13. Φοίνιξ

93 3 0
                                    

Ήταν μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα. Το δάσος ήταν τελείως σιωπηλό, κανένας ήχος ή κίνηση δε διαπερνούσε τα δένδρα. Υπήρχε ένα μικρό αεράκι που φυσούσε και χαμήλωνε τη θερμοκρασία με το λεπτό. Ο Φοίνιξ έτριξε τα δόντια του και έδεσε το παλτό του πιο σφιχτά. Το δάσος ήτανε σκοτεινό, με το φως του φεγγαριού να φωτίζει το δρόμο του. Η ενισχυμένη του όραση τον βοήθησε να βρει το δρόμο. Ήταν κοντά τώρα. Μπορούσε να μυρίσει το αίμα. Σύντομα, θα έβρισκε αυτό που έψαχνε. Και τότε το αίμα θα έτρεχε ποτάμι.

«Θα κάνεις πιο γρήγορα καμία ώρα; Δεν έχουμε όλη τη μέρα ξέρεις. Αν ο μπαμπάς μου μας πιάσει εδώ, θα είμαι τιμωρημένη για ένα μήνα.»

Η ανάμνηση ήρθε από το πουθενά. Ο Φοίνιξ προσπάθησε να κλείσει την πόρτα του παρελθόντος αλλά απέτυχε ούτως ή άλλως.

Περπατούσαν μέσα σε ένα στενό διάδρομο. Δεν έκαναν κανέναν ήχο. Δεν της άρεσε να την ενοχλούν. Όχι εδώ, όπου μπορούσε να νιώσει το παρελθόν να ζωντανεύει ολόγυρά της. Η Τζακλίν πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τη φαντασία της να τρέξει ελεύθερη, προσπάθησε να φανταστεί πως ήταν να ζει κάποιος εδώ όταν το μέρος έσφυζε από ζωή πριν γίνουν όλα σκόνη, σε μια εποχή που είχε από καιρό ξεχαστεί. Ένα ξαφνικό χτύπημα έσπασε τη σιωπή και η Τζακλίν γύρισε απότομα. Ο Φοίνιξ ήταν πεσμένος στο έδαφος κρατώντας το πόδι του, δίπλα του ήταν μια μεγάλη γκρι πέτρα.

«Δεν βλέπεις που πηγαίνεις;» ξέσπασε. «Αυτό θα μπορούσε να ήταν κάτι ανεκτίμητο ξέρεις και εσύ θα μπορούσες να το έχεις καταστρέψει.»

«Αυτό σε νοιάζει μόνο; Παλιές πέτρες... και βράχοι;» είπε πετώντας την πέτρα παραπέρα, κλαψουρίζοντας. «Το πόδι μου πονάει.»

«Τότε θα έπρεπε να ήσουν πιο προσεκτικός. Δεν έμαθες τίποτα απ' τον πατέρα σου; Σταμάτα να κάνεις σαν μωρό και προχώρα, θέλω να δω εκείνη την αίθουσα πριν φύγουμε. Και δεν φεύγω αν δεν τη δω. Τώρα, κουνήσου!» Η Τζακλίν του γύρισε την πλάτη και συνέχισε να προχωράει.

Ο Φοίνιξ σκούπισε τα δάκρυά του και σηκώθηκε, εφαρμόζοντας λίγη πίεση στο πόδι του. Έπεσε ξανά κάτω. «Να πάρει.» έβρισε. Ο Φοίνιξ σήκωσε αργά τα μάτια του για να συναντήσει της Τζακλίν μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι εκείνη είχε ήδη φύγει, έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα στο σκοτάδι. Ένα αίσθημα απόγνωσης γέμισε τη καρδιά του. Ο Φοίνιξ προσπάθησε ξανά να σηκωθεί. Δεν ήταν αδύναμος. Μπορούσε να τα καταφέρει και όλοι θα έβλεπαν πόσο δυνατός ήταν στ' αλήθεια. Τι κι αν ο πατέρας του πίστευε αλλιώς; Στα δικά του τα μάτια πάντα θα ήταν κατώτερος από εκείνη. Η Τζακλίν ήταν καλύτερή του! Ο Φοίνιξ το γνώριζε αυτό, ο πατέρας του του το είχε πει, ω, τόσες φορές. Και είχε δίκαιο. Εκείνη ήταν καλύτερη. Με εκείνα τα διαπεραστικά μπλε μάτια, τα μαλλιά φτιαγμένα από μετάξι και εκείνα τα πόδια, αρκετά δυνατά για να σε στραγγαλίσουν. Πως θα μπορούσε να μην είναι; Ήταν φτιαγμένη από μάρμαρο σαν και εκείνα τα αγάλματα που πάντοτε θαύμαζε. Ήταν η ενσάρκωση της ομορφιάς. Δε μπορούσε να την απογοητεύσει τώρα. Θα της αποδείκνυε ότι ήταν αρκετά δυνατός. Αρκετά δυνατός για να σταθεί δίπλα της και να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση στο πλευρό της. Και, με τη Τζακλίν, ήξερε ότι θα υπήρχαν πολλές. Αυτό το κορίτσι είχε ταλέντο στα μπλεξίματα.

Αναγέννηση (Rising from the ashes: Greek Translation)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα