Κεφάλαιο 07- Προβλήματα μέρος 2

27 1 0
                                    

Ο Λίαμ ενώ κατευθυνόταν προς την έπαυλη του Τζέισον ένιωσε παράξενα, δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του αλλά λειτουργούσε βάση των βαθύτερων του επιθυμιών του. Έτσι έβγαλε το κινητό του και αφού βρήκε τον αριθμό της Λόρα πάτησε κλήση. Το κινητό της Λόρα άρχισε να χτυπά, ήταν ο Λίαμ. Η Λόρα μόλις είδε το όνομα του Λίαμ στο κινητό της παραξενεύτηκε, το σήκωσε και είπε "τις θέλεις Λίαμ; Συμβαίνει κάτι;". "Σου ζήτω συγνώμη που έφυγα τόσο απότομα εκείνη την μέρα αλλά ήμουν εκτός ελέγχου και μετά με φίλησες δεν ήθελα να νομίζεις πως εκμεταλλεύτηκα την στιγμή. Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να σκεφτώ αυτό που συνέβει μεταξύ μας, θέλω να είμαι σίγουρος για τα συναισθήματα που νιώθω για σένα και ότι δεν είναι ένας απλός ενθουσιασμός" είπε ο Λίαμ. "Λίαμ, πραγματικά δεν ήξερα ότι νιώθεις έτσι για μένα νόμιζα ότι είχες φρικάρει. Πρέπει να βρεθούμε να συζητήσουμε" είπε η Λόρα. "Ναι πρέπει, απλώς όχι τώρα επειδή πηγαίνω να βρω τον Τζέισον" είπε ο Λίαμ και έκλεισε το κινητό του. Ο Λίαμ κοίταξε τριγύρω για να δει ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσει. Το μέρος όπου τώρα βρισκόταν του φαινόταν άγνωστο ήταν περικυκλωμένος από ψηλές βελανιδιές. Κοιτούσε ολόγυρα σαν ένα πεντάχρονο αγοράκι που είχε χαθεί. Ενώ στριφογυρνούσε γύρω από τον εαυτό του σε μια στιγμή είδε μια γυναικεία φιγούρα να κινείτε ανάμεσα στα δέντρα. Σταμάτησε να στριφογυρνά και άρχισε να ακολουθεί την φιγούρα ανάμεσα στα δέντρα. Όσο ο Λίαμ αύξανε την ταχύτητα του για να την φτάσει άλλο τόσο και εκείνη αύξανε την δικιά της. Καθώς ο Λίαμ έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να φτάσει την γυναίκα, δεν είδε ένα κλωνάρι από μια βελανίδια και το πόδι του σκάλωσε σε αυτό. Χωρίς να το καταλάβει σε μια στιγμή όλο του σώμα τραβήχτηκε πίσω και προσγειώθηκε με το πρόσωπο στο έδαφος. Το έδαφος ήταν σκληρό σαν την άσφαλτο του δρόμου το πρόσωπο του γέμισε χώμα. Σηκώνοντας το εαυτό του από το έδαφος διαπίστωσε πως είχε χτυπήσει το πόδι του, κατακόκκινο αίμα κυλούσε πάνω στο σκονισμένο από το χώμα πόδι του. Αυτό όμως δεν το σταμάτησε, ο Λίαμ συνέχισε να περπατά λίγα βήματα πιο πέρα το τοπίο άλλαξε όμως του φαινόταν οικείο. Το μέρος του φαινόταν οικείο επειδή είχε ξανάρθει "η βίλα του Τζέισον" φώναξε κοιτώντας καλυτερα. Η γυναίκα στέκονταν εκεί στα σκαλοπάτια της εισόδου, αντικρίζοντας την ο Λίαμ χαμηλώνει το βλέμμα του, ήξερε ποια ήταν είχαν ξανασυναντηθεί. Η μέδουσα δεν είπε κουβέντα στεκόταν εκεί και γελούσε σαρδόνια. Ο Λίαμ προσπαθούσε με όλο του το είναι να μην σηκώσει το κεφάλι του. Στην αρχή τα κατάφερνε έπειτα όμως άκουσε την μέδουσα να πλησιάζει και τρομοκρατήθηκε, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του και ύψωσε το βλέμμα του. Η μεδουσα δεν ήταν εκεί είχε εξαφανιστεί κοίταξε τριγύρω μα πουθενά. Πίσω από το παράθυρο την είδε να κατευθύνεται προς το σαλόνι του Τζέισον. Ενστικτωδώς ο Λίαμ έτρεξε με όλη του την δύναμη για να προειδοποιήσει τον Τζέισον. Ο Λίαμ έτρεχε στο στενό πέτρινο διάδρομο του Τζέισον που του φαινόταν ατελείωτος. Όταν έφτασε στο σαλόνι είδε τον Τζέισον να έχει μετατραπεί σε πέτρα, ο φόβος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπο του Τζέισον λες και κάποιος άριστος τεχνίτης το είχε σκαλίσει με ιδιαίτερη προσοχή. Γύρισε το κεφάλι του ψάχνοντας την μέδουσα σε όλο το δωμάτιο αλλά δεν ήταν πουθενά. Έπεσε στα γόνατα και από τα μάτια του άρχισαν να κυλούν δάκρυα. "Τζέισον, φίλε μου σε παρακαλώ ξύπνα. Τώρα καταλαβαίνω. Σε έχω συγχωρέσει πραγματικά δεν με νοιάζει τι έκανες στους γονείς μου ή σε μένα ή τι λένε οι υπόλοιποι για σένα, εγώ σε θεωρώ φίλο είσαι ο μόνος που μπορώ να εμπιστευτώ, να εκφραστώ, να πω πως νιώθω πραγματικά. Δεν ξέρω τι να κάνω χωρίς εσένα. Τζέισον σε παρακαλώ μην φύγεις" είπε κλαίγοντας ο Λίαμ με λυγμούς. Ο Λίαμ από τον θυμό του σηκώθηκε πάνω έσφιξε τα χέρια του γροθιές και άρχισε να φλέγεται τα μάτια του λαμπύριζαν ένα βάθυ πράσινο χρώμα. Ελευθέρωσε απότομα τα χέρια του και φλόγες άρχισαν να εκτοξεύονται από αυτά ανεξέλεγκτα προς όλες τις κατευθύνσεις. "Εμφανίσου μέδουσα, δεν μπορείς να κρύβεσαι για πάντα" φώναξε ο Λίαμ. "Πολύ καλά Λίαμ, αλλά θέλω να με κοιτάς στα μάτια" είπε εκείνη και από το πουθενά εμφανίζεται δίπλα στο πετρωμένο σώμα του Τζέισον. Ο Λίαμ την κοιτά στα μάτια χωρίς να επηρεάζεται. Τα μάτια της είχαν ένα μωβ χρώμα όπως αυτό του αμέθυστου. Ο Λίαμ παραξενεύτηκε που τόση ώρα που την κοιτούσε κατάματα δεν είχε γίνει πέτρα. Η μέδουσα θύμωσε και σηκώνει το χέρι της με δύναμη και σπάει σε χίλια κομμάτια τον μεταμορφωμένο σε άγαλμα Τζέισον. "Όχιιιι...... Τί έκανες μέδουσα; Θα πληρώσεις για αυτό που έκανες στο υπόσχομαι" είπε ο Λίαμ εκνευρισμένος. "Έκανα αυτό που θεώρησα σωστό, εφόσον μπορείς να με κοιτάς χωρίς να γίνεσαι πέτρα, θέλω κάτι ως αντάλλαγμα, και αυτό είναι η απόλαυση να σου στερήσω αυτόν εδώ τον βρυκόλακα που τόσο νοιάζεσαι και αγαπάς" είπε και χαμογέλασε γεμάτη μοχθηρία και κακία. Ο Λίαμ εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο με την κίνηση της μέδουσας που ήταν ασυγκράτητος. Σήκωσε τις παλάμες στο ύψος του θώρακα του και με όλη του την ισχύ έσπρωξε μπροστά έτσι που τα χέρια του ήταν σε ευθεία με τον θώρακα του. Από αυτόν έφυγε ένα τεράστιο ευθεία κύμα φωτιάς με στόχο την μέδουσα.

Void DestinationWhere stories live. Discover now