11. Η γριά

199 26 3
                                    

            Το επόμενο πρωί, η Ελπίδα ξύπνησε τον Μπιλ μ' ένα φιλί στο μάγουλο. Της χαμογέλασε με δυσκολία. Έφαγαν πρωινό και ετοιμάστηκαν για την βόλτα τους. Αποφάσισαν να επισκεφτούν το Αττικό Ζωολογικό Πάρκο, τον μεγαλύτερο ζωολογικό κήπο της Ελλάδας, μιας κι ήταν Κυριακή και ο καιρός ήταν ευνοϊκός για περίπατο.

         Η Ελπίδα, όπως πάντα, δεν είχε βάλει γλώσσα μέσα της απ' όταν ξεκίνησε το ταξίδι για τα Σπάτα και ο Στέλιος πετούσε κάθε τόσο αστεία σχόλια πίσω από το τιμόνι. Τα ξαδέρφια του είχαν προκαλέσει ένα μουδιασμένο χαμόγελο στα χείλη του Μπιλ. Λίγα λεπτά αργότερα στην Αττική Οδό, όμως, έμειναν για λίγο αμίλητοι και το μειδίαμα χάθηκε με τις φωνές τους.

       Τότε ήταν που ο Μπιλ άρχισε να βλέπει τη Σκοτεινή Μορφή σε κάθε αντικατοπτρισμό. Στους καθρέπτες, στα τζάμια των παραθύρων, στο γυαλιστερό χερούλι της πόρτας. Τώρα, βέβαια, ήξερε ότι το ον ήταν αποκύημα της φαντασίας του, δεν το έβλεπε πραγματικά, το φανταζόταν να στέκει εκεί, ένας αεικίνητος στρόβιλος απόκοσμου καπνού.

        «Τι έχεις Μπιλ;» τον ρώτησε η Ελπίδα από το μπροστινό κάθισμα. Τον παρακολουθούσε από τον εσωτερικό καθρέπτη. Ο Μπιλ πίεζε τα κλειστά μάτια του με τον αντίχειρα και τον δείκτη σάμπως είχε αβάσταχτο πονοκέφαλο.

        «Μια χαρά είμαι. Απλά ζαλίστηκα λίγο, θα μου περάσει».

        «Εντάξει» έκανε η ξαδέρφη του, δίχως να έχει πειστεί, και γύρισε το κεφάλι της πάλι μπροστά. «Σε πόση ώρα φτάνουμε;».

        «Σε κάνα δεκάλεπτο θα είμαστε εκεί» απάντησε ο Στέλιος και επιτάχυνε για να προσπεράσει ένα παλιό αμάξι. Σε γενικές γραμμές, ο Στέλιος ήταν προσεκτικός οδηγός και δε συνήθιζε να τρέχει, ακόμα κι αν ο δρόμος ήταν τόσο πλατύς όσο η Αττική Οδός. Αλλά η κόκκινη σακαράκα θα τους πήγαινε καροτσάκι και αυτό δεν το ήθελαν σε καμία περίπτωση. Χρειάζονταν σχεδόν μία ολόκληρη ημέρα για να γυρίσουν ολόκληρο το πάρκο. Σκόπευαν να φάνε μεσημεριανό εκεί, στο εστιατόριο του ζωολογικού κήπου.

      Βγαίνοντας από την Αττική Οδό, το τοπίο άλλαξε απότομα. Οι πολυκατοικίες έδωσαν τη θέση τους σε απέραντα αμπέλια και λιόδεντρα. Ο Μπιλ κοίταξε αριστερά και είδε την τσιμεντούπολη να απλώνεται στον ορίζοντα, μέχρι ένα σημείο όπου, λες και υπήρχε μια αόρατη διαχωριστική γραμμή, σταματούσε η γκρι λαίλαπα και έπαιρνε τη θέση της η φύση.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα