Κεφάλαιο 1

109 2 0
                                    


        Άλλη μια μέρα είχε ξημερώσει και η Χριστίνα είχε ξυπνήσει από τις 11:00, μιας και μόλις πριν από δυο βδομάδες είχαν τελειώσει οι εξετάσεις της 3ης γυμνασίου και πια μπορούσε να απολαμβάνει τον ύπνο της χωρίς να την ξυπνάει το ξυπνητήρι από τις 6:00. Οι γονείς της ήταν στην δουλειά, αυτό σήμαινε πως ήταν ελεύθερη να κάθεται με τις ώρες να βλέπει τηλεόραση χωρίς να έχει πάνω από το κεφάλι της την μητέρα της και να της λέει να κάνει καμιά δουλειά του σπιτιού (γιατί η Χριστίνα είναι 'λίγο' τεμπέλα). Κάθησε και είδε 4 επεισόδια από την αγαπημένη της σειρά μέχρι που βαρέθηκε και είπε να πάρει έναν υπνάκο.

      Ο Νίκος, από την άλλη, εκείνη την μέρα είχε  ξυπνήσει από τις 9:00 για να παίξει στο PS4 Call of Duty με τον ξάδερφο του, τον Ηλία. Όμως κάτι έτυχε στον Ηλία και δεν μπορούσε να πάει, οπότε ο Νίκος δεν είχε άλλη επιλογή από το να παίξει μόνος του. Οι γονείς του έλειπαν κι αυτοί, είχαν πάει στην δουλειά. Το προτειμούσε να λείπουν οι γονείς του ώστε να κάθεται να παίζει PS4 ανενόχλητος.

      Κατά τις 16:00 η Χριστίνα είχε ξυπνήσει και επειδή δεν είχαν έρθει ακόμα οι γονείς της, είπε να πάει για μια βόλτα στο δάσος, όπου βρισκόταν 200 μ. μακριά από το σπίτι της. Της άρεσε να πηγαίνει εκεί διότι σε εκείνο το δάσος πήγαινε βόλτες με την κολλητή της. Δυστηχώς πριν από δύο χρόνια η φίλη της είχε μετακομίσει στην Γερμανία και από τότε δεν έχουν ξαναμιλήσει. Όταν έφτασε στο δάσος, ακολούθησε το γνωστό μονοπάτι οπου πήγαινε κάθε φορά, ώστε να μην χαθεί. Καθώς προχωρούσε μέσα στο δάσος είδε κάτι που δεν είχε ξαναδεί, όχι επειδή δεν το είχε παρατηρήσει, αλλά επειδή δεν υπήρχε ποτέ κάτι τέτοιο σε εκείνο το σημείο. Ήταν ένα σπίτι ή μάλλον μια καλύβα, φτιαγμένη από ξύλο... Φαινόταν παλιό και εγκαταλελημένο, όμως η Χριστίνα ήξερε ότι αυτό το σπίτι δεν υπήρχε πρίν. Μετά από λίγο, αποφάσισε να μπει, παρόλο που εσθανόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Άνοιξε την πόρτα σιγά-σιγά ώστε να δει το σπίτι. "Π-παρακαλώ; Είναι κανείς εδώ;" ρώτησε, χωρίς όμως καμία απάντηση. "Εγώ μια φορά ρώτησα..." και μπαίνει μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα έπιπλα του σπιτιού έμοιαζαν παλιά και λίγο φθαρμένα από τον χρόνο. Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, μόνο κάτι κεριά και αυτά σβησμένα. Με δυσκολία έβλεπε κανείς, όμως φαινόταν μια λάμψη να έρχεται από το υπόγειο. Η Χριστίνα πήγε στο υπόγειο για να δει από τι προερχόταν το φως. Κατέβηκε τις σκάλες και έφτασε στην είσοδο του υπογείου. "Τι....στο...καλο...;" είπε καθώς δεν πίστευε στα μάτια της. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο βιβλιοθήκες και στο βάθος βρισκόταν μια πύλη, από την οποία προερχόταν το φως. "Μια πύλη...Μα πώς γίνεται αυτό;" αναρωτιόταν η Χριστίνα καθώς ακόμη δεν πίστευε τι έβλεπαν τα μάτια της. Εκείνη την στιγμή από έξω ακούστικαν ουρλιαχτά λύκων, πράγμα παράξενο διότι σε εκείνο το δάσος δεν βρίσκονταν λύκοι. Βγαίνει έξω και βλέπει δυο λύκους να την κοιτάνε γριλίζοντας, σαν να ήθελαν να προστατέψουν εκείνο το σπίτι. Η Χριστίνα είχε πανικοβληθεί, γιατί δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να αντιδράσει. Ξαφνικά οι λύκοι τρέχουν επάνω της για να επιτεθούν. Τότε η Χριστίνα άρχισε να τρέχει για να σωθεί, πήγαινε προς την πόλη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όμως οι λύκοι ήταν γρήγοροι και σχεδόν την είχαν φτάσει. Λίγα μέτρα έμεναν μέχρι να φτάσει στο τέλος του δάσους και οι λύκοι ίσα- ίσα την είχαν φτάσει. Μόλις έφτασε στο τέλος του δάσους έγινε το πιο περίεργο πράγμα. Οι λύκοι σταμάτησαν ακριβώς στα όρια του δάσους και μετά εξαφανίστηκαν. Η Χριστίνα σκεφτόταν τι στην ευχή μόλις έγινε και απλά πήγε στο σπίτι της.



Ελπίζω να σας άρεσε, είναι η πρώτη ιστορία που κάνω :)

Η πύληWhere stories live. Discover now