13. Ένα παράξενο μήνυμα

183 27 5
                                    

         Η παρέα έκατσε σε ένα τραπεζάκι κάτω από τη δροσερή σκιά μιας πολύχρωμης ομπρέλας κήπου. Το εστιατόριο βρισκόταν στο κέντρο του πάρκου. Ήταν ένα αδιάφορο τετραγωνικό κτίσμα με λίγα παράθυρα. Η ψηλή βλάστηση, οι φωνές των ζώων και η βαριά μυρωδιά του τριχώματος έχτιζαν μία περίεργη ατμόσφαιρα και έκαναν το μαγαζί να μοιάζει με μικρό κομμάτι πολιτισμού στη μέση μιας μακρινής ζούγκλας.

         «Τι να σας φέρω;» ρώτησε η νεαρή σερβιτόρα. Ήταν ψηλή και τα μαύρα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά. Πάνω από τα γεμάτα χείλη και την ανασηκωμένη μύτη ήταν φυτεμένα δύο πανέμορφα, κυπαρισσί μάτια. Κρατούσε ένα μπλοκάκι και ένα πράσινο μολύβι.

         «Έναν πίθηκο με παπαγαλάκια για γρανιτούρα» πετάχτηκε ο Στέλιος. Οι φίλοι του τον κοίταξαν αμίλητοι. «Ξέρετε... Επειδή είμαστε σε ζωολογικό κήπο.. Ω, ξεχάστε το!»
      
       Ο Μπιλ ανασήκωσε τα φρύδια. «Πραγματικά, ξάδελφε, μερικές φορές ανησυχώ για σένα. Μπερδεύεις συχνά το χιούμορ με ξενέρωτες μαλακίες» του είπε και χτύπησε συγκαταβατικά την πλάτη του.

        Οι υπόλοιποι γέλασαν και η σερβιτόρα άστραψε στον Μπιλ ένα χαμόγελο.

        «Λοιπόν, τι θα πάρετε; Τα ζώα μας τέλειωσαν πάντως» συμπλήρωσε κοιτώντας με νόημα τον ντροπιασμένο Στέλιο.

       «Ένα σάντουιτς τυρί - γαλοπούλα» είπε η Ντάλια.

       «Κι εγώ το ίδιο» δήλωσε ο Σάκης.

       «Ένα τοστ και ένα χυμό» είπε η Ελπίδα που είχε κοιτάξει τον κατάλογο την τελευταία στιγμή.

       «Εμένα θα μου φέρετε ένα κλαμπ σάντουιτς» αποφάσισε ο Μπιλ. «Εσύ, Στέλιο;»

       «Μια μπαγκέτα απ' όλα με μαγιονέζα, ένα κλαμπ σάντουιτς, τηγανητές πατάτες και μία κόκα κόλα».

       «Ο Χριστός και η Παναγία!» έκανε η Ντάλια και την έπιασαν τα γέλια. «Πραγματικά, Στέλιο μου, καλύτερα να φας τον πίθηκο που έλεγες. Λιγότερες θερμίδες θα 'χει».

       «Αυτά;» ρώτησε η σερβιτόρα, μαζεύοντας τους καταλόγους.

       «Ναι, σε ευχαριστούμε» είπε η Ελπίδα.

       Όσο οι υπόλοιποι συνέχισαν να μιλούν ζωηρά ο Μπιλ σκεφτόταν τη Μαρία. Παρατήρησε τους φίλους του. Συνέχιζαν τη ζωή τους. Όχι, δεν την είχαν ξεχάσει, απλώς είχαν αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν υπήρχε τρόπος να αλλάξουν το τετελεσμένο γεγονός. Ο Μπιλ ίσως να είχε δείξει στους άλλους ότι το είχε καταφέρει και ο ίδιος, μα τον εαυτό του δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει. Μια μικρή σκέψη αρκούσε να τον κάνει να ταξιδέψει αναπολώντας το όμορφο παρελθόν μαζί της και να επιστρέψει δακρύβρεχτος στο σκληρό παρόν χωρίς αυτήν.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα