8. Η Ντάλια

Start from the beginning
                                    

       «Αδελφούλη» ψιθύρισε η Ντάλια χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. Τον φίλησε στο μάγουλο και τον κοίταξε κατάματα.

       Ο Μπιλ σκούπισε τα πρησμένα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού του. Πρόσεξε ότι το πρόσωπο της αδερφής του έδειχνε κουρασμένο. Είχε να την δει αρκετό καιρό και το μόνο που έμενε απαράλλαχτο ήταν τα σγουρά μαλλιά της. Έμοιαζαν με χρυσές σερπαντίνες, μικρά ελατήρια που ανεβοκατέβαιναν κάθε τόσο στον ρυθμό του βηματισμού της. Στα μεγάλα μάτια της είχαν κρεμάσει μαύρες σακούλες και για πρώτη φορά ο Μπιλ έβλεπε τις μικρές αυλακιές του αδυσώπητου χρόνου στο πλάι τους.

       Ανέβηκαν στο διαμέρισμα. Ήταν ένα ανακατωμένο αχούρι. Σκουπίδια στις γωνίες, σταχτοδοχεία γεμάτα νεκρές γόπες και ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί. Μύριζε κλεισούρα. Η Ντάλια έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα στον αδερφό της. Ο Μπιλ μπήκε στο Τσέρνο-Μπιλ (Η Μαρία είναι παντού... σκέφτηκε), άνοιξε το ψυγείο και έπιασε μια κρύα πορτοκαλάδα. Αν η ζέστη στις αρχές του Ιουνίου ήταν αφόρητη, τότε εκείνες τις μέρες του Ιουλίου η πόλη ψηνόταν. Στο σαλόνι ένας ανεμιστήρας φυσούσε απεγνωσμένα γυρίζοντας το πλακουτσωτό κεφάλι του εδώ κι εκεί. Ο Μπιλ έκατσε ιδρωμένος δίπλα στην Ντάλια, στον καναπέ.

       «Δε θα πιεις εσύ, αδερφούλη;».

       «Μην ανησυχείς για μένα. Θα βάλω σε λίγο ένα ποτήρι νερό. Πώς είσαι;».

       «Εγώ έπρεπε κανονικά να το ρωτήσω αυτό...».

       «Σε παρακαλώ, Ντάλια...».

       «Τι με παρακαλάς, Μπιλάκο; Να μην ενδιαφερθώ για τον αδερφό μου;».

       «Δεν είπα αυτό... Απλά κουράστηκα, ρε Ντάλια. Όλοι κάνουν τον ψυχολόγο λες και ξέρουν πώς νιώθω, ποια είναι τα σωστά λόγια να με παρηγορήσουν. Δεν υπάρχουν τέτοιου είδους λόγια, Ντάλια».

       «Εντάξει, δε θα μιλήσω γι' αυτό, λοιπόν. Ας συζητήσουμε άλλα πράγματα».

       «Για άλλα;».

       «Ακριβώς!».

       «...».

       «Κι αυτό σε χαλάει;».

       Οι μύες γύρω από τα χείλη του Μπιλ συσπάστηκαν προσπαθώντας να θυμηθούν πώς να χαμογελάσουν. «Καθόλου» είπε στην αδερφή του.

       «Τι κάνουν ο Στελάκης και η Ελπίδα;» ρώτησε η Ντάλια.

       Ο Μπιλ ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του. «Καλά είναι. Δεν τους έχεις δει καθόλου;».

       Η Ντάλια αναστέναξε. «Πότε να τους δω; Αυτές οι κωλοδουλειές φταίνε. Έχουμε χαθεί, βρε Μπιλάκο μου... Θυμάσαι τι είχαμε πει στην τελευταία Συγκέντρωση πριν φύγουμε από το χωριό;».

       Ο Μπιλ φυσικά και θυμόταν. Για πάντα φίλοι, για πάντα μαζί.

       Μια μέρα πριν φύγει με τους δικούς του για την Αθήνα μόνιμα, ο Μπιλ το έσκασε από το σπίτι με την Ντάλια και συναντήθηκαν το σούρουπο στην πλατεία με την Ελπίδα, τον Στέλιο και τον Σάκη. Είχαν σκοπό να ανεβούν στη Μεγάλη Σπηλιά. Τον τελευταίο καιρό, είχαν ακουστεί διάφορα για ένα άγριο ζώο που κατασπάραζε τα πρόβατα και τις κότες των ντόπιων, μα τα παιδιά δε φοβόντουσαν. Τίποτα δε θα τους σταματούσε. Έπρεπε να κάνουν την τελευταία τους Συγκέντρωση. Ήταν αναγκαίο.

       Βγήκαν από το χωριό προσέχοντας μην τους πάρει κανείς χαμπάρι. Ανέβηκαν το ύψωμα με τα έλατα και πέρασαν με προσοχή το βαθύ ρυάκι με το κρύο νερό. Από εκεί, είδαν το άνοιγμα της σπηλιάς να χάσκει σαν πέτρινο στόμα. 

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςWhere stories live. Discover now