Κεφάλαιο 49

84 10 11
                                    

Μπαίνω μέσα στο μαγαζί και το πρώτο πράγμα που αντικρίζω είναι ο Θωμάς να περιμένει το ποτό του.

Μόλις ο μπάρμαν του σερβίρει το ποτό τον ευχαριστεί με ένα νεύμα και πίνει μια γουλιά.

Μια κοπέλα ξανθιά με σπαστό μαλλί τον πλησιάζει και τον χαμογελάει.

Ο Θωμάς την δίνει ένα φιλί λίγων δευτερολέπτων στο στόμα.

Μισό. Τι;

Όχι! Δεν μπορεί. Δεν γίνεται να προχώρησε τόσο εύκολα.

Λ: Ήρθες τελικά.

Λέει η Λένα καθώς έρχεται προς εμένα.

Ρ: Ναι. Σκέφτηκα πως καιρό έχουμε να βγούμε όλοι μαζί κάπου έξω οπότε ήρθα.
Λ: Είσαι καλά σε βλέπω κάπως αναστατομένη.
Ρ: Όχι.

Λέω και τα μάτια μου βουρκωνουν και δαγκώνω το κάτω χείλος μου.

Λ: Όχι; Τι έχεις;
Ρ: Λένα... χώρισα με τον Θωμά. Έμαθε για τον Σωτήρη.

Τα μάτια της γουρλωνουν και αφήνει το στόμα της μισάνοιχτο.

Λ: Και;
Ρ: Άρχιζε να με βρίζει και μετά με χώρισε.
Λ: Για αυτό όλα αυτά τα κλάματα χτες; Και που κλειδωθηκες στο δωμάτιο σου;

Νευω θετικά και σκύβω το κεφάλι μου κάτω.

Λ: Ρόζα μου...

Λέει και με αγκαλιάζει.

Λ: Έπρεπε να περιμένεις ότι θα εξελιχθούν έτσι τα πράγματα. Θα περάσει μην ανησυχείς.
Ρ: Δεν με πονάει περισσότερο που χωρίσαμε. Με πληγώνει που με ξεπέρασε τόσο εύκολα.

Λέω καθώς τα δάκρυα μου πλέον κυλάνε σαν ροδάνι και το βλέμμα μου είναι κολλημένο στον Θωμά.

Λ: Τι εννοείς σε ξεπέρασε εύκολα;

Με το κεφάλι μου την κάνω νεύμα να κοιτάξει πίσω της και όταν είδε τον Θωμά με την άλλη την σουπιά να φασωνονται ξαφνιάστηκε και με πήρε άλλη μια αγκαλια.

Λ: Πάμε καλύτερα σπίτι.

Λέει και έτσι κάνουμε.

Δεν θα άντεχα ούτε ένα λεπτό ακόμα να βλέπω αυτό το θέαμα.

Τι της βρίσκει; Είναι μια ξανθιά ψηλομύτα με υπέροχο χαμόγελο και υπέροχα, ψηλά, λεπτά πόδια.

Δηλαδή τι της βρίσκει όχι πείτε μου;

Επειδή είναι εκεί κάνα έξι-εφτά πόντους πιο ψηλή από μένα;

Άι λοβ γιου! [✓]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα