18. Βάγκραντ

187 22 1
                                    


            Το νέφος πάνω από την πόλη έμοιαζε με γκρι ιστό, λες και μία τερατώδης αράχνη είχε βάλει σκοπό να πιάσει όλα τα πουλιά της νύχτας. Μόνο ο Σείριος ξεχώριζε στον ουρανό.

        Στους δρόμους κυκλοφορούσαν ελάχιστα αμάξια, αφήνοντας πίσω τους σύντομη σιωπή και καυσαέριο. Ένα κίτρινο μηχανάκι αγκομαχούσε, κάνοντας κάποιους μισοκοιμισμένους ενοίκους να βρίζουν την τύχη τους που μένουν σε αυτήν την καταραμένη πόλη.

        Ο Μπιλ, οδηγός αυτής της φασαριόζας μηχανής, δεν άκουγε το χάος που προκαλούσε το όχημά του. Οι σκέψεις του τον είχαν εγκλωβίσει σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο. Οι σκέψεις είναι ύπουλες∙ μπορεί να είναι άυλες, αλλά μπορούν να κάνουν περισσότερη ζημιά στον άνθρωπο απ' ότι μια γερή γροθιά.

         Ο Μπιλ έστριβε μηχανικά στους δρόμους που τον οδηγούσαν στο σπίτι του.

        Δολοφονίες, πνεύματα, μάγισσες και κολοκύθια με ρίγανη.

       Ήταν συγχυσμένος, κουρασμένος και απογοητευμένος από την συνάντηση με την Φρίντα. Είχε πιστέψει ότι θα έβγαινε κάτι καλό από εκείνη την επίσκεψη, όμως αποδείχτηκε ότι έκανε λάθος.

        Στην τσέπη του τζιν του ήταν το χαρτί. Το δεύτερο χαρτί που έπαιρνε εκείνη τη μέρα από τη Φρίντα. Θα το διάβαζε με το που θα έφτανε σπίτι, παρότι δεν είχε υψηλές προσδοκίες. Αν μιλούσε κι αυτό για αρχαία πνεύματα που γουστάρουν να σκοτώνουν για να αποκτήσουν δύναμη, θα το πετούσε στα σκουπίδια. Οι ελπίδες του, βέβαια, δεν είχαν στραφεί ούτε στην αστυνομία, η οποία ακόμη δεν είχε βασικούς υπόπτους.

       Ο Μπιλ έσμιξε τα φρύδια του.

       Θα ξεκινήσω να ψάχνω μόνος μου, κατέληξε.

       Πάρκαρε το Καναρίνι και μπήκε στην πολυκατοικία. Ήταν έτοιμος να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματός του, όταν η δόνηση του κινητού του τον επανέφερε στο παρόν. Ποιος είναι τέτοια ώρα;

       Η φωτισμένη οθόνη του έλυσε την απορία. Ο Στέλιος;

       «Ναι;».

       «Έλα ρε, σόρι για την ώρα».

       Ο ταραγμένος τόνος της φωνής τού Στέλιου τον έκανε να παραμείνει στη θέση του. Λες και ήξερε ξαφνικά ότι δε θα έμπαινε σπίτι του εκείνη τη νύχτα.

       «Έγινε κάτι;».

       «Βασικά, ναι... Αν μπορείς έλα από το σπίτι γιατί η Ελπίδα είναι... είναι σοκαρισμένη. Δεν ήξερα ποιον άλλο να καλέσω... ξέρεις τώρα... Οι γονείς μας είναι στο χωριό και δε θέλω να τους ξεσηκώσω. Εγώ, πάλι, δεν είμαι από τους αριστούχους της "Σχολής Υποστήριξης". Σε χρειάζεται».

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα