Σύνοψη

4.6K 182 69
                                    

Η ιστορία της Ωρόρας διαδραματίζεται σ' ένα δυστοπικό μέλλον, που η παγκοσμιοποίηση έχει διαμορφώσει έτσι, ώστε τα σύνορα μεταξύ των χωρών πλέον δεν υφίστανται, και οι λαοί της γης πορεύονται συμπαγώς, σαν ένα πολυπολιτισμικό αμάλγαμα. Ελάχιστοι πια μαθαίνουν ιστορία, και όσοι έχουν αυτό το προνόμιο παρατηρούν εύστοχα ότι η κοινωνία αναβιώνει ξεδιάντροπα ορισμένους από τους πιο συντριπτικούς για το άτομο αναχρονιστικούς κανόνες. Οι γυναίκες είναι μερικώς κτήματα των αρρένων συγγενών τους, που συχνά παίρνουν εκείνοι αποφάσεις πους τις αφορούν αντί για τις ίδιες. Η δουλεία έχει επανέλθει ως θεσμός, και μοναδική διέξοδος από τα σουβλερά της δόντια ορίζεται η κατάταξη στον στρατό. Οι ομοφυλόφιλοι συλλαμβάνονται και εκτελούνται. Το προσωπικό συμφέρον ανεξαιρέτως υπερτερεί του συλλογικού, ενώ άγραφοι νόμοι μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στην γκιλοτίνα αν κανείς ακόμη και εν αγνοία του τους παραβεί.

Ο ανθρώπινος πληθυσμός έχει μειωθεί δραστικά, αγγίζοντας με το ζόρι το ένα δισεκατομμύριο. Αιτία της δυσανάλογης αυτής δημογραφικής πτώσης αποτελεί ο διαρκής και ακατάπαυστος πόλεμος που με βάναυσα μέσα διενεργείται ανάμεσα σε δυο στρατούς, τον Βόρειο και τον Νότιο, που αντιπροσωπεύουν το βόρειο και το νότιο ημισφαίριο της γης αντιστοίχως. Τα δυο αντίπαλα ημισφαιρικά στρατόπεδα μάχονται για το πετρέλαιο και το νερό, αλλά και για την απόλυτη επικυριαρχία τους, τόσο το ένα επάνω στο άλλο, όσο και σε ολόκληρη τη γη.

Η Ωρόρα αποφασίζει να καταταγεί για να ξεφύγει από την καταπιεστική της πραγματικότητα. Αν και οι συνθήκες στο σπίτι της είναι αντικειμενικά ιδανικές, έχει αναγκαστεί από τις επιβολές της κοινωνίας να συγχρωτίζεται με άτομα που δεν την ικανοποιούν ουσιαστικά. Ο δεσμός της έχει αρχίσει να την καταπιέζει και αισθάνεται έντονη την ανάγκη να τον αφήσει πίσω χωρίς να προκαλέσει σκάνδαλο που θα αμαυρώσει το όνομα της οικογένειάς της, ενώ η ζωή της της φαίνεται άχρωμη, μουντή. Οι υπαγορεύσεις της παράλογης κοινωνίας της μοιάζουν να της απαγορεύουν να λάβει αποφάσεις για τον εαυτό της, ακόμη και σε επίπεδο καθαρά προσωπικό. Μπερδεμένη μέσα σε όλους τους περιορισμούς που της έχει θέσει δεν ξέρει τι να σπουδάσει, με τι να καταπιαστεί στον ελεύθερο χρόνο της και πώς να σκοτώσει τις ατέλειωτες ώρες της ανίας και της πλήξης της.

Μέσα στο στρατόπεδο των Βορείων αποτελεί μια από τις λίγες γυναίκες που αποφασίζουν να καταταγούν για να βοηθήσουν σ' αυτόν τον βίαιο αγώνα για την εύρεση πρώτων υλών και ζωτικών στοιχείων για την επιβίωση. Στους κόλπους του παλεύει για να βρει τον εαυτό της, και μέσα σ' αυτή της την υπερπροσπάθεια γνωρίζει τον Σαμψών. Τα κοινά τους βιώματα και τα βάρη που κι οι δυο κουβαλούν τους φέρνουν κοντά, και σταδιακά της μαθαίνει πως η προβληματική κοινωνία τους δεν της στερεί, λόγω του φύλου της, μονάχα το ανθηρό της μέλλον. Της στερεί την βούληση, την σκέψη σ' ένα επίπεδο προσωπικό, ιδιωτικό. Της απαγορεύει ακόμη και να ερωτευτεί εκείνον που πραγματικά ποθεί.

Στο πλάι του αλλά και μακριά του, θα συνειδητοποιήσει ότι ποτέ ξανά στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει ευδοκιμήσει τέτοια απομόνωση, τέτοια μοναξιά. Κι οι δυο τους, μαζί αλλά και χώρια, θα καταλάβουν πως δεν έχουν αισθανθεί ποτέ τους περισσότερο μόνοι.  


«Τον είδα στον ύπνο μου εχθές το βράδυ. Βρισκόμουν σ' ένα ευρύ δωμάτιο από ανοιχτοκάστανο ξύλο με βεράντα που είχε θέα στη θάλασσα, κι έπαιζα σ' ένα μεγάλο σκουρόχρωμο πιάνο. Ήρθε από κάποια είσοδο στην οποία είχα στραμμένα τα νώτα, γι' αυτό και στην αρχή δεν τον είδα. Αλλά τον ένιωσα, το αισθάνθηκα ότι ερχόταν εκείνος. Πριν απ' αυτόν εισήλθε εκείνη η κοπέλα που τον έχει βάλει στο μάτι, την ακολουθούσε. Όμως σταμάτησε πίσω μου κι απέθεσε στο μάγουλό μου ένα φιλί. Έκανε να φύγει, να μ' αφήσει να συνεχίσω να παίζω γιατί του άρεσε η μελωδία μου. Όμως εγώ στράφηκα και του ζήτησα να περιμένει, τράβηξα τα δάχτυλά μου από τα πλήκτρα.

»Σηκώθηκα όρθια και του είπα πως αυτό που έκανε δεν ήταν δίκαιο. Τον είδα που χαμογέλασε, κατάλαβε πώς θα συνέχιζα. Έπειτα του εξήγησα τι εννοούσα αν και το είχε αντιληφθεί· αφού με φίλησε εκείνος, θα έπρεπε ν' ανταποδώσω κι εγώ το φιλί. Πήρε ύφος σοβαρό και έσκυψε προς το μέρος μου με το μάγουλο στραμμένο προς τα χείλη μου. Όταν όμως πήγα ν' αγγίξω το δέρμα του, εκείνος γύρισε απότομα κι αντί για τα γένια του τον φίλησα στα χείλια. Δεν νομίζω να έχω ξυπνήσει ποτέ μου περισσότερο χαρούμενη».  

Ποτέ πιο ΜόνοιΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα