10. Η Σκοτεινή Μορφή

205 27 0
                                    

       Ο Μπιλ μπορούσε να καταλάβει ότι το απαίσιο τέρας γύρευε τροφή. Μπορούσε να νιώσει την ακόρεστη πείνα του. Σχεδόν μύριζε το αίμα που είχε χυθεί και το αίμα που θα χυνόταν για να σβήσει τη δίψα του.

       Ήταν δικά του ετούτα τα μοχθηρά μάτια ή παρακολουθούσε μέσα από δύο πράσινες σχισμές τον Γύπα; Το πτηνό τίναζε τα κοκαλιάρικα φτερά του και έσφιγγε τις γροθιές των δυνατών, ανθρώπινων χεριών του. Πίσω του, ένα φόντο σταχτί και πορφυρό, η κολοσσιαία σκιά της αιώνιας φλόγας που καίει στην Κόλαση.

       «Χρειάζομαι κι άλλους». Η τσιριχτή φωνή ήταν πιο κρύα κι από τον θάνατο, μα δεν είχε βγει από το γαμψό ράμφος του Γύπα...

                                      ***

       Ο Μπιλ πετάχτηκε όρθιος. Κάθισε για λίγο στο κρεβάτι με τα χέρια να πιέζουν το πρόσωπο, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Η καρδιά του χτυπούσε γοργά. Είχε δει εφιάλτη, αλλά όχι με τη Μαρία. Ήταν σίγουρος ότι δεν την περιλάμβανε, παρότι δε θυμόταν ακριβώς τι είχε δει.

       Άναψε το φως του κομοδίνου. Κοίταξε την ώρα στο ξυπνητήρι του Στέλιου. Οι δείχτες έδειχναν τρεις και τέταρτο.

       Σηκώθηκε και περπάτησε στις μύτες των ξυπόλητων ποδιών του για να μην ξυπνήσει τα ξαδέλφια του. Είχαν περάσει τη μέρα μαζί και η Ελπίδα τον έπεισε στο τέλος να περάσει το βράδυ του εκεί. Ο Μπιλ έπρεπε να παραδεχτεί ότι περνούσε καλά με τα ξαδέλφια του. Εκείνη την περίοδο συναντιόνταν όλο και πιο συχνά.

       Ο Μπιλ έστριψε στον στενό διάδρομο και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Έδιωξε την εικόνα της Μαρίας που του χαμογελούσε πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Επικέντρωσε την προσοχή του στα ροχαλητά του Στέλιου από το σαλόνι και στην κοιμισμένη ξαδέλφη του. Είδε την Ελπίδα από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου της πριν μπει στο μπάνιο. Πρόσεξε πως φορούσε μία διάφανη νυχτικιά και κοιμόταν σε μια προκλητική στάση, ανασαίνοντας απαλά.

       «Τι διάολο έχεις πάθει; Ξαδέλφη σου είναι, ανώμαλε!» μάλωσε ψιθυριστά τον εαυτό του. Έτριψε το μάγουλό του λες και πάσχιζε να βγάλει έναν λεκέ.

       (Η αγκράφα της ζώνης τον βρήκε στο μάγουλο. «Κωλόπαιδο!»).

      Πάτησε το διακόπτη να ανοίξει το φως, μπήκε στο μπάνιο και έκλεισε την πόρτα χωρίς να κάνει θόρυβο. Έπιασε με την άκρη του ματιού του μία κίνηση στον καθρέπτη του νιπτήρα στα αριστερά του. Στράφηκε με κομμένη ανάσα.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα