Έτεροι ή Εταίροι

10 1 0
                                    

Εγώ, αυτό που φοβόμουν περισσότερο έλεγα πως ήταν η φωτιά. Και στο νησί έπιαναν συχνά τέτοιες τα καλοκαίρια. Ειδικά τις μέρες που φυσούσε εντονότερα.

Πήγαινα για ύπνο μα δεν κοιμόμουν. Αν έκλεινα τα μάτια μου, θα βρισκόμουν σε ένα σπίτι ονείρου φλεγόμενο. Ίδρωνα και σηκωνόμουν από το κρεβάτι μου. Έβγαινα στο μπαλκόνι. Φαντάσματα από μακριά οι καπνοί μέσα στη νύ- χτα. Η μυρωδιά απαίσιο φαγητό που ψηνόταν σε σκεύος της κολάσεως.

Η μαμά μού έλεγε να μη φοβάμαι. Δε θα έφτανε σε εμάς ποτέ η φωτιά. Και είχε δίκιο.

Στα παραμύθια σου μαθαίνουν να βρίσκεσαι σε επιφυλα- κή για τον λύκο. Πεινάει τόσο, που μπορεί και να σε φάει. Σε συμβουλεύουν να μην παίρνεις μήλα από αγνώστους, ακόμα κι αν αυτοί μοιάζουν καλοσυνάτοι. Θέλουν κάτι από εσένα. Σου τραγουδάνε τα πουλιά, να προσπαθήσεις να πετάξεις. Όμως δε σε αφήνουν να ανοίξεις φτερούγα.

«Η θάλασσα είναι μυστήρια», ψιθύριζε ο μπαμπάς. «Δεν πρέπει να την εμπιστεύεσαι». Όχι λίγοι ωστόσο τρέφονταν από την ίδια στη Λούμια. Το νησί μας.

Λένε πως η θάλασσα μοιάζει με γυναίκα, όπως και η φωτιά. Απρόβλεπτη, μανιασμένη. Δεν ήμουν έτσι.

Όταν έγινα, κατάλαβα ότι ήταν ανόητο να φοβάμαι τη φωτιά ή τη θάλασσα. Να κρύβομαι από τον λύκο. Να απο- φεύγω το μήλο. Να στερούμαι το πέταγμα. γιατί εγώ ανήκω εκεί. Σε ό,τι έτρεμα και σε ό,τι δεν με άφηναν να αγγίξω.

Σολεδάδ Σάντερς

Δεν θα χαθούμεWhere stories live. Discover now