, υπερβολικά σοβαρή κοπέλα που τον απέφευγε και μάλωνε με τον Ραφ, αλλά εκείνο το κορίτσι που είχε γνωρίσει στις συζητήσεις τους για βιβλία, στο πρωινό και το μεσημεριανό και το βραδινό όπου μετρούσε τις μπουκιές της Ρίτα, στον τρόπο που διακριτικά είχε μάθει να καταλαβαίνει και να συγκρατεί την Άλεξ, στις σχεδόν αντανακλαστικές απαντήσεις της στα αστεία του Λουκ. Στην συγχώρεση που άμεσα, απλόχερα προσέφερε στον Ραφ μετά από κάθε καβγά. Στα δυνατά γέλια που επέτρεπε στον εαυτό της και στην φωτιά που έβαζαν στο πρόσωπο και τα μαλλιά της κάνοντάς την να μοιάζει εξωπραγματική. Στον τρόπου που τον κοιτούσε όταν νόμιζε ότι εκείνος δεν το ήξερε. Το κορίτσι σε κάποια παράλογα όνειρά του.

Την κοιτούσε και ήξερε πως ό,τι ένιωθε ήταν αναπόφευκτο.

"Τι;" τον ρώτησε χαμογελαστά η Άριελ στρέφοντας την προσοχή της από την συζήτηση με την Άλεξ προς τα εκείνον.

Ο Νίκολας ανασήκωσε τους ώμους του.

"Τίποτα" απάντησε ανταποδίδοντας το ειλικρινές χαμόγελο και ανασήκωσε τους ώμους του. Τα πάντα.

Η Άλεξ τους κοίταξε υπό γωνία με πονηρό βλέμμα και στράφηκε προς τα υπόλοιπα μέλη της παρέας που τους πλησίαζαν.

"Δεν θα μαντέψετε ποτέ!" αναφώνησε η Άλεξ και προσπέρασε την Άριελ και τον Νίκολας.

Η Άριελ γύρισε διστακτικά προς την άλλη και είδε τις αντιδράσεις όλων. Ο Λουκ αναφώνησε ενθουσιασμένος και πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του γελώντας.

"Επιτέλους!" πλησίασε το ζευγάρι αφήνοντας το χέρι της Ρίτα και αγκάλιασε τον Νίκολας. "Λίγο ακόμα και θα σας κλείδωνα στο κελάρι με τις προμήθειες".

Η Άλεξ τον σκούντηξε σαν παιδάκι. "Κι εγώ αυτό είπα!"

Η Ρίτα και ο Ραφ είχαν ακριβώς την ίδια έκφραση: μία περίεργη μίξη έκπληξης και δέους που έκανε τα πρόσωπά τους σχεδόν κωμικά. Η Ρίτα συνήλθε σχεδόν αμέσως και γελώντας πλησίασε την Άριελ αγκαλιάζοντας το χέρι της.

"Δεν το πιστεύω ότι το λέω, αλλά ο Λουκ έχει δίκιο" είπε η ξανθιά κοπέλα, με ένα φωτεινό χαμόγελο και ο Λουκ την κοίταξε δήθεν πειραγμένος με το χέρι του γύρω από τους ώμους του Νίκολας.

"Γιατί δεν το πιστεύεις;"

"Έχεις μία τάση να ανοίγεις το στόμα σου μόνο για να πετάς χαζομάρες" απάντησε η Άριελ και η Ρίτα του έβγαλε την γλώσσα συμφωνώντας.

"Τέτοιες είστε! Κι εσύ, Βρούτε;" κοίταξε τον Νίκολας.

"Δεν είμαι σε θέση να της φέρνω αντιρρήσεις αυτήν την στιγμή, φίλε, ξέμπλεξε μόνος σου" απάντησε και όλοι γελάσανε.

Ο Ραφ έφτασε μπροστά τους. Το σοκ ακόμα δεν είχε φύγει εντελώς από το πρόσωπό του, και η Άριελ κράτησε την ανάσα της, όταν είδε το δυσδιάκριτο βούρκωμα στα μάτια του. Κανένας θνητός δεν μπορεί να διακρίνει δάκρυα στα μάτια αγγέλου -στου Ραφ, συνήθως δεν μπορούν ούτε οι άγγελοι. Αλλά η Άριελ ήξερε τον αδερφό της και τον αγαπούσε, και όταν αγαπάς ξέρεις να διαβάζεις τα μάτια του άλλου, καλύτερα από τον ίδιο, καλύτερα από τα δικά σου.

Της χαμογέλασε και του χαμογέλασε πίσω. Σε μία αυθόρμητη στιγμή, τράβηξε το χέρι της από του Νίκολας και τον αγκάλιασε. Για μία στιγμή την αγκάλιασε πίσω. Και μετά απομακρύνθηκαν. Και αυτό σήμαινε τα πάντα. Μετά από πέντε αιώνες, τον είδε να την κοιτάει περήφανος.

"Χριστέ μου, τι φοράς;" αναφώνησε η Ρίτα. "Και τι έπαθαν τα μαλλιά σου;".

"Είχα ένα ατύχημα" επανέλαβε η Άριελ τα λόγια που είπε και στην Άλεξ.

"Είχε ζέστη και είπες να ρίξεις ένα μπανάκι στον Ατλαντικό;" ρώτησε ο Λουκ αγκαλιάζοντας την Ρίτα από πίσω με το κεφάλι του στον ώμο της και διακριτικά η κοπέλα του τον σκούντηξε.

"Αν είναι πάμε στο μαγαζί που λέγαμε, μπορεί να σε βοηθήσουν με τα μαλλιά και πουλάνε και μπλούζες" είπε η Άλεξ και η Άριελ κατένευσε.

"Πουλάνε μπλούζες σε μαγαζί με ρούχα; Πώς κι έτσι;" ρώτησε ο Λουκ και η Ρίτα του έριξε μία πιο δυνατή αγκωνιά, κάνοντάς τον να βογκήξει.

"Συγγνώμη, όταν χαίρεται, δεν συγκρατεί τις βλακείες που σκέφτεται" απολογήθηκε εκ μέρους του με ένα σφιγμένο χαμόγελο και η παρέα γέλασε πριν αρχίσουν να περπατάνε προς το μαγαζί.

"Θα πάρουμε και τα φορέματα σήμερα, ε;" ρώτησε η Άριελ και κοίταξε την Άλεξ δίπλα της.

"Έτσι δεν συμφωνήσαμε;" απάντησε η καστανή κοπέλα και της έκλεισε το μάτι.

"Είπα μήπως-"

"Όχι, όχι. Είναι η κατάλληλη ευκαιρία. Και το κατάλληλο μαγαζί. Αλλιώς προβλέπεται να μας στείλουν οι δικοί μας φόρεμα. Και δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ δεν θέλω να πάω με το φόρεμα που φόρεσα πριν από πέντε χρόνια στην βάφτιση της ξαδέρφης μου"

Η Άριελ γέλασε κουνώντας το κεφάλι της και η Άλεξ την πλησίασε.

"Είμαι περήφανη για σένα" της ψιθύρισε και η Άριελ ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που απότομα βούρκωσε. "Μ' αρέσει όμως που είπες μικρά βήματα"

"Δεν φταίω εγώ. Τα λέει ωραία" σχολίασε ψιθυριστά η κοκκινομάλλα και η Άλεξ της χαμογέλασε.

Μετά από λίγο φτάσανε μπροστά σε ένα μαγαζί που είχε μία μεγάλη γυάλινη βιτρίνα. Πέντε μανεκέν στεκόντουσαν κομψά φορώντας, τα τέσσερα από ένα διαφορετικό φόρεμα και το πέμπτο ένα ασπρόμαυρο σετ, με μία μαύρη λουστρινένια τραγιάσκα. Το μέρος μύριζε ακριβό. Η Άριελ σχεδόν ντράπηκε να μπει μέσα δείχνοντας όπως έδειχνε, αλλά πριν προλάβει να διαφωνήσει, η Άλεξ την τράβηξε μέσα.

"Καλημέρα, Ζοζεφίν!"

"Στις δύο το μεσημέρι, ο κόσμος λέει 'καλησπλερα', ma petite" ακούστηκε να λέει μία ηλικιωμένη κυρία με γαλλική προφορά, πιο βαριά από εκείνη της Ζενισέλ.

Από το εσωτερικό του μαγαζιού βγήκε μία λεπτή γυναίκα με άσπρα μαλλιά σε έναν ψηλό κότσο και κομψά μαύρα γυαλιά. Φορούσε ψηλές μαύρες μπότες, μία κόκκινη μίντι φούστα και ένα μαύρο ζιβάγκο. Η μέση της τονιζόταν από μία φαρδιά μαύρη ζώνη με χρυσή αγκράφα και τα χείλη της ξεχώριζαν από το έντονο κόκκινο κραγιόν της.

Σήκωσε το κεφάλι της από την μπλούζα που δίπλωνε για να κοιτάξει την παρέα που μπήκε στο μαγαζί της. Χαμογέλασε σε όλους, σουφρώνοντας την μύτη της όταν είδε την Άριελ και το νερό που άφηνε να στάζει στο καθαρό πάτωμα. Η Άριελ ακολούθησε το βλέμμα και της και κοκκίνισε απότομα.

"Χίλια συγγνώμη, εγώ-"

"Ne t' inquiètes pas. Διάλεξε μία μπλούζα που θες να αγοράσεις και φόρα την. Θα σου φέρω μία πετσέτα για τα μαλλιά μπας και προλάβουμε το κρυολόγημα" της είπε και χάθηκε μέσα στο μαγαζί, με τον ήχο των τακουνιών της να την ακολουθούν.

Η Άριελ με σφιγμένους ακόμα ώμους έσκυψε και έβγαλε τα παπούτσια της ελπίζοντας ότι έτσι θα μείωνε λίγο το κακό. Σήκωσε το βλέμμα της προς τα παιδιά και είδε την Ρίτα και την Άλεξ να την περιμένουν για να δουν τα φορέματα, ενώ ο Νίκολας, ο Λουκ και ο Ραφ στάθηκαν σε μία γωνία του μαγαζιού. Ο Λουκ γελούσε με κάτι που είπε, μάλλον ο Ραφ, γιατί ο Νίκολας τους κοιτούσε με σταυρωμένα χέρια και κόκκινα μάγουλα.

Η Άριελ χαμογέλασε στον εαυτό της, πριν τρέξει ήσυχα προς τα κορίτσια.

"Μήπως να τους πούμε να φύγουν;" ρώτησε η Ρίτα καθώς έστριβαν σε έναν διάδρομο γεμάτο μεγαλοπρεπή φορέματα.

"Γιατί;" ρώτησε η Άριελ συνοφρυωμένη.

"Δεν ξέρω, για να μην μας δουν με τα φορέματα;"

"Ρίτα, αγάπη μου, φορέματα για χορό θα δοκιμάσουμε όχι νυφικά" απάντησε η Άλεξ και τα χέρια της άρχισαν να περνούν πάνω από ένα κίτρινο φόρεμα.

Η Άριελ έπιασε βιαστικά ένα γκρι πλεκτό μπλουζάκι από το ράφι με τις εκπτώσεις.

"Νομίζω ότι η Ρίτα το λέει," ξεκίνησε η Άριελ, καθώς έβγαζε την μπλούζα της, "για να τους κάνουμε έκπληξη στον χορό" πέρασε το πλεκτό πάνω από το κεφάλι της.

"Ό,τι θέλετε. Εγώ δεν έχω θέμα" είπε η Άλεξ και ανασήκωσε τους ώμους της, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τα φορέματα.

Η Ρίτα κοίταξε την Άριελ για επιβεβαίωση, και η κοκκινομάλλα ένευσε καταφατικά. Η Ρίτα με γρήγορες κινήσεις κατευθύνθηκε προς τα αγόρια, πέρα από το οπτικό πεδίο της Άριελ. Δεν πρέπει να έφεραν αντίρρηση, γιατί η πόρτα του μαγαζιού ακούστηκε σύντομα να ανοίγει και να κλείνει.

Η Ρίτα γύρισε χαμογελαστή και χώθηκε κι εκείνη ανάμεσα στα φορέματα.

"Χριστέ μου αυτό θα μας πάρει ώρες" σχολίασε κοιτώντας με δέος το πλήθος των ρούχων γύρω τους.

Η Άριελ γέλασε βλέποντας την Άλεξ να αναδύεται από τα φορέματα στα οποία είχε χωθεί με τρία φορέματα στην αγκαλιά της.

"Ρίτα, έχεις γνωρίσει ποτέ την Άλεξ;" σχολίασε και η Ρίτα γέλασε κοιτώντας προς την ίδια κατεύθυνση.

"Νομίζω δεν χρειάζεται καν να τα δοκιμάσουμε, ε;" ρώτησε ειρωνικά η Άριελ.

"Εμπιστεύομαι τις ικανότητές μου, αλλά ίσως χρειαστεί έστω να τα βάλετε"

"Ε, αφού το λες"

"Ρίτα, πάνε πρώτη" είπε η Άλεξ και έδωσε το ροζ φόρεμα στην φίλη της, η οποία κοίταξε απολογητικά την Άριελ.

"Αυτό σημαίνει ότι θα περάσεις ανάκριση"

"Φυσικά θα περάσει ανάκριση. Δεν εμφανίζεσαι στο άκυρο κρατώντας το χέρι του κολλητού μου και έχεις την εντύπωση ότι δεν θα μου πεις τα πάντα" απάντησε η Άλεξ σαν να ήταν το πιο εμφανές πράγμα του κόσμου και η Άριελ ένιωσε να κοκκινίζει.

"Μετά θέλω πλήρη αναφορά" είπε η Ρίτα στην Άλεξ και έκλεισε την κουρτίνα πίσω της.

"Φυσικά" είπε η Άλεξ και γύρισε στην Άριελ. "Μίλα".

"Δεν ξέρω τι θες να ακούσεις"

"Εμ τα πάντα; Πώς στα κομμάτια φτάσατε εδώ; Σας αφήσαμε για λίγο μόνους και κοίτα να δεις!"

"Απλά- Απλά μιλήσαμε και ξεκαθαρίσαμε μερικά πράγματα και-"

"Τι πράγματα;" επέμεινε η Άλεξ και η Άριελ κοίταξε τα χέρια της.

Άνοιξε το στόμα της να απαντήσει και το ξαναέκλεισε.

"Τι θέλουμε" απάντησε τελικά και η Άλεξ γέλασε.

"Και να φανταστείς νόμιζα ότι κανείς από τους δύο σας δεν ήξερε τι είναι αυτό"

"Θα το προσπαθήσουμε, Άλεξ." η κοκκινομάλλα κοίταξε την κολλητή της στα μάτια. "Θα το προσπαθήσω. Και, όσο περνάει από το χέρι μου, δεν θα τον πληγώσω" την διαβεβαίωσε και κάτι στην φωνή της έκανε την Άλεξ να βουρκώσει.

"Το καλό που σου θέλω," είπε σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια της, "ο Νίκολας έχει ήδη περάσει αρκετά"

Λες και υπάρχει όριο στις φορές που θα πληγωθούμε.

Η Ρίτα βγήκε από το δοκιμαστήριο και χαμογελώντας έκανε μία σβούρα μέσα στο ροζ χαριτωμένο φόρεμα με την ανοιχτή λαιμόκοψη και το γυαλιστερό ύφασμα. Έβγαλε μία ενθουσιασμένη κραυγή.

"Το λατρεύω!" αναφώνησε και κοίταξε τα κορίτσια.

"Φυσικά το λατρεύεις," είπε η Άλεξ κλείνοντας της το μάτι, "εγώ το διάλεξα".

Και οι τρεις κοπέλες γέλασαν δυνατά και την ίδια στιγμή η Ζοζεφίν εμφανίστηκε πίσω από τον τοίχο. Κοίταξε επιδοκιμαστικά την Ρίτα.

"Très jolie, ma petite! Ελπίζω να το αγοράσεις! Σου πάει καταπληκτικά! Και με τα μαλλιά ψηλά θα είναι... καταπληκτικό!" σχολίασε η πωλήτρια και πλησίασε την Ρίτα κάνοντας μερικές διορθώσεις στο πώς στεκόταν το φόρεμα.

"Voila!" έδωσε στην Άριελ μία πετσέτα και μία βούρτσα. "Για τα μαλλιά σου".

"Βάλτε κι εσείς τα δικά σας!" είπε η Ρίτα χτυπώντας παλαμάκια και η Άριελ κοιτάχτηκε με την Άλεξ, πριν πάρει -σαν να το διαισθάνθηκε- το πράσινο φόρεμα από τα χέρια της φίλης της και μπει στο δοκιμαστήριο που ήταν πριν η Ρίτα.

Έβγαλε με προσοχή το γκρι πλεκτό και το παντελόνι της και τα ακούμπησε στο σκαμπό δίπλα στα ρούχα της Ρίτα. Έβγαλε το φόρεμα από την κρεμάστρα και συνειδητοποίησε πόσο ελαφρύ ήταν. Χωρίς δεύτερη σκέψη σκούπισε καλύτερα τα σχεδόν στεγνά μαλλιά της και τα πέρασες μερικές βουρτσιές, για να μην φαίνεται όσο χάλια όσο πίστευε. Πέρασε το φόρεμα με μία κίνηση πάνω από το κεφάλι της και σαν να δημιουργήθηκε ειδικά για εκείνη πήρε την θέση του πάνω στο σώμα της. Το σκούρο πράσινο ύφασμα ήταν απαλό, το ντεκολτέ δεν αποκάλυπτε τίποτα περισσότερο από ότι έπρεπε, το ψηλό σχίσιμο στο αριστερό πόδι επίσης.

Με μία κίνηση παραμέρισε την κουρτίνα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη έξω από τα δοκιμαστήριο. Ήταν όμορφη, ένιωθε όμορφη. Γύρισε στο πλάι και κοίταξε την ακάλυπτη πλάτη της. Ήταν περίεργο το πώς οι ουλές της έμοιαζαν πολύ μικρότερες σε σχέση με παλαιότερα. Το φόρεμα τόνιζε την μέση της και χάιδευε το σώμα της και την έκανε να αισθάνεται άνετα.

"Tu es vraiment belle" σχολίασε η πωλήτρια με ένα περήφανο χαμόγελο και η Άριελ, ασυνείδητα δακρυσμένη την κοίταξε χαμογελαστά.

"Σας ευχαριστώ, πολύ" απάντησε σιωπηλά και κοίταξε την Ρίτα.

"Από εδώ και πέρα θα στέλνουμε την Άλεξ να μας παίρνει ρούχα! Σου πάει καταπληκτικά!" είπε η ξανθιά κοπέλα και έπιασε τα χέρια της Άριελ κοιτώντας την από πάνω μέχρι κάτω με ένα πλατύ χαμόγελο.

"Σας είπα ότι είμαι καλή" απάντησε η Άλεξ και οι δύο κοπέλες γύρισαν να την κοιτάξουν.

Το στενό σκούρο μπλε φόρεμα που είχε διαλέξει την έκανε να δείχνει ψηλότερη. Ο ένας της όμως ήταν ακάλυπτος και η ουρά του φορέματος απλωνόταν λίγο πίσω της.

"Πώς τα πέτυχες με την πρώτη;" ρώτησε η Άριελ και πλησίασε την Άλεξ για να την κοιτάξει καλύτερα.

"Κάθε χρόνο τα πετυχαίνω"

"Έχει καλό μάτι" σχολίασε η Ρίτα και χαμογέλασε στην Άλεξ.

"Είστε και οι τρεις πανέμορφες" είπε η Ζοζεφίν και τις κοίταξε με ένα νοσταλγικό βλέμμα και σταυρωμένα χέρια.

"Θα τα πάρουμε" είπε η Άλεξ.

"Και την μπλούζα" προσέθεσε η Άριελ δείχνοντας μέσα στο δοκιμαστήριο το γκρι πλεκτό.

Η Ζοζεφίν κατένευσε και κατευθύνθηκε προς το ταμείο. Τα τρία κορίτσια άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους, να σχολιάζουν το ύφασμα και το μήκος των φορεμάτων, τι παπούτσια και σκουλαρίκια θα ταίριαζαν. Είναι τόσο μικρά τα πράγματα που σε κάνουν να νιώθεις νέος. Και η Άριελ στις οκτώ χιλιετίες της, βρήκε για πρώτη φορά αυτό το συναίσθημα στα δοκιμαστήρια ενός μικρού μαγαζιού μίας μικρής πόλης.






Continue Reading

You'll Also Like

68.5K 3.8K 31
Η Πόπη είναι ένα 17 χρόνο κορίτσι. Στα 9 της χρόνια έχασε τον πατέρα της σε τροχαίο ατύχημα. από τότε ζει με την μητέρα της Φωτεινή. Η Πόπη προσπάθη...
7.1K 1.1K 45
|Book 1 of the "Hair of copper and heart of a lion" trilogy| Είναι μερικές φορές που σκεφτόμαστε ότι οι μεγαλύτερες αλλαγές στην ζωή μας χρειάζονται...
113K 9.4K 31
"Τελικά για εγκληματίας δολοφόνος δεν είσαι κακός." Του λέω γελώντας και πίνω λίγο από την ζέστη σοκολάτα που μου πρόσφερε. "Και εσύ για μικρό εκνε...