Κεφάλαιο τέταρτο

Start from the beginning
                                    

Καμιά φορά όμως έπιανε τον εαυτό του να αναρωτιέται: λες ανάμεσα σ’ αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους στους οποίους δεν έδινε σημασία να βρίσκονταν προδότες; Λες αυτοί να διέδιδαν τις φήμες που τόσο ανησυχούσαν τον Λένιν; Να αγαπούσαν το χαμένο τους πριγκιπόπουλο και να το ήθελαν ζωντανό; Να ζούσαν ακόμα στον κόσμο των παραμυθιών, όπου υποχρεωτικά υπήρχε πάντα ένας βασιλιάς, μια βασίλισσα και οι γαλαζοαίματοί τους απόγονοι; Γιατί ποιο παραμύθι μιλούσε για εργάτες, για προλετάριους, για χτίστες και σιδηροδρομικούς και καθαριστές; Ακόμα και τα όμορφα ψέματα που μ’ αυτά κοίμιζαν οι γονείς τα παιδιά ήταν δημιούργημα της αριστοκρατίας και των μπουρζουάδων. Πολύ εκνευριζόταν ο Λέο κάθε φορά που ανακάλυπτε στον νέο τους κόσμο ένα νέο ράγισμα, μια λεπτομέρεια που δεν είχαν καταφέρει να κατατροπώσουν, κι όλα αυτά γιατί πιο εύκολα άλλαζε μια χώρα από Τσάρο σε Μπολσεβίκους παρά τα μικρά μυαλά των χαρούμενων Μοσχοβιτών στις ουρές των παντοπωλείων, που δεν έλεγαν να ζήσουν χωρίς πρίγκιπες, παραμύθια και ψέματα δήθεν καλύτερα από τα εργοστάσια, τα κοινόχρηστα διαμερίσματα και τις πορφυρές σημαίες με το σφυροδρέπανο.

«Ζήτω η Επανάσταση, σύντροφε αξιωματικέ!» του φώναξε κάποιος που παραλίγο να πέσει πάνω του καθώς έστριβε στον παραπέρα δρόμο.

«Άντε χάσου, μη σε χώσω μέσα» του μούγκρισε ο Λέο, στενεύοντας ακόμα πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως τα στενά μάτια του.

Μέσα από τα ανοίγματα των μικρών δρόμων που περνούσε, μπορούσε να διακρίνει κομματάκια κομματάκια την Κόκκινη Πλατεία, που όλο και γαλήνευε καθώς περνούσε η ώρα. Κοίταξε το ρολόι του. Όχι, δε θα πήγαινε στο σπίτι, αποφάσισε. Θα έτρωγε έξω, θα σκότωνε την ώρα του με λίγες άσκοπες γύρες, κι ας έβρεχε, και θα κατέληγε εκεί που είχε προγραμματίσει. Στις οχτώ. Οδός Ιλίνκα 15. Ένα ξεθωριασμένο χαμόγελο χαράχτηκε από τη μία άκρη του προσώπου του ως την άλλη. Τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα μονάχα είχε λόγο να χαμογελάει έτσι. Ήταν η μοναδική παράκαμψη του καθημερινού του απαράλλαχτου προγράμματος που πραγματικά την απολάμβανε, και που δε θα την άλλαζε ούτε κατά διάνοια με την συνηθισμένη κι ασφαλή προοπτική της επιστροφής του στο δικό του σπίτι στην οδό Τβέρσκαγια, στην πολύβουη κι ανήσυχη καρδιά της Μόσχας.

Στα μικρά, στενά δρομάκια που διέσχιζε τώρα, ο κόσμος ήταν λιγοστός. Μια γυναίκα κρεμόταν από τα κάγκελα του μπαλκονιού και μάζευε τη μπουγάδα. Τα παιδιά που έπαιζαν έτρεχαν μέσα στα σπίτια τους για να μη βραχούν. Ένας ταχυδρόμος με ποδήλατο πέρασε κι ο Λέο του έγνεψε γιατί τον ήξερε. Και στο δικό του σπίτι αυτός έφερνε τα γράμματα. Όχι πως αυτός λάβαινε ποτέ κανένα γράμμα, πέρα από τις γραφικές επιστολές της μητέρας του, στις οποίες είχε πια πάψει να απαντάει. Η αλήθεια ήταν πως δεν του ερχόταν καθόλου άσχημα να μαθαίνει πως εκείνη και τα αδέρφια του ήταν καλά. Τα μικρά ειδικά δεν έφταιγαν σε τίποτα, σε σάπιο σπίτι είχαν γεννηθεί χωρίς κανείς να τα ρωτήσει αν θέλουν και σάπια θα μεγάλωναν δίχως να το καταλάβουν καν. Καμία έκπληξη δεν του είχε κάνει όταν έμαθε από τη μητέρα του, ναι, τη μητέρα εκείνη που έκανε τόσα όνειρα για τον έξυπνο αδερφό του τον Αντρέι, πως εκείνος είχε αφήσει το σχολείο μετά την τελευταία τάξη του δημοτικού και τώρα έκοβε για πενταροδεκάρες εισιτήρια στον σταθμό των τρένων στο Τιουμέν* κι όταν έφταναν τα δρομολόγια κουβαλούσε τις βαλίτσες των επιβατών περιμένοντας κάποιος να του βάλει κανένα χαρτονόμισμα στο χέρι.

Ο Τελευταίος ΠρίγκιπαςWhere stories live. Discover now