2. Ένας Απρόσμενος Επισκέπτης

534 36 6
                                    

      «Τρία τσίζμπερκερ και μία πατάτες, παρακαλώ».

       Ακούγοντας τη μονότονη φωνή από τα μεγάφωνα, ο Μπιλ ξεκίνησε να ετοιμάζει την παραγγελία με μηχανικές, ακριβείς κινήσεις, ακριβώς όπως θα έκανε ένα καλοσχεδιασμένο ρομπότ. Παλιότερα, ως πελάτης, ο Μπιλ θαύμαζε τους υπαλλήλους στα φαστφουντάδικα που δούλευαν τόσο γρήγορα, εκτελώντας πολλές εντολές ταυτόχρονα. Μετά από τρεις μήνες δουλειάς όμως σε ένα τέτοιο μαγαζί στο κέντρο του Αμαρουσίου, τα χέρια του Μπιλ έκαναν μαγικά.

       Αυτοί οι τρεις μήνες στο μαγαζί ήταν επίσης αρκετός χρόνος για να πειστεί να μη ξαναφάει σε φαστφουντάδικο. Το λάδι που τηγανίζονταν οι πατάτες έμενε στη φριτέζα για εβδομάδες, τα ψωμάκια ήταν άγνωστης προέλευσης και όσο για το κρέας, ο Μπιλ υπέθετε ότι βρισκόταν στην κατάψυξη από την ημερομηνία ίδρυσης της αλυσίδας του φαστφουντάδικου. Είχε δει πολλές φορές να πέφτουν από τα χέρια συναδέλφων του μπιφτέκια ή πατάτες στο πάτωμα και με θρησκευτική ευλάβεια να τα τοποθετούν στα πακέτα που ήταν έτοιμοι να παραδώσουν για σερβίρισμα. Ο ίδιος ποτέ δε είχε σκεφτεί να κάνει κάτι τέτοιο. «Δεν είσαι κάφρος, λοιπόν» του έλεγε η Μαρία.

       Η Μαρία... Δεν την έβγαζε από το μυαλό του, δεν τη χωρούσε η καρδιά του. Δεν ήταν μόνο επειδή ήταν μαζί τρία χρόνια και ταίριαζαν τόσο πολύ σε όλους τους τομείς. Ήταν κυρίως διότι η Μαρία ήταν η πρώτη γυναίκα που θα μπορούσε να φανταστεί ο Μπιλ να περνάει την υπόλοιπη ζωή του μαζί της. Όσο θυμόταν τον εαυτό του, από παιδί κιόλας που έβλεπε τους γονείς του να τσακώνονται συχνά και με αγριότητα, ο Μπιλ θεωρούσε τον γάμο ως τον ορισμό της αιώνιας φυλακής. Μια επίγεια κόλαση, με καυγάδες και ατελείωτες πίκρες, την οποία εκούσια επέλεγαν οι περισσότεροι. Είκοσι έξι ετών τώρα όμως, με την Μαρία δίπλα του τόσο καιρό, άρχισε να το βλέπει διαφορετικά το θέμα.

      Όχι πως δεν είχε και αυτή τις παραξενιές της. «Θα βρεις επιτέλους μια σοβαρή δουλειά;» του πετούσε πού και πού από όταν έπιασε ο Μπιλ τη δουλειά στο φαστφουντάδικο. Η κοπέλα είχε κάποιο δίκιο και το αναγνώριζε κι ο ίδιος. Ο Μπιλ πάντα έβρισκε δουλειές που του πρόσφεραν χρήματα ίσα - ίσα για να συντηρήσουν τον ίδιο, δουλειές που δεν του άρεσαν πραγματικά. Δεν έπαιρνε κανένα ρίσκο και ήταν ευθυνόφοβος σαν στενόμυαλος στρατιωτικός. Αλλά αυτό έπρεπε να αλλάξει σύντομα.

       Ο Μπιλ και η Μαρία είχαν σκοπό να συζήσουν. Εκείνη τελείωνε τη σχολή της, βρισκόταν στο τελευταίο έτος του Παιδαγωγικού Τμήματος δημοτικής εκπαίδευσης στην Αθήνα, σε αντίθεση με τον Μπιλ που παράτησε το σχολείο στην τρίτη Λυκείου για να δουλέψει σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων. Το ζευγάρι θα πλήρωνε το ενοίκιο με τα λεφτά που έβγαζε ο Μπιλ από το «εστιατόριο του θανάτου» (όπως χαρακτήριζε η Μαρία το φαστφουντάδικο) σε συνδυασμό με το δικό της πενιχρό μισθό που έπαιρνε από το μπαρ, έως ότου θα διοριζόταν η κοπέλα σε κάποιο σχολείο.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα