1. Διπλό Γεύμα

1K 52 7
                                    


      Ο Γιώργος κοίταξε πάλι το ρολόι του. Oι δείκτες είχαν κολλήσει στις δέκα και τέταρτο. Πού στο διάβολο είναι αυτή η κοπέλα; σκέφτηκε καθώς βημάτιζε γύρω από το ψηλό πεύκο. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και άρχισε να φοβάται ότι η Μαρίνα είχε χαθεί στο δάσος. Το αγόρι βρισκόταν σε ένα φεγγαρόλουστο ξέφωτο. Το ψηλό πεύκο δίπλα του και δυο - τρεις διάσπαρτοι θάμνοι είχαν ξεφυτρώσει σαν μοναχικές τρίχες σε εκείνη την πλατιά φαλάκρα του δάσους.

     Όχι, δεν γίνεται να χάθηκε. Τόσες φορές έχουμε συναντηθεί εδώ. Και με κλειστά μάτια θα έβρισκε το δρόμο.

     Το δάσος Συγγρού κάλυπτε αρκετά στρέμματα και θα μπορούσε κανείς να χαθεί σε πολλά σημεία του λόγω της πυκνής βλάστησης. Το δάσος ήταν ένας από τους ελάχιστους πνεύμονες της πυκνοκατοικημένης Αττικής. Για τον Γιώργο ήταν απλώς άλλο ένα εκνευριστικό μέρος. Ήταν είκοσι λεπτά περπάτημα από το σπίτι του και οι αγκαθωτοί θάμνοι είχαν χαράξει αρκετές αναμνηστικές γρατζουνιές στα πόδια του. Είχε προτείνει στην κοπέλα του να αλλάξουν το μυστικό μέρος συνάντησης. Είχαν την επιλογή να βγουν σε κάποιο μαγαζί στο Μαρούσι ή να κάτσουν σε κάποια από τις πολλές πλακόστρωτες πλατείες, όπως τα υπόλοιπα φυσιολογικά ζευγάρια. Η Μαρίνα είχε έτοιμες τις ίδιες απαντήσεις: «Μα είναι τόσο ρομαντικά», «Εκεί ήταν το πρώτο μας ραντεβού» ή «Εκεί δε θα μας πετύχει ποτέ ο πατέρας μου». Ο Γιώργος δεν έδινε δεκάρα για το αν ήταν ρομαντικά ή όχι (αν και τον ένοιαζε αν θα έτρωγε ξύλο από τον αυταρχικό, πουριτανό πατέρα της κοπέλας) και ήθελε να τελειώνει με την «Υπόθεση Μαρίνα» σύντομα, με την πρόφαση ότι πλησίαζαν οι πανελλήνιες και δεν είχε χρόνο για ρομάντζα.

     Όχι ότι προλάβαινε να διαβάσει κάτι στο σημείο που είχαν φτάσει τα πράγματα. Ολόκληρη τη χρονιά ο Γιώργος χαζολογούσε πάνω από ανοιγμένα βιβλία, σαν μικρό παιδί που γυροφέρνει τις φακές του και πάντα ασχολείται με κάτι άλλο για να αποφύγει την επόμενη εμετική μπουκιά. Έβρισκε πάντα τρόπο να καθησυχάζει τον εαυτό του. Από βδομάδα αρχίζω διάβασμα, σκεφτόταν. Φυσικά η εβδομάδα αυτή δεν ερχόταν ποτέ.

     Προς το παρόν, ο Γιώργος έχανε τον χρόνο του, περιμένοντας την Μαρίνα, δίπλα από αυτόν τον αναθεματισμένο βράχο, σε τούτο το ηλίθιο ξέφωτο, αυτού του εκνευριστικού δάσους. Ο αληθινός λόγος που θα τη χώριζε ήταν ότι είχε αρχίσει να διαφαίνεται νέο φως στον ορίζοντα. Η Τζένη ήταν συμμαθήτριά του κι ο Γιώργος πρόσεξε πόσο όμορφη ήταν πριν από λίγες μέρες, όταν η κοπέλα άρχισε να του ρίχνει βλέμματα γεμάτα νόημα.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα