Κεφάλαιο δεύτερο

Start from the beginning
                                    

Ύστερα αναστέναζε, κοιτούσε κάπου αλλού για λίγο και μουρμούριζε:

«Κρίμα πάντως. Θα ’θελα να είχες μεγαλώσει εδώ, να είχα κάποιον να παίζω…»

Είχε τέσσερα αδέρφια, αλλά ήταν όλα τους μικρότερα και, εκτός από έναν, κορίτσια. Ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν δυο χρόνια περίπου, και ζούσε με τη μάνα του και τον παππού του σε μια ίζμπα όχι μεγαλύτερη απ’ αυτήν του Σιντόροφ. Ωστόσο, για τίποτα δεν γκρίνιαζε ούτε παραπονιόταν. Όπως έλεγε, μ’ όλο τον κόσμο φτωχό και παραπονεμένο, κάποιος είχε χρέος να μείνει χαμογελαστός, έτσι, για να τους δίνει λίγο κουράγιο.

«Μαθαίνω πολλά κοντά σου» είχε πει ο Αλεξέι μια καλοκαιρινή νύχτα που είχαν ξαπλώσει στο ξέφωτο του δάσους και χάζευαν τα αστέρια. Ήταν στις αρχές της αμνησίας του, όταν ακόμα το ’βρισκε δύσκολο να ταιριάξει στο χωριό.

«Και να φανταστείς πως δεν τελείωσα καν τρεις τάξεις στο σχολείο» το ’ριξε εκείνος στο αστείο όπως πάντα, μα στα μάτια του ήταν φανερή η συγκίνηση, η ευγνωμοσύνη αν θέλετε, γι’ αυτό που είχε μόλις ακούσει.

Τον πέτυχε την ώρα που έβγαινε απ’ το σπίτι για να πάει να περπατήσει στο δάσος. Μόλις είδε τον Αλεξέι να πλησιάζει, έλαμψε, έστω κι αχνά, το παγωμένο του πρόσωπο. Δε χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα για να δεχτεί να πάει μαζί του. Φόρεσε τον χειμωνιάτικο σκούφο του, φόρτωσε και το δικό του τσεκούρι στο κάρο, μαζί μ’ ένα πριόνι, και προπορεύτηκε, κόντρα στον ψυχρό πρωινό αέρα που τους μαστίγωνε στο πρόσωπο, κοκκινίζοντας τα μάγουλα και τη μύτη τους.

«Πώς και βγήκες, Αλιόσκα;» του είπε στον δρόμο. «Είναι καλύτερα το πόδι σου;»

Ο Αλεξέι έγνεψε, και μουρμούρισε πως μάλλον, τελικά, δεν ήταν κάτι σοβαρό.

«Εσύ τι θα έκανες μόνος σου στο δάσος αξημέρωτα;» απόρησε, χτυπώντας ελαφρά στο λαιμό τον κακομοίρη τον γάιδαρο, που ήταν γέρικος κι είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται, κουρασμένος από τη διαδρομή.

«Α» ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του ο Γιούρι. «Κάποιοι είπαν ότι είδαν έναν λύκο να τριγυρνάει στην καρδιά του δάσους και να ξεμυτίζει ως το χωριό. Ήθελα να δω αν είναι αλήθεια.»

«Και θα πήγαινες έτσι; Χωρίς όπλο, χωρίς τίποτα;» γούρλωσε τα μάτια ο Αλεξέι.

«Όχι, ντε! Για χαζό μ’ έχεις; Απλώς με πρόλαβες.»

Οι ταλαιπωρημένες μπότες τους άφηναν ίχνη τρίζοντας πάνω στο χιόνι. Το πρώτο ισχυρό χιόνι του Οκτωβρίου, που σηματοδοτούσε την αρχή του αμείλικτου σιβηρικού χειμώνα. Κατάλευκο και κρύο, τόσο κρύο που πονούσε να τ’ αγγίξεις με γυμνά χέρια, βάραινε τα έλατα, έκρυβε τις σπηλιές, άσπριζε τις στέγες του χωριού που ξεχώριζε από μακριά σαν μια χούφτα σπίτια από κουλουράκια πασπαλισμένα με ζάχαρη. Πολύ σύντομα, οι αρκούδες και οι σκίουροι θα κοιμούνταν τον χειμερινό τους ύπνο, για να ξυπνήσουν με το πρώτο θαρρετό ξεπέταγμα της άνοιξης. Ο Αλεξέι σήκωνε κάθε τόσο τα κατακόκκινα χέρια του που έσκαγαν από την παγωνιά και τα εξέταζε βιαστικά. Του ’χε συμβεί τόσες φορές ν’ αρχίσει να ματώνει χωρίς να το περιμένει, που φοβόταν και είχε συνέχεια το μυαλό του εκεί, όταν δούλευε έξω.

Ο Τελευταίος ΠρίγκιπαςWhere stories live. Discover now