IV

568 38 7
                                    

Ήρθε εκείνο το βράδυ. Το ήξερα πως θα έρθει, κι ας έλεγα πως ελπίζω για το αντίθετο. Και χόρεψε, χόρεψε δίπλα μου, χόρεψε όπως τότε. Με κοιτούσε σε κάθε κίνησή της ενόσω τραγουδούσα, με έκαιγε με το βλέμμα της. Κι εγώ της αφιέρωνα ξανά κάθε στίχο και βαθιά μέσα μου ήθελα να κλέψω έστω για λίγο μία από εκείνες τις ματιές - αυτές που κάποτε θεωρούσα αληθινές...

Θύμωνα. Θύμωνα με τον εαυτό μου, με εκείνη, με κάθε τι θελκτικό πάνω της. Θύμωνα και με κάθε ευκαιρία έψαχνα σε τυχαία ποτά την εκτόνωση.

Είχα ήδη πιεί πολύ πριν ξεκινήσουμε καν το πρόγραμμα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένα ποτό για κάθε χαμένη λέξη, για κάθε χαμένο βλέμμα, για κάθε χαμένο κομμάτι μου.

Και τώρα, περασμένες τρεις πια, με το μαγαζί να έχει κλείσει, καθόμουν μόνος μου στην μια γωνία της μπάρας κοιτώντας προσηλωμένος το μισοάδειο ποτήρι ουίσκι και σέρνοντάς το πάνω στο ξύλο, πότε προς το δεξί και πότε προς το αριστερό μου χέρι. Εκείνη είχε φύγει πριν αρκετή ώρα. Για μια στιγμή την έψαξα με το βλέμμα μου στον χώρο, χωρίς να ξέρω το γιατί, μα ύστερα μου είπαν πως είχε φύγει βιαστικά. Μα τι περίμενα;

«Ώρα για ξεκούραση φίλε» με χτύπησε φιλικά στον αριστερό ώμο ο Νικηφόρος ξαφνιάζοντας και ξυπνώντας με από τον λήθαργο μου.

Γύρισα και τον κοίταξα για λίγο μπερδεμένος μα ύστερα με μια γρήγορη κίνηση κατέβασα και το υπόλοιπο ποτό και στάθηκα όρθιος. Παραπάτησα στιγμιαία και τον ένιωσα να με κρατά γερά από τα μπράτσα. Με μια απότομη κίνηση έφυγα από τα χέρια του και κούνησα άτσαλα και απροσδιόριστα τα δικά μου στον αέρα δίνοντας του να καταλάβει πως θέλω να μείνω μόνος.

Την επόμενη βγήκα από το μαγαζί και αφού άφησα για λίγο τον κρύο αέρα να ξυπνήσει ελάχιστα τις αισθήσεις μου πήρα ζαλισμένος ακόμη τον δρόμο για το σπίτι σέρνοντας τα βήματα μου.

Σε λίγο είχα φτάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας και σκοντάφτοντας στο τελευταίο μου βήμα βρέθηκα μπροστά από την εξώπορτα. Έψαξα ταυτόχρονα τις τσέπες του σκισμένου μου τζιν για τα κλειδιά και μόλις τα εντόπισα πάσχισα να τα συνδυάσω με την κλειδαριά. Αφού τα κατάφερα έσπρωξα με δύναμη την πόρτα και ύστερα την άφησα να χτυπήσει πίσω μου. Ανέβηκα με δυσκολία τα λιγοστά σκαλιά του πρώτου ορόφου ρίχνοντας το βάρος μου πότε στο δεξιό και πότε στο αριστερό στήριγμα της σκάλας.

ΑργάΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα