12. Η γυναίκα με τα φτερά

176 25 0
                                    


        Το άγριο ζώο γρύλιζε. Όσο περισσότερο βυθιζόταν η γούνα του λύκου στο σκοτάδι, τόσο πιο λαμπερά φαίνονταν τα πράσινα μάτια του. Δύο μικρά παράθυρα με θέα την Κόλαση.

        Τα παιδιά οπισθοχωρούσαν με αργά βήματα. Εντελώς απροσδόκητα, ο Στέλιος φώναξε: «Τρέξτε!». Όλοι μαζί στράφηκαν προς το εσωτερικό της σπηλιάς. Άρχισαν να τρέχουν σάμπως τα ρούχα τους να είχαν πάρει φωτιά. Η Ντάλια κρατούσε απ' το χέρι τον μικρό της αδερφό. Τα κοτσιδάκια της χόρευαν. Ο Μπιλ προσπαθούσε να προλάβει τον μεγάλο διασκελισμό της.

        Ο μικρός έριξε πίσω του μια φευγαλέα ματιά, σίγουρος πως το πρώτο και τελευταίο πράγμα που θα έβλεπε θα ήταν δύο σειρές κοφτερών δοντιών να ορμάνε. Κι όμως. Είδε τη φιγούρα του λύκου ακίνητη στο στόμιο της σπηλιάς. Δεν τους κυνηγούσε.

        «Παιδιά!» κατάφερε να φωνάξει λαχανιασμένος. Οι υπόλοιποι που είχαν προχωρήσει λίγο ακόμα, φαίνεται πως κατάλαβαν τι συμβαίνει, γιατί μείωσαν ταχύτητα και πλησίασαν επιφυλακτικά.

       Τα πέντε τρομαγμένα ζευγάρια μάτια παρατηρούσαν τον μεγάλο λύκο να φράζει ακίνητος τη μόνη τους διέξοδο.

       Ο μικρός Μπιλ είχε την αίσθηση ότι ο λύκος περίμενε να έρθουν εκείνοι σε αυτόν. Το ξέρει ότι δεν έχουμε πού αλλού να πάμε.

       «Πάρτε πέτρες» είπε ο Σάκης. Ο Μπιλ ήταν τόσο ταραγμένος που θα άρπαζε την πέτρα με το χαραγμένο γράμμα που είχε στην τσέπη του. Βλέποντας όμως τους υπόλοιπους να σκύβουν και να παίρνουν πέτρες από κάτω, τους μιμήθηκε. Μάζεψε μία στα τυφλά και την έσφιξε στο τρεμάμενο χέρι του.

       «Δεν είναι δυνατόν να τον πετύχουμε από εδώ» ψιθύρισε η Ντάλια χωρίς να αφήσει το σαρκοφάγο από το οπτικό της πεδίο. «Κι αν πλησιάσουμε, θα μας επιτεθεί».

       «Το ξέρω, μα έτσι έχουμε τουλάχιστον κάτι να αμυνθούμε» είπε ο Σάκης.

       Ο Μπιλ έψαξε με το βλέμμα του την Ελπίδα. Δεν την είδε πουθενά. «Παιδιά... η Ελπίδα πού είναι;» ρώτησε τρέμοντας.

       Ο Στέλιος έψαξε με το φακό τριγύρω. «Ελπίδα; Αδερφούλα; Ελπίδα!».

       «Μην φωνάζεις, μπορεί να μας κυνηγήσει!» τον μάλωσε η Ντάλια χαμηλόφωνα. Το ζώο γρύλισε. Η σκοτεινή φιγούρα του όμως παρέμενε στη θέση της σαν περίτεχνο, πέτρινο άγαλμα στον βράχο.

       Η δέσμη φωτός κάποιου φακού φανέρωσε τα παπούτσια της μικρής Ελπίδας. Είχε προχωρήσει πιο μέσα στο τούνελ, στεκόταν όρθια και ήταν στραμμένη προς το εσωτερικό της σπηλιάς.

       Ο Μπιλ και ο Στέλιος έτρεξαν κοντά της, αφήνοντας τον Σάκη και την Ντάλια να αναμετριούνται σιωπηρά με τον λύκο. «Ελπίδα, είσαι εντάξει;» ρώτησε ο αδελφός της και της χάιδεψε το μάγουλο.

       Η Ελπίδα δεν αντέδρασε και συνέχισε να κοιτάει το αφώτιστο σπήλαιο.

       «Μην φοβάσαι» προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Μπιλ, αν και σκέφτηκε ότι ήταν ειρωνικό να λέει τη φράση κάποιος που βρωμοκοπούσε κάτουρο. Ο Στέλιος έριχνε κλεφτές ματιές προς τον Σάκη και την Ντάλια μήπως εντόπιζε κάποια κίνηση.

       «Άκου, μικρή. Σου υπόσχομαι ότι θα γυρίσουμε σπίτι ασφαλείς. Σου-».

       «Είδα μία γυναίκα» ψιθύρισε η Ελπίδα διακόπτοντας τον αδελφό της. «Μια γυναίκα που... που έμοιαζε μ- με πουλί».

       «Τι;» έκαναν ο Μπιλ και ο Στέλιος με μια φωνή. 

       «Μου μίλησε. Και μετά πήγε προς τα εκεί» είπε η Ελπίδα και έδειξε μέσα στο κατάμαυρο έρεβος.

       «Τι βλακείες λες, ρε Ελπίδα; Δεν υπάρχει κανείς άλλος εδώ...».

       «Αλήθεια είναι!». Η Ελπίδα γύρισε και κοίταξε τον αδερφό της. Ο Μπιλ βλέποντάς την σκέφτηκε ότι μπορεί οι συνομήλικοί του να σκαρφίζονταν συχνά ψέματα, αλλά όταν κοιτούσαν με αυτή τη ματιά, όφειλες να τα πιστέψεις.

       «Ωραία, πες ότι ήταν κάποια εκεί. Έκανε κάτι; Σου μίλησε;» ρώτησε ο Στέλιος με ανυπόμονο ύφος.

       Η Ελπίδα κόμπιασε, μα στο τέλος είπε: «Σήμερα θα σωθείτε όλοι, γιατί προορίζεστε για άλλον σκοπό».

       Ο Μπιλ ανατρίχιασε χωρίς να καταλάβει το νόημα της φράσης. Ο Στέλιος από την άλλη φάνηκε ξαφνιασμένος με το δύσκολο λεξιλόγιο που χρησιμοποίησε η μικρή του αδερφή.

       «Τι παραμύθια κάθεσαι και σκαρφίζεσαι τέτοιες ώρες; Εγώ φταίω που ανησύχησα και-».

      «ΕΡΧΕΤΑΙ!».

       Ο Μπιλ δεν ήταν σίγουρος από ποιον προήλθε το ουρλιαχτό που αντήχησε στα πέτρινα τοιχώματα. Πάντως, σήμαινε ένα πράγμα. Ο λύκος είχε εξαπολύσει την επίθεσή του.

       Περίμενε να μείνουμε λιγότεροι; αναρωτήθηκε ο Μπιλ, καθώς κρυβόταν δίπλα από την ξαδέλφη του μέσα σε μία φαρδιά εσοχή του τοίχου. Τον είχε σπρώξει εκεί ο Στέλιος, πριν αρχίσει να τρέχει προς τον Σάκη και την Ντάλια, έτοιμος να ρίξει τις πέτρες του. Αυτό που φόβιζε πραγματικά τον Μπιλ ήταν ότι η Ελπίδα, η γενναία της παρέας, φαινόταν τρομοκρατημένη. Κι όχι λόγω του επιτιθέμενου λύκου. Η μικρή κοιτούσε ακόμα στο κενό και έτρεμε. Ο Στέλιος επέστρεψε. Το πρόσωπό του είχε αλλοιωθεί από τον τρόμο. Τράβηξε βίαια από το μπράτσο εκείνη και τον Μπιλ και τους είπε να τρέξουν.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα