Κεφάλαιο έκτο

85 6 57
                                    

Ο Αλεξέι έμεινε ξαπλωμένος στην ίδια θέση για πολλή ώρα, ίσως και ώρες. Ήταν αδύνατον να τις μετρήσει. Και κάθε φορά που σκεφτόταν να σηκωθεί και να βγει έξω, έκανε πίσω, γιατί φοβόταν μήπως εκεί τον περίμενε ο Ντουναγιέφσκι, σαν τον γάτο που περιμένει το ποντίκι να ξεμυτίσει απ’ την τρύπα του. Το κυνηγητό τους στο δάσος τον είχε αναστατώσει, και πιο πολύ απ’ όλα ο ήχος που έκαναν οι πυροβολισμοί. Είχε ακούσει πολλές φορές τους συγχωριανούς του να πυροβολάνε στο δάσος, μα του φαινόταν πως κανενός το όπλο δεν έβγαζε τόσο ανατριχιαστικούς, τόσο απειλητικούς κρότους όσο το περίστροφο του Ντουναγιέφσκι, και στη σκέψη πως θα μπορούσε να πεθάνει έτσι, ένιωθε να του ’ρχεται λιποθυμία, ένιωθε όλο του το σώμα να παραλύει και να πέφτει λες κι είχαν ήδη καρφωθεί σφαίρες μέσα του. Όχι, λοιπόν, δεν θα έβγαινε, θα άφηνε το σκοτάδι και την ησυχία που αιωρούνταν μέσα στο εκκλησάκι να τον προστατεύουν για όσο περισσότερο μπορούσε. Δεν θα σκεφτόταν ούτε τους γονείς του ούτε τον Γιούρι, που σίγουρα θα είχαν ανησυχήσει και μπορεί και να τον γύρευαν ήδη.

Άνοιξε τα μάτια του. Μάζεψε στα τυφλά το μουδιασμένο του σώμα, ανακάθισε και κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να συνηθίσει στο σκοτάδι. Απλώνοντας το χέρι δίπλα του άγγιξε το ξύλο των καθισμάτων και στηρίχτηκε για να σηκωθεί. Είχε κάτι το γαλήνιο η απόλυτη σιωπή που επικρατούσε μέσα στο εκκλησάκι, ήταν λες και μέσα του είχε κι εκείνος εξαϋλωθεί, είχε χαθεί τελείως από τον ζωντανό κόσμο έξω, και για μια στιγμή θα μπορούσε να ξεχάσει ακόμα και τον φόβο του και να πιστέψει πως δεν υπήρχε ούτε χωριό, ούτε Ντουναγιέφσκι, ούτε το φέρετρο του νεκρού αγοριού και ο μαύρος καλόγερος. Μετά του ήρθε αμέσως στο μυαλό το πώς τον είχε φωνάξει προηγουμένως ο Ντουναγιέφσκι – Ρομανόφ – κι είχε κάνει όλους του τους ακατανόητους εφιάλτες να φωτιστούν φευγαλέα στο μυαλό του, σαν μια αστραπή που πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια του χωρίς να τη δει κανένας άλλος• μονάχα εκείνος. Ένιωσε μια στιγμιαία ζαλάδα, σαν χτύπημα από σφυρί στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, και στηρίχτηκε ξανά στον κρύο τοίχο. Μπορούσε άραγε αυτό να έχει σχέση μ’ όλα όσα έβλεπε; Μπορούσε να ’ναι το κομμάτι με το οποίο ενώνονταν όλα τα υπόλοιπα κι έβγαζαν νόημα; Όσο πιο πολύ σκεφτόταν όμως και πάλευε να θυμηθεί, τόσο πιο μπερδεμένος και αδύναμος ένιωθε. Όπως πάντα.

Άπλωσε τα χέρια του μπροστά γιατί δεν μπορούσε να δει τίποτα και προχώρησε διστακτικά, με αργά βήματα, μέχρι που το ένα του πόδι μάγκωσε στο πρώτο σκαλοπάτι πριν το τέμπλο. Ανέβηκε και το δεύτερο με προσοχή κι άφησε τα χέρια του να ακουμπήσουν το παλιό, σκαλισμένο ξύλο, που έτριξε ελαφρά. Δεν είχε πάει στην εκκλησία με τους Σιντόροφ πολλές φορές• θυμόταν βέβαια ότι την πρώτη φορά που είχε χτυπήσει και μάτωσε, η κατατρομαγμένη Ναστάσια τον είχε τρέξει στην εκκλησία του χωριού πριν την κλείσουν οι μπολσεβίκοι για να προσευχηθεί στην Παναγία να τον γιατρέψει. Ο Αλεξέι ακούγοντας τις προσευχές της πάνω απ’ το κεφάλι του ηρέμησε λίγο, κι ύστερα από λίγη ώρα εμφανίστηκε ο Ίλια και την έπεισε να τον ξαναφέρει στο σπίτι. Θυμόταν τα χρώματα του ζωγραφισμένου ταβανιού να αστράφτουν έτσι όπως τα κοίταζε τότε, με την ομίχλη του πυρετού στα μάτια, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την παραίσθηση. Θυμόταν τον Παντοκράτορα στον τρούλο να τον κοιτάζει κι εκείνος, μ’ εκείνα τα γεμάτα ήρεμη αυστηρότητα μάτια, τα μάτια ενός πατέρα που μάλωνε από αγάπη κι έγνοια το παιδί του. Και σκέφτηκε τότε πως τα ’χε δει και σε κάποιον άνθρωπο αυτά τα μάτια, κάποιον άντρα, που όμως δεν ήταν ο Ίλια. Θυμόταν και την Παναγία την Βρεφοκρατούσα στο τέμπλο, μαυροφορεμένη, μελαγχολική, με τον μικρό Χριστό στα χέρια της, όπως κρατούσε εκείνον πάνω της η Ναστάσια έχοντας δέσει ένα μαντήλι γύρω απ’ το πόδι του που αιμορραγούσε. Θα μπορούσε να τον είχε αφήσει εκεί, δεν ήταν όμοιο με το δικό της άλλωστε το αίμα του που ’χε βάψει το μαντήλι κατακόκκινο. Δεν ήταν γιος της, δεν είχε βγει απ’ τα σπλάχνα της. Κι όμως, δεν το ’κανε, κι εκείνη έγινε η μέρα που ο Αλεξέι μπόρεσε να την πει πρώτη φορά «μάνα» και να το εννοεί.

Ο Τελευταίος ΠρίγκιπαςWhere stories live. Discover now