Chapter nineteen

427 99 12
                                    

Συναντήθηκαν.

Τα σώματα τους ενώθηκαν και πάλι.

Ένιωθε τόσο φτηνή.

Αλλά το χρειαζόταν.

Δεν κράτησε πολύ η συντροφιά του, μόλις αποκοιμήθηκε, η Amelia έφυγε.

Προχωρούσε μέσα στο βράδυ σαν χαμένη.

Έκλαιγε και περπατούσε με γρήγορα βήματα χωρίς να βλέπει μπροστά της.

Ο κόσμος την κοιτούσε παράξενα μα δεν την ένοιαζε.

Ξαφνικά, κάποιος φώναξε το όνομα της.

Δεν γύρισε να κοιταξει, δεν ήθελε.

Την πρόφτασε και της άρπαξε το χέρι.

Τον κοιταξε, και μόνο τότε κατάλαβε το ποσό όμορφος ηταν.

Τα μαύρα του μαλλιά και τα κάστανα του μάτια έμοιαζαν πιο όμορφα μέσα στο σκοτάδι.

"Amelia τι επαθες;"

Ενδιαφέρον.

Διέκρινε το ενδιαφέρον του.

"Τίποτα Dylan, είμαι καλά, μην ανησυχείς."

Ψέμα.

"Δεν είσαι καλά. Τέλος πάντων, άσε με να σε πάω τουλάχιστον σπιτι. Είναι επικίνδυνο να είσαι έξω μόνη σου τέτοια ώρα."

Τόσο γλυκός.

Δεν μπορούσε να πει όχι σε αυτά τα μάτια.

Έτσι και αλλιώς, ήταν από τους λίγους ανθρώπους που έδειχναν το ενδιαφέρον τους για αυτήν.

"Ναι, εντάξει."

Την πήγε σπίτι.

Δεν μίλησαν στην διαδρομη.

Ήταν και οι δύο χαμένοι στις σκέψεις τους.

Ο Dylan της έδινε ελπίδα.

Πίστευε πως ίσως θα μπορούσε να την σώσει.

Πίστευε πως ήταν το εισιτήριο της για μία όμορφη ζωή.

Όμως δεν πρέπει πότε να περιμένουμε μεγάλα πράγματα από τους ανθρώπους.

Δεν πρέπει ποτέ να εναποθέτουμε σε αυτους όλες μας τις ελπίδες.

Γιατί ακόμα και οι καλύτεροι άνθρωποι, σε πληγώνουν. Αυτοί που δεν το κάνουν από πρόθεση. Αυτοί σε πληγώνουν βαθιά.

Demons~CompletedUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum