Κεφάλαιο 01- Η επιστροφή

79 8 0
                                    

Ο Λίαμ οδηγώντας ένα λευκό Audi TT, φτάνει έξω από το Βόρντ Χιλς. Σταματάει το αυτοκίνητο ανοίγει την πόρτα και κατεβαίνει. Δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από την θέα της πόλης. Δεν ηταν η ίδια όπως την θυμόταν, το μέρος όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε δεν υπήρχε πια. Είχε αντικατασταθεί με μια μεγάλη πόλη γεμάτο πολυκατοικίες εκτός από αυτό είχε την διπλάσια έκταση από αυτήν που είχε πριν 16 χρόνια. Ο Λίαμ μπορεί να έβλεπε μια διαφορετική όμως ένιωθε όπως και τότε, μπορούσε να αισθανθεί πως αυτή ήταν η πόλη του. Πήρε μια βαθιά ανάσα, μπήκε στο αυτοκίνητο και συνέχισε προς την πόλη. Καθώς προχωρούσε αργά με το Audi του παρατήρησε πως υπήρχαν άνθρωποι που δεν γνώριζε, όχι μόνο νέους αλλά και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, όπου και αν κοιτούσε έβλεπε άγνωστους, δεν υπήρχε κανένας από τους ανθρώπους που ήξερε. Ο Λίαμ συνέχισε μέχρι το τέλος του δρόμου, εκεί βρισκόταν ένα μοτέλ. Μπήκε μέσα και είπε "καλησπέρα, θα ήθελα ένα δωμάτιο". "Καλησπέρα κύριε, έχω ένα δωμάτιο όμως είναι για δύο άτομα δεν ξέρω αν σας βολεύει" είπε η κοπέλα που στην υποδοχή. "Δεν υπάρχει πρόβλημα, θα το πάρω" είπε ο Λίαμ. Μόλις κοίταξε την κοπέλα στα μάτια του έπεσαν τα κλειδιά του Audi. Η κοπέλα του χαμογέλασε και είπε "Σου έπεσαν τα κλείδια...". "Α, ναι με συγχωρείς" σκύβει να τα μαζέψει και λέει "Με λένε Λίαμ, Λίαμ Πέιτον" και απλώνει το χέρι του. "Λόρα Όλσεν, χάρηκα Λίαμ" είπε εκείνη σφίγγοντας το χέρι του. Η Λόρα του δίνει το κλειδί του δωματίου και του λέει "Είναι το δωμάτιο 17". "Σ' ευχαριστώ Λόρα" παίρνει την βαλίτσα του και πηγαίνει στο δωμάτιο του. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα, ακούστηκαν δύο 'κλακ' και η πόρτα άνοιξε. Ο Λίαμ άνοιξε το φως που βρισκόταν στα δεξιά του, πέταξε την βαλίτσα του επάνω στο κρεβάτι και πήγε να κάνει ένα γρήγορο ντουζ. Ο Λίαμ το γύρισε στο καυτό και το άνοιξε, το καυτό νερό ολισθαίνει στο γυμνασμένο του κορμί χωρίς να τον ενοχλεί.

~Flashback~ 16 χρόνια πριν (2000)

"Μαμά, μαμά δες ο μπαμπάς μου πήρε ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ από τον αγώνα" είπε ενθουσιασμένος ο Λίαμ στη μητέρα του. Ο πατέρας του Λίαμ έκλεισε την εξώπορτα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα όπου ήταν ήδη ο Λίαμ και η μητέρα του. Ο Νικ ο πατέρας του Λίαμ, αγκάλιασε την γυναίκα του Κέιτ και εκείνη είπε "Νικ γιατί του πήρες μπαστούνι είναι μόνο 11 ετών, μπορεί να χτυπήσει". "Αγάπη μου μην φοβάσαι θα εξασκόμαστε μόνο τα απογεύματα. Θα του μάθω το άθλημα που είναι οικογενειακή παράδοση, μπορεί στο γυμνάσιο να θέλει να μπει στην ομάδα του μπέιζμπολ τουλάχιστον να είναι προετοιμασμένος" είπε ο Νικ και έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στην Κέιτ. "Εντάξει Νικ αλλά να προσέχετε. Πάτε έξω να προπονηθήτε μην πετάξετε την μπάλα και σπάσετε κανένα βάζο. θα σας φωνάξω όταν είναι έτοιμο το φαγητό" είπε η Κέιτ. Ο Νικ πήρε τον Λίαμ και βγήκαν έξω. Ο Νικ πετούσε την μπάλα στον Λίαμ και εκείνος την χτυπούσε με το μπαστούνι. Κάποια στιγμή ενώ ο Νικ πέταξε την μπάλα ο Λίαμ την χτύπησε στραβά και πετάχτηκε στο πεζοδρόμιο. Αμέσως ο μικρός Λίαμ έτρεξε να την φέρει. Η μπάλα είχε σταματήσει στα πόδια ενός άνδρα. Ο Λίαμ σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε τον Τζέισον, τότε δεν ήξερε ποιος ήταν. Ο Τζέισον σκύβει, πιάνει την μπάλα και του την δίνει με έναν επιδέξιο τρόπο, αλλά πριν του την δώσει τον ρωτά "πως σε λένε μικρέ;". "Λι,Λίαμ" απαντάει δυστακτικά ο μικρός Λίαμ. "Ορίστε η μπάλα σου Λίαμ" είπε ο Τζέισον απλώνοντας τα χέρια του με την μπάλα στο ύψος του Λίαμ για να του την δώσει. Ο Νικ πηγαίνοντας κοντά φώναζει στον Λίαμ "Λίαμ πάρε την μπάλα και έλα εδώ". Ο Λίαμ υπακούει, μέχρι ο Λίαμ να φτάσει στην αγκαλιά του πατέρα του,ο Νικ με τον Τζέισον κοιτάζονται στα μάτια. Ο Νικ σκύβει και αγκαλιάζει τον γιο του. Μόλις σηκώνονται ο Τζέισον δεν ήταν εκεί.
Την ίδια μέρα στις 10:00 το βράδυ η Κέιτ βάζει για ύπνο τον Λίαμ. Έπειτα αυτή πάει στην κρεβατοκάμαρα της όπου την περιμένει ξύπνιος ο Νικ. Λίγα λέπτα αργότερα ο Λίαμ ακούει ουρλιαχτά. Σηκώνεται από το κρεβάτι του και ακολουθεί τον ήχο των ουρλιαχτώνπου οδηγούν στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του. Ο μικρός τρομοκρατημένος Λίαμ βλέπει από την μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας τον Τζέισον να έχει μεγάλους και κοφτερούς κυνόδοντες, τα μάτια του είχαν γίνει μαύρα και οι κόρες των ματιών του κόκκινες. Ο Λίαμ βλέπει τον Τζέισον να γυρνάει το κεφάλι της μητέρας του 180 μοίρες έτσι που το σβέρκο της Κέιτ σπάει και σωριάζεται στο πάτωμα σαν να ήταν ένα άψυχο αντικείμενο. Ο Νικ έγειρε κοντά της και είπε στον Τζέισον γεμάτος θυμό και οργή για αυτόν. Ωστόσο ήταν συντετριμμένος από τον μόλις θάνατο της γυναίκας του. "Δεν κατέχω κανένα τέτοιο αντικείμενο" είπε ο Νικ γεμάτος πόνο  θλίψη αλλά και μίσος για τον Τζέισον. Ο Τζείσον εξοργισμένος είπε "δεν ξέρω γιατί ακόμα αρνήσε να μου πεις που είναι". Ο Λίαμ συνέχιζε να βλέπει από την μισάνοιχτη πόρτα όταν ο Τζέισον απλώνει με δύναμη το χέρι του προς το στήθος του Νικ και αστραπιαία τα νύχια τρυπούν την ανθρώπινη σάρκα του Νικ "αααα...ααα" ακούστηκε ενώ ξεψύχησε ο Νικ. Ο Νικ δεν μπόρεσε να κρατηθεί στην θέα των θανάτων των γονιών του και έβγαλε μια κραυγή θλίψης, ο Τζέισον αμέσως έστριψε το κεφάλι του προς την πόρτα όπου και είδε τον μικρό Λίαμ τρομοκρατημένο να παρακολουθεί. Του χάρισε ένα υποχθόνιο χαμόγελο και αφού του έδειξε τους κοφτερούς κυνόδοντες του εξαφανίστηκε στιγμιαία πηδώντας από το παράθυρο. Ο Λίαμ δεν έκανε καμία κίνηση έμεινε εκεί σαν άγαλμα ώσπου μετά από μερικά λεπτά το σπίτι παραδόθηκε στις φλόγες.

~Τέλος Flashback~

Το καυτό νερό συνέχιζε να κυλά πάνω σε όλο το γυμνό κορμί του όταν ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα 'τακ-τακ'.

Void DestinationWhere stories live. Discover now