[28] Ώρες

273 50 20
                                    

Οι ώρες περνάνε γρήγορα με την Κωνσταντίνα και τους υπόλοιπους στρατιώτες του πεζικού. Η συνεργασία μαζί τους είναι όμορφη, τα πάμε καλά· κι ας αγκομαχούν κιόλας από τις πρώτες ασκήσεις. Δεν μπορούν να τραβήξουν τον εαυτό τους επάνω σκαρφαλώνοντας σ' ένα σκοινί, δεν μπορούν να ισορροπήσουν επάνω στα βράχια που τους οδηγούν στην κορυφή του λόφου, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την φύση σαν ασπίδα για να κρυφτούν από πίσω της. Είναι ασήμαντοι, αναλώσιμοι. Κι αυτός με κάνεις να τους συμπονώ, να τους συμπαθώ περισσότερο.

Η Κωνσταντίνα έχει δίκιο· όλες αυτές τις ημέρες ο Σάββας δεν παίρνει τα μάτια του από πάνω μου. Αυτό που με εντυπωσιάζει όμως είναι ότι το κάνει σιωπηλά, αλλά χωρίς ντροπή. Δεν προσπαθεί να το κρύψει, δεν ντρέπεται γι' αυτό, δεν νιώθει αμηχανία. Όταν τον πιάνω να με κοιτάζει απλώς χαμογελάει ήρεμα και στρέφει αργά το βλέμμα του αλλού. Μ' έναν ήπιο τρόπο, καθησυχαστικό. Σαν να υπάρχει χρόνος. Και το γεγονός ότι άτομα σαν εμάς μπορούν να νιώσουν ότι υπάρχει χρόνος δρα οπωσδήποτε ως ηρεμιστικό, σε μεθάει αν δεν προσέξεις. Την θέλεις αυτή την αίσθηση, την κυνηγάς. Ακόμη κι αν δεν το καταλαβαίνεις.

Δεν μιλάει πολύ. Προτιμάει να ακούει τους άλλους και να παρατηρεί. Στα μικρά διαλείμματα που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας για μεσημεριανό - οι πεζικάριοι, δηλαδή· η Κωνσταντίνα κι εγώ δεν τα έχουμε ανάγκη - μασάει αργά παρακολουθώντας σιωπηλά την φλυαρία των υπολοίπων, και πού και πού γνέφει στον εαυτό του σαν επιβεβαίωση του ότι έμαθε εκείνη τη στιγμή κάτι καινούριο. Μου αρέσει η παρουσία του. Μου δίνει αυτή την αίσθηση του χρόνου που έπεται, με χαλαρώνει. Και αυτός του ο αέρας μου θυμίζει κάπως τον Σαμψών.

«Σειρά σου τώρα. Για πες μας τι ψυχολογικά έχεις εσύ».

Τινάζομαι σαν από λήθαργο και κοιτάζω τον Αλέξανδρο παραξενεμένη. Έπειτα ο νους μου αρχίζει να δουλεύει. Σωστά. Πριν αφαιρεθώ τελείως, τα μέλη της μικρής ομάδας μας ανέλυαν τις τραυματικές εμπειρίες τους. Και για κάποιον λόγο ο Αλέξανδρος έχει χαθεί στο θέμα, τον έχει συνεπάρει.

  «Δεν έχω ψυχολογικά» λέω απλά, ενώ το πρόσωπο το πατέρα μου, η μορφή του Σαμψών και τα δυνατά χέρια του Κρίστιαν χορεύουν στο κέντρο του μυαλού μου.

«Έλα τώρα, όλοι έχουν ψυχολογικά. Ακόμη κι αυτοί που φαίνονται εντάξει. Ακόμη κι ο Σάββας».

Ο Σάββας σηκώνει τα φρύδια του σε απορία. Είναι μισοχωμένος πίσω από το κολατσιό του κι έχει βγάλει τα γυαλιά του. Δείχνει πιο σοβαρός έτσι, μεγαλύτερος.

Ποτέ πιο ΜόνοιWhere stories live. Discover now