Παρτ 7

385 46 3
                                    

Την άλλη μέρα όταν είχα ξυπνήσει ο Γουίλ δεν ήταν δίπλα μου. Τινάχτηκα αμέσως όρθια. Τι είχε συμβεί; Πονούσα ελάχιστα αλλά δεν έδωσα σημασία. Σηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου. Δεν τον έβλεπα πουθενά.
" Γουίλ; " Φώναξα δυνατά.
Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι από πίσω μου.
" Εδώ είμαι. Ησύχασε. " Είπε ο Γουίλ και με αγκάλιασε.
" Με τρόμαξες. Νόμιζα ότι... " Είπα με μια ανακούφιση και δεν έλεγα να σταματήσω να τον αγκαλιάζω. "Πού ήσουν " Ρώτησα τελικά.
" Πήγα στο ποτάμι να γεμίσω λίγο νερό. Νόμιζα ότι θα το χρειαζόσουν όταν θα ξυπνούσες. " Μου είπε τρυφερά.
Σήκωσα το βλέμμα μου στο πρόσωπό του.
" Το μόνο που χρειάζομαι είσαι εσύ. " Είπα και τον ξανά αγκάλιασα. " Δεν θα αντέξω αν πάθεις κάτι.. " Είπα με φόβο.
" Δεν θα συμβεί τίποτα σε κανέναν. " Μου είπε και με χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο. "Ησύχασε.. "
Τον κοίταξα, ο ήλιος έλουζε με τις λαμπερές ακτίνες τα καστανά του μαλλιά. Ήταν όμορφος! Μου έδινε κουράγιο να συνεχίσω.
" Έλα, πάμε! " Μου είπε.
Περπατούσαμε ώρες και δεν είχε συμβεί κάτι. Τσιμπήσαμε κάτι και συνεχίσαμε τη διαδρομή. Ρίχναμε που και που αμήχανα βλέμματα μεταξύ μας. Ήταν γοητευτικός όταν χαμογελούσε. Ο ήλιος άρχιζε σιγά σιγά να δύει. Όμως εμείς δεν σταματήσαμε λεπτό, είχαμε περίπου μια εβδομάδα μέχρι το Χειμερινό Ηλιοστάσιο και δεν ξέραμε την κατάσταση της πόλης. Ο ήλιος εξαφανιζόταν και άρχιζε να σκοτεινιάζει. Το δάσος έδειχνε άγριο τη νύχτα αλλά το φεγγάρι έφεγγε όμορφα πάνω από τα κεφάλια μας. Ξαφνικά ο Γουίλ σταμάτησε απότομα και άπλωσε το χέρι του μπροστά μου για να σταματήσω και εγώ.
" Τι έγινε; " Ρώτησα ψιθυριστά.
" Νομίζω ότι άκουσα κάτι. Καλύτερα να φύγουμε από εδώ. "
" Εντάξει. " Συμφώνησα.
Tρέχαμε σιωπηλά μέσα στο δάσος και κρυφτήκαμε πίσω από δύο πυκνούς θάμνους. Μέτα από λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν μπροστά από τους θάμνους και διέσχισαν ευθεία το μικρό δρομάκι κάτι τύποι.
" Να προσέχεις να μην εμφανιστούν από πουθενά. " Είπε ο ένας στον άλλον.
" Όχι, όχι μας ψάχνουν οι βρυκόλακες... " Είπε ο Γουίλ.
" Τι θα κάνουμε; " Ρώτησα.
" Περίμενε εδώ πάω να ελέγξω αν είναι κανείς εδώ τριγύρω. " Είπε ο Γουίλ.
" Τι; Όχι πάλι! " Είπα νευρικά.
" Ηρέμησε δεν θα κάνω τίποτα, μόνο θα κοιτάξω για να δω που είναι έτσι ώστε βρω έναν τρόπο να σε βγάλω από εδώ. Θα έρθω γρήγορα " Είπε ο Γουίλ.
" Καλά. " Είπα παρόλο που δεν συμφωνούσα.
Ο Γουίλ μου έδωσε ένα γρήγορο φιλί και έφυγε.
" Να προσέχεις! " Του είπα σιγανά με μισή καρδιά.
Θάφτηκα περισσότερο μέσα στους θάμνους και είδα μία ακόμη τριάδα να περνάει μπροστά από τους θάμνους και αμέσως μετά, μέσα στην ησυχία άκουσα ένα θόρυβο και ταυτόχρονα μια πνιχτή κραυγή. Προσευχόμουν να μην έχει πάθει κάτι ο Γουίλ. Τινάχτηκα και έτρεξα πανικόβλητη προς τον θόρυβο. Ένα τέσσερα βήματα πιο κάτω ο Γουίλ ήταν ανέστιτος στο χώμα και αιμοραγούσε μια πληγή στο μέτωπό του.
" Όχιιιιι! " Ούρλιαξα.
Αλλά πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε ένιωσα κάποιον από πίσω μου να με βαράει γερά με ένα ξύλο στο κεφάλι. Έπεσα κάτω και έχασα τις αισθήσεις μου. Την άλλη μέρα όταν ξύπνησα βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Είχε ένα μικρό παράθυρο και ένα κρεβάτι.
Ξαφνικά τινάχτηκα από το κρεβάτι.
" Γουίλ; " Ούρλιαξα και αντίχησε σε όλο το δωμάτιο.
Τότε εμφανίστηκαν από ένα διάδρομο οι βρυκόλακες που μας επιτέθηκαν χθες το βράδυ στο δάσος.
" Βρε, βρε η Λάρσον ανησυχεί για τον αγαπημένο της. " Είπε ο ένας. " Μην ανησυχείς δεσποινίς μου καλά είναι ο Γουίλ. Σε περιμένει. "
Μου έδεσαν τα χέρια και με πήγαν σε μια αίθουσα. Ο Γουίλ καθόταν σε ένα μεγάλο άσπρο γραφείο. Ο Κρις και ο Ντανιέλ, οι δύο βρυκόλακες που είχαμε δει στο ηλιακό σύστημα, τον κρατούσαν γερά από τους ώμους για να μην φύγει. Φαινόταν χάλια. Είχε πολλές ουλές στο πρόσωπό του και μία ξερή πληγή στο μέτωπο από το ρόπαλό τους.
" Λίσα! " Είπε αναστατωμένα ο Γουίλ και τινάχτηκε όρθιος από το κάθισμα, αλλά ο Κρις και ο Ντανιέλ που βρίσκονταν πάνω από το κεφάλι του, τον έσπρωξαν βίαια κάτω.
" Αφήστε την! " Είπε άγρια ο Γουίλ.
" Ήρεμα νεαρέ μου! " είπε ο ένας από τους δύο που με κρατούσε. Έπειτα με έβαλαν και κάθησα δίπλα του, με τα χέρια μου δεμμένα. Γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα του επάνω μου σαν να μου ζητούσε συγνώμη. Φαινόταν χάλια. Σήκωσα τα δεμμένα μου χέρια και προσπάθησα να αγγίξω το πρόσωπό του. Τι του είχαν κάνει;
" Είσαι καλά; " Με ρώτησε ο Γουίλ.
" Με δουλεύεις; Φαίνεσαι χάλια. Τι σου έκαναν; " Ρώτησα εγώ αναστατωμένη.
" Χα χα χα! Μην ανησυχείς γλυκιά μου δεν είναι τίποτα. Απλός ήταν λίγο ζωηρούλης " Είπε με σαρκασμό ο Ντανιέλ.
Ο Γουίλ γύρισε και τον κοίταξε άγρια.
" Ηρέμησε φιλαράκο γιατί αλλιώς δεν θα σου βγει σε καλό! " Είπε αυτός στον Γουίλ.
" Έλα Ντανιέλ, μην τους τρομάζεις άλλο. Είναι τυχεροί που δεν μπορούμε να τους σκοτώσουμε αλλιώς... " Είπε ο Κρις.
" Γιατί δεν μπορείτε να μας σκοτώσετε; " Ρώτησε ο Γουίλ.
" Διότι σας χρειαζόμαστε! " Μας είπε ο Κρις.
"Μας χρειάζεστε; Γιατί;" Ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω.
Οι τέσσερις βρυκόλακες έκαναν νοήμα μεταξύ τους.
" Ντανιέλ, Φίνικ, Πίτερ... Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φωνάξουμε τους ηγέτες του κάστρου. " Είπε ο Κρις στους άλλους τρεις.
Ο Φίνικ μαζί με τον Πίτερ βγήκαν από την αίθουσα για να τους ειδοποιήσουν, ενώ ο Κρις με τον Ντανιέλ έμειναν για να μας προσέχουν.

Το Ματωμένο ΦεγγάριWhere stories live. Discover now