Παρτ 2

790 86 2
                                    

Διέσχισα τον κεντρικό δρόμο και αφού πέρασα την λεωφόρο μπήκα σε ένα στενό. Περπατούσα ώρες ολόκληρες και δεν κατάλαβα ότι είχα βγει από τα προστατευτικά σύνορα της πόλης. Ήταν τόσο σκοτεινά που δεν μπορούσα να δω ούτε την σκιά μου στο δρόμο. Περπατούσα προσεκτικά αλλά ταυτόχρονα και γρήγορα. Τυλίχτηκα στο παλτό μου έβαλα τα χέρια στις τσέπες και έσκυψα το κεφάλι όσο πιο χαμηλά μπορούσα. Η νύχτα φαινόταν μεγάλη. Καθώς πήγα να στρίψω σε μια γωνία άκουσα κάτι παράξενες φωνές και αμέσως είδα μπροστά δυο ανθρώπινες όψεις, πριν προλάβουν να με αντιληφθούν έκανα μεταβολή και μερικά γρήγορα βήματα πίσω. Κρύφτηκα πίσω από τον τοίχο και τους κρυφοκοίταξα. Δεν άργησα να καταλάβω ότι δεν ήταν άνθρωποι. Χρειάστηκε μόνο ένα χαμόγελο και αντίκρισα τους αστραφτερούς τους κυνόδοντες που έλαμπαν ακόμη και στο σκοτάδι. Φαίνεται ότι διασκέδαζαν. Ίσως να είχαν πιει κανενός το αίμα. Κατάλαβα ότι δεν ήταν και τόσο ασφαλές να κάτσω εκεί γιατί έτσι και άρχιζαν να υποψιάζονται ότι υπάρχει άνθρωπος εδώ κοντά, έχω τελειώσει. Έφυγα αθόρυβα αλλά βιαστικά και μέσα σε λίγα λεπτά είχα απομακρυνθεί τελείως από εκείνη την περιοχή. Είχαν δίκιο, είχαν επιστέψει. Γιατί όμως; Γιατί τώρα; Διάφορες σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό μου. Σκεφτόμουν τους γονείς μου και ένα δάκρυ κύλλησε στο μάγουλό μου. Μακάρι να ήταν εδώ... Ξαφνικά άκουσα ένα θόρυβο. Ένιωσα βήματα από πίσω μου. Σαν να με ακολουθούσε κάποιος. Τραντάχτηκα ολόκληρη. Πάει σκέφτηκα. Μπορεί και να ήρθε το τέλος μου. Τα βήματα έγιναν εντονότερα, πιο γρήγορα. Δεν τολμούσα να γυρίσω να κοιτάξω όμως ήμουν σίγουρη ότι με ακολουθούσε. Φοβόμουν αλλά σκεφτόμουν ότι άμα το γραφτό μου ήταν να πεθάνω, θα πέθαινα γενναία. Ξεκίνησε να τρέχει και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τρέχω κι εγώ. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι παρόλο που έτρεχε αρκετά γρήγορα δεν μπορούσε να με φτάσει. Άρχισε να μου φωνάζει " Έι περίμενε, δεν είμαι αυτό που νομίζεις! " Όμως δεν σταμάτησα μπορεί να ήθελε να με αιφνιδιάσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να έπεφτα στην παγίδα του! Δυνάμωσα το τρέξιμο, το ίδιο και αυτός. Μετά από δυο-τρία δευτερόλεπτα δεν έβλεπα μπροστά μου. Έτρεχα χωρίς να βλέπω, προσπαθώντας να πάρω ανάσα. Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι μπήκα σε ένα πάρκο. Ξάφνου ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Ένιωσα να με παρασέρνει μια δύναμη. Έπεσα κάτω και κάποιος έπεσε επάνω μου.
" Επιτέλους! Κοίτα με δεν είμαι βρυκόλακας, δεν σκοτώνω ανθρώπους! Πρέπει να με πιστέψεις. Είσαι ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο μιλάω. " Είπε αυτός.
" Τι εννοείς; " Τον ρώτησα.
" Στην γειτονιά μου οι βρυκόλακες έχουν σκοτώσει πολλούς ανθρώπους. Άκουσα να λένε ότι ήρθαν να πάρουν εκδίκηση. Πρώτα θα σκοτώσουν όλους όσους βοήθησαν στην εξαφάνισή τους προτού κάτι χρόνια και μετά θα μεταμορφώσουν όλη την πόλη σαν αυτούς! Θα γίνουμε όλοι βρυκόλακες! Ο πατέρας μου ήταν ένας από αυτούς που βοήθησαν στην εξαφάνιση τους. Οι γονείς μου προσπάθησαν να με προστατεύσουν. Κρυβόμασταν συνεχώς... αλλά οι βρικόλακες τους σκότωσαν και τους δύο. Από τότε περιπλανιέμαι στους δρόμους μόνος μου ψάχνοντας πληροφορίες χωρίς να μιλάω σε κανέναν. Σε είδα να περπατάς μόνη σου πέρα από τα σύνορα μέσα στο σκοτάδι και υπέθεσα ότι θες βοήθεια... Συγνώμη αν σε τρόμαξα..." Μου απάντησε.
" Δεν πειράζει... ξέρεις... και, και οι δικοί μου γονείς δέχτηκαν επίθεση από τους βρικόλακες, αλλά ο πατέρας μου δεν είχε βοηθήσει στην εξαφάνιση... Γιατί να το κάνουν; Τέλως πάντων... Κοίτα, πραγματικά λυπάμαι για τους γονείς σου." Του είπα εγώ.
" Και εγώ για τους δικούς σου..." Μου απάντησε και έπειτα συστήθηκε. " Είμαι ο Γουίλ! " Είπε με τα μάτια καρφωμένα πάνω μου.
" Λίσα. " Του είπα και αυτός μου χαμογέλασε. "Λοιπόν Γουίλ, καλύτερα να σηκωθούμε από το έδαφος και να πάμε κάπου πιο ασφαλές, γιατί κινδυνεύουμε εδώ." Πρότεινα εγώ καθώς το βλέμμα του είχε χαθεί στο πρόσωπό μου. " Ω! μα είμαι τόσο ηλίθιος. Έχεις δίκιο. " Είπε μετά από μερικά δευτερόλεπτα.
Σηκώθηκε και μου έδωσε το χέρι του για να σηκωθώ και εγώ. Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμουν ένα άτομο αυτή τη στιγμή και ο Γουίλ ήταν ο κατάλληλος. Ήταν γλυκός, τρυφερός και ιδιαίτερα γοητευτικός. Τα γαλαζοπράσινα μάτια του πετούσαν σπίθες. Νόμιζα ότι βρισκόμουν στον παράδεισο. Περπατήσαμε αρκετά, πέρα, στο πάρκο. Βρήκαμε ένα παγκάκι αρκετά απομακρυσμένο και καλά θαμμένο πίσω από θάμνους και δέντρα. Αποκλείεται να μας έβρισκαν εδώ.
" Κρυώνεις; " Με ρώτησε ξαφνικά ο Γουίλ καθώς προσπαθούσαμε να βολευτούμε.
" Λίγο... " Του απάντησα με τα χείλια μου να τρέμουν από το κρύο.
Αυτός χαμογέλασε τρυφερά και με αγκάλιασε σφιχτά. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
" Καλύτερα τώρα; " Με ρώτησε ο Γουίλ.
Δεν απάντησα, δεν είχα κουράγιο να μιλήσω. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω είναι να γνέψω ελαφρώς. Τον κοίταξα και μου πέρασε η ιδέα να χαϊδέψω τα μελαχρινά μαλλιά του αλλά δεν το έκανα. Τελικά κουλουριαστήκαμε και οι δυο στο παγκάκι και περιμέναμε να ξημερώσει.

Το Ματωμένο ΦεγγάριWhere stories live. Discover now