Κάπως έτσι

Comenzar desde el principio
                                    

Το Σάββατο που τόσο περίμενε η Κάτια έφτασε επιτέλους. Όλο το απόγευμα το πέρασε στο κινητό να μιλά με την μοναδική φίλη που είχε ώστε να τη βοηθήσει για να επιλέξει ρούχα επιτέλους. Η Σία της έδωσε λεφτά για να ξοδέψει πάλι για ψώνια με τον όρο να μην μάθει τίποτα η Ειρήνη. Η Κάτια όπως ήταν αναμενόμενο συμφώνησε και έτσι κατάφερε να ψωνίσει ένα υπέροχο μαύρο φόρεμα που κολακεύει το κορμί της. Θα δανειζόταν παπούτσια της μητέρας της όπως και μια τσάντα για να συμπληρώσει το σύνολο. «Δείχνεις υπέροχη φιλενάδα!»

«Θέλω να με προσέξει ο Αλέξανδρος!» της είπε.

«Δεν βαρέθηκες να τον κυνηγάς! Σε χλευάσει σε κοροϊδεύει και με την πρώτη ευκαιρία σου θυμίζει πως έρχεσαι από μια φτωχή οικογένεια!»

«Κάποτε ήμασταν πλούσιοι!» αντέδρασε η Κάτια.

«Τον ενδιαφέρει αυτόν και τους πλούσιους φίλους του; Σε κάλεσαν γιατί ίσως σε λυπόταν. Θέλω να προσέξεις σε παρακαλώ...«

«Καλά Μαρία θα προσέξω στο υπόσχομαι. Θα πάω μέχρι εκεί και εάν δω τα δύσκολα...»

Κρατώντας το δώρο του, με ένα ταξί έφτασε έξω από τη βίλα που ήταν χτισμένη σε ένα ύψωμα και είχε τρομερή θέα στη θάλασσα. Μαγεμένη από την εικόνα κράτησε την αναπνοή της. Την σταμάτησαν άνδρες της φύλαξης, οι οποίοι ζήτησαν το όνομα της. «Κάτια Μαυρίδη!» είπε αμέσως.

«Δεν βλέπω το όνομα σας!» αποκρίθηκε ο μεγαλόσωμος άντρας ελέγχοντας ξανά τα χαρτιά του.

Η Κάτια όπως ήταν αναμενόμενο αντέδρασε. Με το κρύο να τσακίζει κόκαλα έτρεμε και καθώς περίμενε ενώ οι υπόλοιποι συμφοιτητές της περνούσαν με άνεση τόσο ντρεπόταν. Ένα άλλο αγόρι την πλησίασε αγκαλιάζοντας κτητικά.

«Είναι μαζί μου, αφήστε την να περάσει!»

Ο Κωνσταντίνος ήταν φίλος του Αλέξανδρου και το ίδιο υπερόπτης αλλά τουλάχιστον δεν την πείραζε τόσο πολυ. «Προχώρα μαζί μου!» της πρότεινε.

Το επιβλητικό σαλόνι, με τους πανάκριβους πίνακες ζωγραφικής, τα χειροποίητα έπιπλα, με τους υπέροχους συνδυασμούς χρωμάτων την μάγεψαν. Άφωνη προχώρησε μπροστά και σταμάτησε μόνο όταν συνάντησε τον Αλέξανδρο. Στάθηκε μπροστά του, προτάσσοντας τα χέρια προς τη μεριά του. «Χρόνια σου πολλά. Να τα εκατοστήσεις!» του είπε ευγενικά αλλα αυτός σχεδόν την αγνόησε.

Για τον Αλέξανδρο ήταν μια ανύπαρκτη, δεν πίστευε μάλιστα πως της άξιζε η θέση στο πανεπιστήμιο. Δεν θυμόταν καλά καλά το όνομα της αλλά αφού κάλεσε τους πάντες από την τάξη του τότε ήταν λογικό να βρίσκεται και αυτή εκεί. Όταν αντίκρισε το δώρο του, το πήρε άγαρμπα στα χέρια του και το πέταξε στον καναπέ ξεστομίζοντας ένα ξερό ευχαριστώ.

Να θυμάσαι...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora