22. Η Προδοσία

147 23 1
                                    

       Του άνοιξε η Ελπίδα.

       «Γεια σου, Μπιλ» είπε και του χαμογέλασε, δίχως αγκαλιές και φιλιά. Ήταν αλλόκοτα ψυχρή κι απόμακρη. «Έλα, πέρασε».

      Ο Μπιλ ένιωσε παράξενα. Ήταν δυνατόν να υποψιαζόταν την αγαπημένη του Ελπίδα; Πρόσεξε τους μαύρους κύκλους που πλαισίωναν τα μάτια της ξαδέρφης του.

       «Καλά είσαι; Μου φαίνεσαι κάπως πεσμένη» σχολίασε με τόσο αδιάφορο τόνο που ξάφνιασε μέχρι και τον ίδιο.

       «Είμαι κουρασμένη, μωρέ» εξήγησε η Ελπίδα. «Από το πρωί είμαι στο πόδι. Πήγα σε δύο συνεντεύξεις».

       Ο Μπιλ έκατσε στον καναπέ. Η Ελπίδα τον μιμήθηκε και συνέχισε. «Έχουν ξεκινήσει ήδη για φέτος τα μαθήματα στα φροντιστήρια μα ζητούσαν θέση στη γραμματεία. Ακόμα και μ' αυτό θα ήμουν ευχαριστημένη».

       «Ωραία, καλή επιτυχία, λοιπόν» είπε ο Μπιλ βιαστικά. «Δεν είναι εδώ Στέλιος;» ρώτησε.

       «Όχι» απάντησε η Ελπίδα λιτά. Δε φάνηκε να είχε προσέξει την ψυχρότητα του Μπιλ. Παρόλα αυτά, αυτή η σύντομη άρνηση έκρυβε πολλά.

       «Και πού πήγε;».

       Η Ελπίδα κοίταξε το χαλί. Τα μάτια της βούρκωσαν.

       «Ελπίδα, πού είναι ο Στέλιος;» ρώτησε ανήσυχος ο Μπιλ. Κράτησε σφιχτά το μπουφάν δίπλα του. Το ψαλίδι ήταν εκεί, στην εσωτερική τσέπη, μία κοφτερή υπενθύμιση του λόγου που την είχε επισκεφτεί.

       «Δε θυμάμαι» ξέσπασε η Ελπίδα και άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν. Σπάνια το πρόσωπό της στολιζόταν με τα διάφανα διαμάντια της λύπης. Κοίταξε τον Μπιλ γεμάτη παράπονο. «Μπιλ, δεν... δε θυμάμαι».

       Ο Μπιλ σκέφτηκε ότι κανονικά έπρεπε να την αγκαλιάσει. Δεν το έκανε. «Εννοείς δεν ξέρεις πού είναι;» τη ρώτησε αλύγιστος.

       Η κοπέλα σκούπισε τα δάκρυα με το μανίκι και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μου είπε πού θα πήγαινε ο Στέλιος, μα δεν μπορώ να θυμηθώ...».

       «Και γιατί πρέπει να κλαις για αυτό;».

       Η Ελπίδα δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε τον Μπιλ με πρησμένα μάτια. Θύμιζε κοριτσάκι έτοιμο να ομολογήσει στους γονείς της ότι το βάζο δεν το έσπασε η γάτα, μα η ίδια.

       «Πριν λίγες ημέρες» άρχισε η κοπέλα, «ήμουν στο δωμάτιο με τον Δημήτρη και φιλιόμασταν. Του χαμογέλασα. Εντελώς ξαφνικά, την επόμενη στιγμή, βρέθηκα καθισμένη στο σαλόνι να βλέπω τηλεόραση».

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα