29. Κληρονομιά

Start from the beginning
                                    

       «Ακόμα» είπε ο Σάκης. «Πιστεύουν ότι έκρυψαν κάπου το πτώμα του ή ότι το έκαψαν. Ποτέ δε θα κατέγραφαν όλα αυτά που τους είχαμε πει ως σοβαρή μαρτυρία. Δεν τους αδικώ. Εξάλλου, δεν μπορεί να το χωρέσει ανθρώπου νους. Κι εμείς που ήμασταν εκεί... έχουμε αντιληφθεί τι είδαμε ακριβώς;».

       «Όχι».

       «Όχι» επανέλαβε σαν αντίλαλος ο Σάκης. «Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο αδερφός σου προσπάθησε να μας σώσει. Και τα κατάφερε».

       «Λες να είναι ακόμα...;» ξεκίνησε δειλά η Ντάλια.

       «Σε παρακαλώ» τη διέκοψε ο Σάκης. «Στο έχω πει χίλιες φορές να μην τρέφεις φρούδες ελπίδες. Ο Μπιλ δεν υπάρχει πια».

       Ήταν σκληρά λόγια. Ήταν όμως και η αλήθεια. Η Ντάλια πονούσε που το άκουγε, μα ένιωθε ταυτόχρονα και μία αλλόκοτη ανακούφιση.

       «Εντάξει» είπε και χάιδεψε το μάγουλο του άντρα της.

       «Για να αλλάξουμε θέμα και διάθεση» είπε ο Σάκης και χαμογέλασε, «το Σαββάτο κανόνισα με τον Στέλιο και την Ελπίδα για ποτάκι. Θα κρατήσουν τον μικρό οι γονείς μου».

       «Τέλεια» είπε η Ντάλια. «Έχουμε καιρό να τους δούμε». Φίλησε τον άντρα της κι εκείνος έκατσε πάλι απέναντί της. Μετά τα συμβάντα στη μεγάλη αποθήκη ο Στέλιος και η Ελπίδα πήγαν ένα μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό. Αφού επέστρεψαν, δεν επικοινώνησαν με την Ντάλια και τον Σάκη. Εν καιρώ, όμως, η σχέση τους έφτιαξε κάπως και άρχισαν να συναντιούνται συχνότερα σαν παρέα. Σε εκείνες τις συναντήσεις, βέβαια, τίποτε δεν ήταν όπως παλιά... Είμαστε τέσσερις πια, σκέφτηκε πικραμένη η Ντάλια.

       Ο Σάκης έπιασε την εφημερίδα του και άλλαξε σελίδα. Η Ντάλια ήπιε την πρώτη γουλιά από τον καφέ της και κοίταξε τον ανατέλλοντα ήλιο που τρύπωνε από το παράθυρο.

       Ο Σάκης κοίταξε την πρωινή φυλλάδα, στην αρχή με περιέργεια κι έπειτα με ύφος αναστατωμένο. Όταν ο ψαρομάλλης άντρας άρχισε να αναπνέει γρήγορα και κοφτά, η Ντάλια ανησύχησε.

       «Αγάπη μου; Έγινε κάτι;».

       Ο Σάκης δεν πήρε τα μάτια του από το άρθρο που διάβαζε. «Δεν θα το πιστέψεις» είπε με φωνή που έτρεμε.

***

       Η αδελφή Παναγιώτα κοιτούσε τα δύο περιπολικά αυτοκίνητα που είχαν σταθμεύσει στην αυλή του ορφανοτροφείου. Ο διευθυντής μιλούσε με τους αστυνομικούς. Αυτή η τραγική ιστορία θα τους τραβολογούσε επί μήνες στα δικαστήρια, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Η ηλικιωμένη γυναίκα φοβόταν ότι το ίδρυμα ίσως και να έκλεινε μετά το χθεσινοβραδινό περιστατικό.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςWhere stories live. Discover now