"Γιατί να πας τέτοια ώρα στην Λυδια;" ρωτάει καχύποπτα.

"Και γιατι θα αργησεις;" συμπληρώνει σταυρονοντας τα χέρια του κάτω από το στήθος του.

"Έχει προβλήματα με ένα αγόρι και χρειάζεται την στήριξη μου τώρα. Θα αργήσω επειδή αυτές οι συζητήσεις παίρνουν ώρα και γενικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να σου δικαιολογουμαι;" αυξανω την ένταση της φωνής μου στο τέλος της πρότασης.

"Γιατί είμαι αδελφός σου;" απαντάει ειρωνικά μα ταυτόχρονα χαλαρά κάτι που με εκνευρίζει παραπάνω και απλά σταματώ την συζήτηση εκεί.

Βαζω τα παπούτσια μου και βγαίνω από το σπίτι εκνευρισμένη. Το σπίτι του Αχιλλέα δεν είναι μακρυά όποτε μέσα σε περίπου 5 λεπτά γρήγορου παραρτήματος φτάνω.

Ανοίγει την πόρτα και κοιταει εξεταστικά το πρόσωπο μου. Σπάω την οπτική μας επαφή κοιτώντας το πάτωμα. Εκείνος ξεροβηχει και μου κάνει νόημα να περάσω. Σιωπηλά το κάνω και βγάζω τα παπούτσια μου. Στο σαλόνι αντικρίζω τους γονείς του μαζί με τον αδελφό του.

Με χαιρετούν και κάνω το ίδιο. Ύστερα ο Αχιλλέας πιάνει το χέρι μου και με οδηγεί στο δωμάτιο του.

"Είσαι καλά; Μου φαίνεσαι λίγο κάπως" λέει αφού κλείνει την πόρτα στο δωμάτιο.

Δαγκώνω δυνατά τα χείλη μου και νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν.

"Είμαι καλα" λέω γρήγορα χωρις να τον κοιτάζω. Τον ακούω να ξεφυσαει και ύστερα περιπλανιέται στο δωμάτιο του ψάχνοντας κάτι. Με πλησιάζει και μου πιάνει τα χέρια φορώντας μου γάντια του μποξ.

"Στο σημερινό μάθημα θα χτυπήσεις τον σάκο μου" είναι το μόνο που λέει και ξεφυσαω.

"Αυτό σε τι θα με βοηθήσει;" λέω ελάχιστα εκνευρισμένη. Δεν φταίει αυτός σε κάτι αλλά τελευταία ειμαι τόσο πιεσμένη από τους γονείς μου, από το αδελφός μου, ακόμα και από τα μαθήματα με τον Αχιλλέα.

"Στην πειθαρχεία" απαντάει ξερά.

Αμίλητη πλησιάζω τον σάκο και χτυπάω βαριεστημένα 2 φορές. Γυρνάω να κοιτάξω τον Αχιλλέα ο οποίος με παρακολουθεί απογοητευμένος. Με πλησιάζει και κολλάει την πλάτη μου στο στήθος του πιάνοντας μου τα χέρια. Οι παλμοί μου ανεβαίνουν και νιώθω άβολα.

Βάζει το σώμα μου στην σωστή θέση και ύστερα μου δίνει οδηγίες για το πώς πρέπει να χτυπάω τον σάκο.

"Τώρα μόνη σου" λέει και απομακρύνεται. Ηταν τόσο άβολο όλο αυτό.

Παίρνω μερικές ανάσες και ξεκινάω να χτυπάω τον σάκο όπως ακριβώς μου είπε. Όσο περνάνε τα λεπτά συνεχίζω πιο παθιασμένα και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Όσα νεύρα έχω μέσα μου αυτή την στιγμή προσπαθώ να τα βγάλω στον σάκο. Μέχρι που απομακρυνομαι από από τον σάκο και αφήνω τα δάκρυα μου να κυλήσουν.

Βγαζω τα γαντια απο τα χερια μου και προσπαθώ να ηρεμήσω σιωπηλά τον εαυτό μου μα αποτυγχάνω. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα νιώθω το χέρι του Αχιλλέα να αγγίζει το δικό μου και να με γυρνάει ώστε να τον κοιτάζω.

"Τι συμβαίνει;" ρωτάει απομακρύνοντας μια τούφα από το πρόσωπο μου. Πριν προλάβω να του απαντήσω, η πόρτα του δωματίου του ανοίγει και βλέπω την μητέρα του να ξεπροβάλλει.

"Ήρθα να δω αν χρειάζεστε κατ-" Η πρόταση της σταματα μόλις με παρατηρεί καλύτερα.

"Τι έκανες στο κορίτσι;" ρωτάει ταραγμένη και πριν προλάβει να μπει ο Αχιλλέας την σταματάει ρίχνοντας της την έξοδο. Εκείνη διστάζει στην αρχή μα τελικά υπακούει και κλείνει την πόρτα.

"Εμ-Εγώ καλύτερα να πηγαίνω" ρουφάω την μύτη μου και πιάνω την ζακέτα μου από το κρεβάτι του. Με πιάνει γι ακόμα μια φορά από το χέρι κάνοντας με να τον κοιτάξω.

"Θα σε πάω εγώ" λέει γρήγορα χωρις να μου αφήσει περιθώριο να διαφωνήσω. Με το μανίκι της ζακέτας μου σκουπίζω τα λιγοστά δάκρυα μου έχουν μείνει στα μάγουλα μου και μόλις παίρνει την ζακέτα του και πιάνει από το χέρι ώστε να φύγουμε.

Για καλή μου τύχη στο σαλόνι δεν βρίσκεται κανείς, κάτι που με βγάζει από την δύσκολη θέση του να καληνυχτίσω σε αυτήν την κατάσταση.

Η διαδρομή για το σπίτι μου είναι σιωπηλή κάνοντας με  να σκεφτώ διαφορα.

"Νομίζω εδώ είμαστε εντάξει. Μην με δουν και οι γονείς σου" λέει άβολα και ξεφυσαω.

"Αχιλλέα" κάνω ένα βήμα κοντά του "θέλω να με μάθεις να φιλάω" λέω γρήγορα πριν προλάβω να διστάσω.

Με κοιταει ξαφνιασμένος χωρίς να ξέρει τι να πει.

"Σε παρακαλώ" επιμένω περισσότερο και ξεφυσαει.










How not to be shyHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin