28. Η Τελική Μάχη

Ξεκινήστε από την αρχή
                                    

     Ο Σάκης, ο κάποτε ορθολογιστής της παρέας, κοιτούσε ψηλά, σίγουρος ότι θα έβγαινε είτε νεκρός είτε τρελός από αυτή την ιστορία. Το μόνο που σκεφτόταν απ' τη στιγμή που είδε τον φίλο του να μετατρέπεται σε αυτόν τον ανθρωπόμορφο γύπα, ήταν ότι αν δεν ξαναγινόταν ποτέ όπως πριν, ο Μπιλ θα έπρεπε να υποστεί βασανιστήρια και πειράματα από επιστήμονες, οι οποίοι θα τον αντιμετώπιζαν σαν έκτρωμα της φύσης. Ο Σάκης συνοφρυώθηκε. Δε θα άφηνε κανέναν να τον πειράξει.

      Η Ελπίδα έκλαιγε με το βλέμμα της καρφωμένο στην ιπτάμενη σφαίρα από πούπουλα και νύχια. Ήταν δάκρυα φόβου και λύπης. Ο Μπιλ, ακόμα κι αν έπαιρνε ξανά την ανθρώπινη μορφή του, δε θα ήταν ποτέ ο ίδιος για εκείνη. Πώς γινόταν να την είχε υποψιαστεί για δολοφόνο; Πίστευε πραγματικά ότι εκείνη είχε ξεκοιλιάσει τόσους ανθρώπους, ότι είχε σκοτώσει τη Μαρία;

     Η Ελπίδα ξαφνικά θυμήθηκε. Εκείνη η γυναίκα στη σπηλιά όταν ήμασταν μικροί... Εκείνο το βράδυ που ο λύκος τους πλησίαζε απειλητικά, η Ελπίδα είχε δει κάτι που το μυαλό της είχε απωθήσει σαν κάλπικο όραμα. Εκείνη η παράξενη γυναίκα που έμοιαζε με πουλί. Τα χρόνια πέρασαν και η ανάμνηση θόλωσε, πέρασε στη σφαίρα της καχυποψίας, ενός φανταστικού οράματος που είχε πλάσει το φοβισμένο μυαλουδάκι της. Τώρα, ξαφνικά, η ανάμνηση έπαιξε ολοζώντανη στο παλιό φιλμ της μνήμης της. Εκείνη η φτερωτή γυναίκα υπήρξε... συλλογίστηκε με κομμένη την ανάσα. Υπήρχε και έμοιαζε τόσο πολύ με το πλάσμα στο οποίο μεταμορφώθηκε τώρα ο Μπιλ... Εκείνη τη νύχτα, η φτερωτή γυναίκα τούς είχε προστατέψει. «Σήμερα θα σωθείτε όλοι, γιατί προορίζεστε για άλλον σκοπό» είχε πει. Και τώρα τους έσωζε ξανά μέσω του Μπιλ. Η Ελπίδα χαμογέλασε, δίχως να σταματήσει να κλαίει.

                                       ***

      Η Πρεσούλ κρατούσε τον Βάγκραντ στο έδαφος. Τα νύχια του ποδιού της έσφιγγαν τον λαιμό του κοκαλιάρικου πλάσματος και το άλλο της πόδι κρατούσε το δεξί του χέρι ακινητοποιημένο. Κατά τη διάρκεια της πάλης η Πρεσούλ είχε ξεριζώσει το άλλο χέρι του Βάγκραντ κι εκείνος της είχε κόψει με τα δόντια την άκρη του φτερού της. Το κομμένο χέρι ανάγκασε τον Βάγκραντ να πέσει ηττημένος στο έδαφος.

     «Ήρθε η ώρα, Βάγκραντ» είπε η Πρεσούλ λαχανιασμένη, αλλά πάντοτε ήρεμη.

     «Άξιζε;» ρώτησε ο Βάγκραντ με στόμα που άφριζε. «Άξιζε που έσκισες τη σάρκα του θνητού σκουληκιού; Σου άρεσε; Το έκανες με αγάπη;».

     «Εκείνος μου είπε να το κάνω».

     Ο Βάγκραντ κοίταξε τον αιώνιο αντίπαλό του στα μάτια. «Τι λες;».

     «Τόσες χιλιετίες σε πολεμώ με τον ίδιο τρόπο. Μπαίνω στο σώμα κάποιου τυχαίου θνητού και τον ελέγχω δίχως να αφαιρώ τη ζωή του. Βρίσκει ένα κομμάτι γαλήνης μέσα του και κάνει πέρα το μίσος που νιώθει για σένα. Είναι η πρώτη φορά που δε μπόρεσα να καταλαγιάσω το μίσος της ψυχής του θνητού».

     Το μάτι του Βάγκραντ έλαμψε. «Στο είπα ότι ήταν επικίνδυνο με δαύτον».

      «Ναι, ήταν. Όπως και ήταν επικίνδυνο για σένα. Διότι ένιωθε αληθινή αγάπη για αυτούς τους τέσσερις θνητούς που θυσιάστηκε».

     Ο αδύνατος δαίμονας δεν μπορούσε να αντιληφθεί την έννοια αυτής της θυσίας και κοίταξε την Πρεσούλ με απορία.

     «Αντίο, Βάγκραντ. Για πάντα».

     «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Είσαι Άγγελος, δεν επιτρέπεται να σκοτώσεις» έκανε ο Βάγκραντ και κάγχασε σίγουρος ότι δεν μπορούσε να τον βλάψει.

     «Δεν είμαι Άγγελος πια. Είμαι Τιμωρός».

     Ο Βάγκραντ τρομοκρατημένος είδε τα μάτια της Πρεσούλ να αλλάζουν. Είδε για λίγα δευτερόλεπτα την αποφασιστικότητα του Μπιλ, όχι το μίσος ή τον θυμό του, αλλά εκείνο το στοιχείο που τα έκανε να δείχνουν ικανά για τα πάντα. Το αδύνατο τέρας έκανε μία τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να ελευθερωθεί.

     Τις εκατοντάδες φορές στο παρελθόν που η Πρεσούλ είχε στείλει τον Βάγκραντ μακριά από τον κόσμο της ύλης, τον ακινητοποιούσε και ψιθύριζε τα Λόγια της Σύλληψης του Δαίμονα. Εκείνος επέστρεφε στην Κόλαση, μέχρι να βρει πάλι το επόμενο θύμα του.

     Αυτή τη φορά, η Πρεσούλ έσπασε το λαιμό του Βάγκραντ και τρύπησε την καρδιά του. Το μακρύ νύχι της βγήκε από τη σκισμένη σάρκα βαμμένο με ένα βαθυκόκκινο χρώμα.

     Τα πούπουλα έπεσαν από τα φτερά της αργά, όπως τα νεκρά φύλλα απ' το δέντρο. Η Πρεσούλ γονάτισε πάνω από το πτώμα του Βάγκραντ, αποδεχόμενη τη μοίρα της. Το Κακό πέθανε, άρα το Καλό δεν μπορούσε να υπάρχει. Το αντίθετό της, ο άλλος πόλος είχε χαθεί και για να συνέχιζε να υπάρχει ισορροπία στους κόσμους έπρεπε να γίνει το ίδιο και με εκείνη. Μαζί με τον Βάγκραντ, σαν ζευγάρι αυτοχείρων εραστών, εξαϋλώθηκαν σε ένα μαύρο σύννεφο καπνού, έναν μικρό και αθόρυβο στρόβιλο, σβήνοντας έτσι κάθε ίχνος της ύπαρξής τους.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα