26. Σφραγισμένη μοίρα

133 22 0
                                    

        Οι πέντε φίλοι στέκονταν όρθιοι με πέτρες στα χέρια. Έμοιαζαν με μικρούς, σοβαρούς καουμπόηδες έτοιμους για την τελική αναμέτρηση. Απέναντί τους στεκόταν ο τεράστιος λύκος, ικανός να κατασπαράξει και τα πέντε παιδιά με μία μπουκιά. Το ζώο είχε τρέξει και είχε σταματήσει πιο κοντά τους. Πλησίαζε τώρα αργά και σταθερά με το κεφάλι χαμηλωμένο. Τα χείλη του ήταν τραβηγμένα και έδειχνε τα βρωμερά δόντια του.

        «Έτοιμοι;» ψιθύρισε ο Σάκης. Ο Μπιλ και η Ελπίδα είχαν βγει από την κρυψώνα τους όταν ο λύκος έκοψε ξανά τη φόρα του. Ο Σάκης το ξεκαθάρισε. Τους ήθελε μαζί τους. Δεν έπρεπε κανένας να μείνει πίσω. Ο Στέλιος κρατούσε τις πέτρες του πιο σφιχτά απ' ότι χρειαζόταν. Οι πέτρες με τα χαραγμένα γράμματα θα χάνονταν τελικά σε μία άνιση μάχη πριν καλά καλά τις φυλάξουν τα παιδιά. Με αυτήν τη σκέψη, ο Μπιλ ένιωσε ξαφνικά ήρεμος, αποφασισμένος.

       «Τώρα!».

       Τα πέντε παιδιά εξαπέλυσαν μία πέτρινη βροχή προς τον λύκο. Το ζώο ξεπήδησε μπροστά γρυλίζοντας.

       Δύο από τις μεγαλύτερες πέτρες βρήκαν το ζώο στο πρόσωπο με φόρα. Ο λύκος κλαψούρισε και παραπάτησε ξαφνιασμένος. Τα παιδιά έτρεξαν. Έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ενώ προσπερνούσαν τον λύκο, εκείνος αντιλήφθηκε την αναστάτωση, συνήλθε για λίγο και τα σαγόνια του έκλεισαν μερικά εκατοστά δίπλα από το μπράτσο του Μπιλ. Εκείνες τις κρίσιμες στιγμές, ο Μπιλ είδε από κοντά το φρενιασμένο μάτι του ζώου. Είχε ματώσει.

       Στην είσοδο της σπηλιάς ο Μπιλ κοντοστάθηκε. Στράφηκε να κοιτάξει καλύτερα το ζώο. Οι φίλοι του είχαν ήδη γίνει καπνός και κατηφόριζαν προς το χωριό.

       Ο Μπιλ άκουγε την γρήγορη αναπνοή του και το κλάμα του λύκου. Ξαφνικά, ένιωσε θυμωμένος. Θυμωμένος με το ζώο, θυμωμένος με την τύχη του. Δεν ήθελε να φύγει από το χωριό και να χάσει τους φίλους του. Δεν ήθελε να φύγει για μιαν άγνωστη πόλη με μία μητέρα που πάθαινε κρίσεις. Με μία μάνα που χτυπούσε τα παιδιά της.

         Στο μικρό του χέρι, ο Μπιλ κρατούσε άλλη μία μυτερή πέτρα. Δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε εκεί.

       Ο λύκος τον μύρισε και περπάτησε προς το μέρος του παίρνοντας πάλι τη στάση του θηρευτή που πλησιάζει το θύμα του.

        Δεν το βάζεις κάτω, ε; σκέφτηκε ο Μπιλ και χαμογέλασε. Κανένα παιδί δε θα γελούσε έτσι μπροστά σε έναν απειλητικό λύκο. Ο Μπιλ δεν ήταν ένα κανονικό παιδί. Ένιωθε μέσα του αδικημένος, θυμωμένος και, εκείνη τη στιγμή, δυνατός.

        Ο Μπιλ πέταξε την πέτρα βάζοντας όλη του τη δύναμη.

        Ο λύκος σωριάστηκε στο έδαφος. Η μυτερή πέτρα τον είχε βρει στο κεφάλι. Το ζώο άρχισε να έχει σπασμούς, λες και είχε αποκοιμηθεί και προσπαθούσε να τρέξει μακριά από κάποιον εφιάλτη. Προσπαθούσε να σηκωθεί, μα τα πόδια του δεν τον υπάκουαν. Ο Μπιλ σήκωσε μία μεγάλη κοτρόνα και περπάτησε σχεδόν μέχρι το σημείο που είχε σωριαστεί ο λύκος.

        Ο Μπιλ τον κοίταξε. Πριν ρίξει τη μοιραία κοτρόνα στο κεφάλι του ζώου, ο Μπιλ χρησιμοποίησε μία φράση που συνήθιζε να λέει η μητέρα του πριν τον δείρει: «Τώρα θα δεις, κωλόζωο!».

                                     ***

          Από τα βάθη της σπηλιάς μία άυλη μορφή, ένα πνεύμα ορατό μόνο μέσα από τους καθρέπτες, παρατηρούσε την παράδοξη σκηνή: ένα μικρό, αδύνατο αγόρι να αποτελειώνει δίχως οίκτο έναν μεγάλο λύκο. Το Καλό Πνεύμα –που οι θνητοί το ονόμαζαν Πρεσούλ*- ήξερε ότι είχε βρει το δοχείο του. Όταν ερχόταν η ώρα, αυτός θα γινόταν ο πολεμιστής του για να αντιμετωπίσει τον Βάγκραντ, το αρχέγονο κακό.

        Η Πρεσούλ ήξερε ότι αυτή θα ήταν η παρέα των ανθρώπων που θα διάλεγε ο Βάγκραντ. Το ήξερε, γιατί ο Βάγκραντ είχε ήδη δείξει το ενδιαφέρον του μετά από την εκδήλωση μίσους εκείνης της βίαιης μητέρας.

        Ήταν παράτολμο, λοιπόν, για το Καλό Πνεύμα να χρησιμοποιήσει έναν από αυτούς τους πέντε ως δοχείο. Παρόλα αυτά, άξιζε το ρίσκο. Δεν έπρεπε να αφήσει το μίσος του μικρού αγοριού να θρέψει τον Βάγκραντ ως το τέλος. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το Καλό Πνεύμα δε θα μπορούσε να τον νικήσει.

       Από την άλλη μεριά, αν η Πρεσούλ έμπαινε νωρίς στο σώμα του θνητού αγοριού, ο Βαγκραντ θα το αντιλαμβανόταν και θα απομακρυνόταν αμέσως. Θα διάλεγε άλλους θνητούς, ακόμη και στην άλλη άκρη του κόσμου, και θα ήταν δύσκολο να εντοπιστεί ξανά. Έπρεπε να περιμένει έως ότου ο Βάγκραντ θα έπαιρνε την τελική του μορφή. Τη στιγμή εκείνη θα ήταν πιο ευάλωτος. Με την προϋπόθεση ότι το αγόρι θα την άφηνε να βοηθήσει, τότε θα έστελνε τον Βάγκραντ στην Κόλαση.

       Για την ώρα, άφησε τον μικρούλη να πάει σπίτι του και να κάνει έναν ανήσυχο ύπνο. Η Πρεσούλ θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή, μέχρι εκείνη την ύστατη στιγμή που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το Μοχθηρό Πνεύμα.

*Praesul: Στα λατινικά «ο προστάτης».

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα