Κεφάλαιο πρώτο

102 11 146
                                    

Πέντε χρόνια μετά

Στην επαρχία του Τομπόλσκ* υπήρχε ένα χωριό• ένα χωριό ανάμεσα στα πολλά. Και σ’ αυτό το χωριό υπήρχε, πάλι ανάμεσα στα πολλά, ένα σπίτι. Ένα αγροτόσπιτο, που το κατοικούσε η οικογένεια του Ίλια Σιντόροφ.

Η μικρή ίζμπα** ήτανε χτισμένη σ’ ένα αρκετά όμορφο κι ήσυχο σημείο του σιβηρικού χωριού, μια γειτονιά με λίγα ακόμα παρόμοια ξύλινα σπίτια. Απ’ το παράθυρο του σπιτιού φαινόταν καθαρά το μεγάλο δάσος που δέσποζε ακίνητο κι αμίλητο και σκεπασμένο με χιόνι λίγο μακρύτερα μόνο από το χωριό. Ωστόσο, αν ήθελε κανείς να δει και τη λίμνη με τα παγωμένα νερά που κρυβόταν στο ξέφωτο, ε, τότε θα χρειαζόταν μεγάλη φαντασία. Πάντως σίγουρα ο αγρότης Σιντόροφ κι η οικογένειά του είχαν διαλέξει ένα απ’ τα καλύτερα σημεία στο χωριό για να χτίσουν το σπίτι τους.

Ήτανε ξημερώματα κι αν κανείς πλησίαζε στα παράθυρά τους και τα έτριβε με το χέρι για να ξεθολώσουν από την πάχνη και το κρύο, θα έβλεπε πως όλοι ήταν ήδη στο πόδι από νωρίς. Η ίζμπα ήταν υπερβολικά μικρή για να ζήσει εκεί μέσα μια οικογένεια πέντε ανθρώπων. Τα δωμάτια ήταν τρία όλα κι όλα: το μεγαλύτερο ήταν ο φούρνος με το τραπέζι και στ’ άλλα έπεφταν εδώ οι γονείς κι εκεί τα παιδιά να κοιμηθούν. Ο φούρνος ήτανε το βασίλειο της μάνας, της γυναίκας του Ίλια Σιντόροφ, που ξημεροβραδιαζόταν σχεδόν εκεί. Ο Ίλια πάλι, χαρακτηριστικό δείγμα σιβηριανού αγρότη, σχεδόν δεν έβγαζε τις κόκκινες γαλότσες από τα πόδια του. Άλλοτε ήταν στο δάσος με το κάρο και το γαϊδούρι για ξύλα, άλλοτε στο κοτέτσι κι άλλοτε στο μικροσκοπικό τους κομμάτι γης, όπου κι εκείνος δεν ήξερε τι προσπαθούσε να καλλιεργήσει. Όσο για τα παιδιά του, θα τα πούμε στη συνέχεια, μόλις μεταφερθούμε σ’ ένα από τα δύο υπνοδωμάτια της ίζμπας εκείνο το παγερό ξημέρωμα.

Εκείνο το ξημέρωμα, λοιπόν, βρήκε για πρώτη φορά τον μοναχογιό - αλλά δεν τον λες κι ακριβώς έτσι - του Σιντόροφ, τον Αλεξέι, ξαπλωμένο ακόμα στο κρεβάτι που συνήθως μοιραζόταν με τις δυο αδερφές του. Κοιμόταν και έμοιαζε να χρειάζεται αρκετά τον ύπνο του, αν έκρινε κανείς από το ωχρό του πρόσωπο, στο οποίο πάλευαν θαρρείς να δώσουν λίγη ζωντάνια οι τούφες των καστανοκόκκινων μαλλιών που έπεφταν ατίθασες στο μέτωπό του και πάνω στα μάτια του. Η ανάσα του, βιαστική κι ανήσυχη, φανέρωνε πως κάποιο τρομαχτικό όνειρο τον τυραννούσε. Τα χέρια του έσφιγγαν τη χοντρή μάλλινη κουβέρτα που είχε πλέξει η μάνα του - αλλά δεν τη λες κι ακριβώς έτσι - κι όλο στριφογύριζε στο στρώμα του.

Ο Τελευταίος ΠρίγκιπαςWhere stories live. Discover now