ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

70 14 7
                                    

Η ώρα είχε περάσει περισσότερο απ' όσο νόμιζαν, αφού το σκοτάδι είχε σκεπάσει τον ουρανό και εκείνα είχαν διανύσει μόνο τη μισή απόσταση μέχρι το χωριό.

Η σημερινή βραδιά ήταν διαφορετική από τις άλλες. Το μοναδικό γηραιό Τινκ του βασιλείου, είχε μηνύσει την προηγούμενη ημέρα ότι ήθελε όλους τους κατοίκους του Τίνμπερτον συγκεντρωμένους στην πλατεία, για να τους μιλήσει για κάτι πολύ σπουδαίο. Κάτι, που δεν είχε ακουστεί σ' αυτό το δάσος για πολλούς αιώνες τώρα. Σίγουρα θα ήταν κάτι ιδιαίτερης σημασίας για εκείνον για να αναγκαστεί να διανύσει με τα αδύναμα, γέρικα πόδια του την απόσταση μέχρι το κέντρο του χωριού. Τα τελευταία χρόνια, κανείς δεν τον είχε δει. Ζούσε απομονωμένος στο σπίτι του κοντά στα βόρεια σύνορα του Τίνμπερτον και όπως είχε ακουστεί, διάβαζε ακατάπαυστα κάποιο βιβλίο μονολογώντας ανήσυχες κουβέντες.

Ο Τίλιν και ο Νόριν επιτάχυναν το βηματισμό τους και έπειτα από λίγη ώρα, έφτασαν έξω από το δέντρο απ' όπου είχαν ξεκινήσει το πρωί για τη λίμνη. Αφού μοίρασαν την ψαριά τους, έδωσαν ραντεβού στην πλατεία.

Τα υπόλοιπα Τινκ είχαν βρει την ευκαιρία που γύρευαν στο κάλεσμα του Θούραντιν, για να διοργανώσουν μια μικρή γιορτή με άφθονο κρασί και φαγητό. Από τα στολισμένα με άνθη παραθυράκια της ταβέρνας αναδυόταν η έντονη μυρωδιά των φαγητών που ετοιμάζονταν, ενώ στα τραπέζια υπήρχαν ήδη τοποθετημένες κανάτες γεμάτες με το κρασί του Λέμιν, του καλύτερου παραγωγού στο Τίνμπερτον.

Περιμετρικά της πλατείας, επάνω σε κλαδιά, είχαν κρεμάσει δεκάδες μικρά φανάρια με τέτοιο τρόπο που έδιναν την ψευδαίσθηση ενός εντυπωσιακού, φωτεινού κύκλου.

Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είχαν συγκεντρωθεί στην ταβέρνα, όταν ο Τίλιν και ο Νόριν έφτασαν λαχανιασμένοι και το φως του φεγγαριού χτύπησε το φεγγαρορολόι δείχνοντας την προκαθορισμένη ώρα συγκέντρωσης. Εκείνη τη στιγμή, μια μακρινή φωνή ακούστηκε να λέει:

«Σήμερα κανείς δεν πρέπει να λείψει! Γιατί σήμερα απ' όλους θα πρέπει να βγει ο ένας!»

Τα Τινκ κοιτούσαν δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να εντοπίσουν αυτόν που τους μιλούσε, όταν μέσα από την πυκνή βλάστηση, είδαν να κατεβαίνει τα μικρά, πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν από το γιγάντιο, αειθαλή Κυπάρισσο στην πλατεία ο πρεσβύτερος του χωριού. Ο Αστροκρουσμένος, όπως τον αποκαλούσαν, λόγω ενός παράξενου σημαδιού στο στέρνο του, που έμοιαζε εκπληκτικά με το σχήμα αστεριού. Όταν κάποια φορά τον ρώτησαν πώς το απέκτησε, εκείνος απάντησε ότι είναι το δώρο κάποιου μακρινού και παλιού του φίλου, για να του θυμίζει σε όλη του τη ζωή αυτά που έζησε πριν από πολλά, πολλά χρόνια.

ΙρίντιλWhere stories live. Discover now