29. Κληρονομιά

328 30 14
                                    


       «Βασίλη! Ξέχασες το κολατσιό σου» φώναξε η Ντάλια από το κεφαλόσκαλο. Ο μικρός έκανε μεταβολή και έτρεξε πίσω. Πήρε το τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο τοστ και ξέκλεψε ένα φιλί από τη μητέρα του. Η Ντάλια του ανακάτεψε τα μαλλιά και ο μικρός κατευθύνθηκε προς το κίτρινο σχολικό.

       Η Ντάλια κοιτούσε το όχημα μέχρι να στρίψει στο τέλος του δρόμου. Μαζί με το σχολικό χάθηκε και το μειδίαμά της.

       Μπήκε σπίτι και άρχισε να βράζει νερό στο γκαζάκι. Ο Βασιλάκης της πήγαινε τετάρτη δημοτικού. Δεν το χωρούσε ο νους της το πόσο είχε μεγαλώσει. Και μαζί με το γιο της μεγάλωσε κι εκείνη. Είχε πάρει κάποια κιλά, τα ξανθά μαλλιά της έμοιαζαν πια με μικρά απότιστα στάχυα, και δίπλα από τα μεγάλα μάτια της είχαν σχηματιστεί οι πρώτες αυλακιές του αδυσώπητου χρόνου.

       Ο Σάκης μπήκε στην κουζίνα και καλημέρισε τη γυναίκα του. Εκείνη του έβαλε τον καφέ και του ακούμπησε την εφημερίδα στο τραπέζι. Έκατσε απέναντι στον άντρα της και τον παρατήρησε. Εκείνος είχε μείνει ο ίδιος γοητευτικός άντρας, εκτός απ' τα μαλλιά του τα οποία είχαν γκριζάρει ξαφνικά. Αυτό, αντί να τον μεγαλώνει, του έδινε ένα διαφορετικό είδος ώριμης ομορφιάς.

       «Όλα εντάξει με τον μικρό;» ρώτησε την Ντάλια.

       «Ανυπομονεί να πηγαίνει σχολείο» είπε εκείνη με μία καλά κρυμμένη ζήλια στη φωνή της. «Ξέρεις τι μου είπε χτες βράδυ; "Μαμά, θέλω να κοιμηθώ νωρίτερα για να έρθει πιο γρήγορα το πρωί"».

       «Εκεί είναι τώρα οι φίλοι του, αγάπη μου» είπε ο Σάκης. «Λογικό είναι να του αρέσει τόσο». Ο Σάκης σήκωσε την εφημερίδα και άρχισε να διαβάζει.

       Η Ντάλια ανακάτεψε τον καφέ της. Κοιτούσε το εξώφυλλο του εντύπου χωρίς να δίνει σημασία στον ανατριχιαστικό τίτλο για ένα γνωστό ορφανοτροφείο της βόρειας Ελλάδας.

       «Είδα στον ύπνο μου τον Μπιλ» είπε η Ντάλια ξαφνικά. Το είπε μέσα από τα δόντια της σαν τρελός που μιλούσε στον εαυτό του.

       Ο Σάκης κατέβασε την εφημερίδα και εξέτασε με το βλέμμα του την Ντάλια. «Πάλι;».

       Η Ντάλια έγνεψε καταφατικά.

       «Νόμιζα ότι οι εφιάλτες σου είχαν σταματήσει» είπε ο άντρας. Σηκώθηκε, έκανε τον γύρο του τραπεζιού και έκατσε δίπλα στη γυναίκα του.

       «Είχα να τον δω στον ύπνο μου αρκετά χρόνια» είπε η Ντάλια. Ανακάτευε ακόμα τον καφέ της γιατί ένιωθε ότι κάτι έπρεπε να κάνει με το χέρι της. «Αυτή τη φορά ήταν πιο έντονο από ποτέ. Σαν... σαν να ήθελε απεγνωσμένα να με προειδοποιήσει για κάτι».

🎉 You've finished reading Ο Λύκος Δεν Είναι Νεκρός 🎉
Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα